Αρκεί κανείς να ρίξει μόνο μια ματιά στα ιταλικά ΜΜΕ για να ξέρει ότι, σε όλο το πολιτικό φάσμα, ο δημόσιος διάλογος της Ιταλίας κυριαρχείται από συζητήσεις για το εάν η κινεζική κυβέρνηση επιχειρεί να αγοράσει την χώρα. Μετά από την επίσημη έγκριση της Ρώμης στην Πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος (BRI) νωρίτερα αυτόν τον μήνα, οι πιο σημαντικοί Ιταλοί φορείς λήψης αποφάσεων και πολιτικοί σχολιαστές, φαίνεται να έχουν βάλει στην άκρη τις άμεσες προκλήσεις που έχουν στην ευρωπαϊκή ατζέντα, για να εστιάσουν σε αυτή την απροσδόκητη αλλαγή στα ανατολικά. Ακόμη και θέματα τόσο διχαστικά όπως η μετανάστευση και οι εξουσίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης -πυλώνες της πολιτικής ταυτότητας του Κινήματος Πέντε Αστέρων και της Λέγκας- τώρα φαίνονται κάπως παρωχημένα.
Η συζήτηση βάζει αυτούς που δίνουν προτεραιότητα στην ενίσχυση των οικονομικών σχέσεων με την Κίνα εναντίον εκείνων που φοβούνται ότι η πρωτοβουλία θα μετατρέψει την Ιταλία στην «επόμενη Αφρική ή Ελλάδα”. Από πολλές απόψεις, η πρόσφατη αύξηση του ιταλικού ενθουσιασμού για τις στενότερες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα που ξεκίνησε το 2014, όταν ο τότε πρωθυπουργός Matteo Renzi, διεξήγε μια υψηλού προφίλ περιοδεία στην χώρα. Ο διάδοχος του Renzi, Paolo Gentiloni, συνέχισε την προσπάθεια να «φλερτάρει” με το Πεκίνο, όπως κάνει η τωρινή ιταλική κυβέρνηση.
Η Κίνα και η Ιταλία διαπραγματεύονται επί του παρόντος ένα μνημόνιο που περιλαμβάνει 50 οικονομικές, πολιτιστικές συμφωνίες και συμφωνίες υποδομής, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν σε ιταλικές κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εθνικών πρωταθλητών. Το μνημόνιο -το οποίο σε αντίθεση με εκείνα που έχει το Πεκίνο με 13 άλλα ευρωπαϊκά κράτη, δεν είναι νομικά δεσμευτικό- θα υπογραφεί στη διάρκεια του ταξιδιού του προέδρου Xi Jinping 21-24 Μαρτίου στην Ιταλία (είναι η πρώτη τέτοια επίσκεψη από έναν Κινέζο ηγέτη από το 2009 που ο Hu Jintao παρευρέθηκε στη Σύνοδο της G8 στην L’ Aquila). Ο πρωθυπουργός Giuseppe Conte, πρώην δικηγόρος, έχει επανειλημμένως εστιάσει ότι το μνημόνιο θα περιλαμβάνει όλες τις απαραίτητες αναφορές στις ευρωπαϊκές και πολυμερείς αξίες που έχει ζητήσει η Ιταλία από την Κίνα να σεβαστεί. Στόχος είναι να διαβεβαιώσει τους Ευρωπαίους και άλλους εταίρους της Ρώμης -κυρίως την Ουάσιγκτον- ότι η Ιταλία παραμένει δεσμευμένη στην ΕΕ και στη διατλαντική σχέση.
Η τωρινή στάση της Ιταλίας απέναντι στην Κίνα έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, κανένας δεν θα περίμενε από την τωρινή κυβέρνηση να είναι τόσο ανοιχτή στις κινεζικές επενδύσεις, δεδομένης του παραδοσιακού της προσανατολισμού προς τους εταίρους της όπως τις ΗΠΑ και τη Ρωσία. Δεύτερον, η κυβέρνηση είναι διχασμένη για το ζήτημα (αυτό δεν είναι κάτι καινούριο στην ιταλική πολιτική). Το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και ο Conte υποστηρίζουν σθεναρά τη συμφωνία με το Πεκίνο, και τη βλέπουν ως μια μοναδική ευκαιρία να βελτιώσουν τις οικονομικές σχέσεις με την Κίνα, ιδιαίτερα μέσω της κινεζικής ναυτιλιακής δράσης στα λιμάνια της Τριέστης και της Γένοβας. Ο Luigi di Maio -επικεφαλής του Κινήματος Πέντε Αστέρων και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης- ηγείται της πρωτοβουλίας στο ρόλο του ως υπουργός Οικονομίας. Πρέπει να χειριστεί το διχαστικό θέμα της Κίνας προσεκτικά, καθώς το κόμμα του χάνει την υποστήριξη του εταίρου του στον κυβερνητικό συνασπισμό, την Λέγκα.
Ο ηγέτης της Λέγκας Matteo Salvini, ο άλλος αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, βρίσκεται επίσης σε δύσκολη θέση. Αυτό οφείλεται στον μακροχρόνιο ενθουσιασμό του για τον Αμερικανό πρόεδρο Donald Trump και στη διατλαντική σχέση ευρύτερα. Η επιφυλακτική προσέγγιση του Salvini στο Πεκίνο αποτυπώνεται στην επιτυχημένη προσπάθεια να αποκλείσει από το μνημόνιο οποιαδήποτε αναφορά στις κινεζικές επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες. Το έκανε αυτό για να εμποδίσει την Huawei από το να έχει συμμετοχή στο project κατασκευής και καλωδίωσης του δικτύου 5G, σύμφωνα με τις αμερικανικές προειδοποιήσεις ότι η κινεζική εταιρεία μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το project για να εχει πρόσβαση στην ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ της Ιταλίας και των εταίρων της στο ΝΑΤΟ.
Θεωρώντας εαυτόν ως τον ηγέτη του ευρωπαϊκού κρατικιστικού μπλοκ, ο Salvini έχει προσεγγίσει την BRI με μια επιφύλαξη και λεπτότητα που σπάνια επιδεικνύει σε άλλα θέματα. Ωστόσο η θέση της Λέγκας είναι σαφής: δεν θα υπάρξει συμφωνία με την Κίνα που να υπονομεύει την ασφάλεια της Ιταλίας ή τη σχέση της με στρατηγικά σημαντικούς εταίρους όπως οι ΗΠΑ.
Με τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να λαμβάνουν χώρα σε λιγότερα από δύο μήνες, ο Salvini έχει επίσης συνείδηση της εκλογικής στήριξης που μπορεί να κερδίσει από την υιοθέτηση μιας σκληρής γραμμής απέναντι στο Πεκίνο. Δεδομένου ότι οι περισσότεροι Ιταλοί φαίνεται να μην έχουν ιδιαίτερο ενθουσιασμό για την Κίνα, ο Salvini είναι πιθανώς πρόθυμος να αποφύγει οποιαδήποτε υπόθεση ότι έχει προδώσει το προεκλογικό του σύνθημα, «οι Ιταλοί και τα ιταλικά αγαθά έχουν προτεραιότητα”. Ωστόσο θέλει επίσης να πιστωθεί ως ένας αξιόπιστος πολιτικός ηγέτης, εταίρος και συνομιλητής παντού στην Ευρώπη, ιδιαίτερα στη Γερμανία, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στη Γαλλία -στις τρεις ευρωπαϊκές χώρες που επωφελούνται περισσότερο από την κινεζική άμεση επένδυση ενώ ταυτόχρονα ανησυχούν για την στροφή της Ιταλίας προς τα ανατολικά. Ο Salvini φαίνεται επίσης ότι αναγνωρίζει τις ανησυχίες των θεσμικών οργάνων της ΕΕ, που συχνά δηλώνουν ότι οι διμερείς σχέσεις με την Κίνα θα μπορούσαν να υπονομεύσουν την ευρωπαϊκή ακεραιότητα και ενότητα.
Ως εκ τούτου, η BRI έχει ενταχθεί σε μια μακρά σειρά θεμάτων που διχάζουν τα κυβερνώντα κόμματα στην Ιταλία. Λίγο πριν από την επίσκεψη του Xi, θα έχει ενδιαφέρον να δούμε εάν θα παρουσιάσουν ένα ενωμένο μέτωπο απέναντι στην Κίνα, καθώς και στην συζήτηση με τους Ευρωπαίους εταίρους. Ο Ιταλός πρόεδρος, ο οποίος συνήθως λειτουργεί παρασκηνιακά, θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο σε αυτό, προσπαθώντας να ισορροπήσει τις δύο ψυχές της κυβέρνησης, να μεσολαβήσει μεταξύ τους και να διαβεβαιώσει τις ΗΠΑ ότι η ασφάλεια θα έχει πάντα προτεραιότητα έναντι των οικονομικών. Παρόλα αυτά, η Ρώμη φαίνεται τώρα ότι έχει «κολλήσει” μεταξύ του Πεκίνου και της Ουάσιγκτον -μεταξύ οικονομικών ευκαιριών και εγγυήσεων ασφάλειας.
Ευρύτερα, η ιταλική πολιτική είναι σε μια ιδιαίτερα ασυνήθιστη κατάσταση: η εσωτερική ατζέντα έχει επισκιαστεί από τις ανησυχίες για την εξωτερική πολιτική. Αλλά αυτό δεν θα κρατήσει πολύ. Η συζήτηση για τη BRI θα μπορούσε να προσφέρει στα ιταλικά κόμματα την τέλεια ευκαιρία να τεστάρουν τις στρατηγικές τους για την προεκλογική εκστρατεία πριν από τις ευρωεκλογές -μια εκστρατεία που θα καθορίσει την τύχη και των δύο κομμάτων της κυβέρνησης.
- Πηγή: ecfr.eu
- Πληροφορίες: Teresa Coratella