Εάν ζητήσει κανείς ένα συγκεκριμένο παράδειγμα της πορείας της ευρωζώνης προς την περαιτέρω ολοκλήρωση, θα ακούσει σίγουρα τις λέξεις «τραπεζική ένωση”. Εν μέσω κρίσης του δημόσιου χρέους, οι ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν να μεταβιβάσουν την εποπτεία των σημαντικότερων τραπεζών της περιοχής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, να δημιουργήσουν ένα ενιαίο σύνολο κανόνων και να συγκεντρώσουν από κοινού κεφάλαια για την αντιμετώπιση των μελλοντικών τραπεζικών κρίσεων.
Το εν λόγω project έχει σημειώσει κάποια πρόοδο, αλλά τώρα απειλείται. Οι πολιτικοί και οι εθνικές εποπτικές αρχές επιδιώκουν να περιορίσουν τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ. Επίσης, πιέζουν για εθνικές – παρά για διασυνοριακές – λύσεις για να αντιμετωπίσουν τις προβληματικές εγχώριες τράπεζές τους.
Η τραπεζική ένωση παραμένει ένα ημιτελές οικοδόμημα, χωρίς ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εγγύησης καταθέσεων που θα μπορεί να αποζημιώσει τους καταθέτες των προβληματικών τραπεζών. Αν μη τι άλλο, οι φυγόκεντρες δυνάμεις εμφανίζονται ισχυρότερες από αυτές που πιέζουν για μεγαλύτερη ολοκλήρωση.
Οι επιθέσεις εναντίον της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης – και ειδικότερα των εποπτικών εξουσιών της ΕΚΤ – αποτελούν μέρος μιας ευρύτερης εχθρότητας όσον αφορά τη μεταφορά της εξουσίας στους τεχνοκράτες, ιδίως εκείνους στις Βρυξέλλες ή τη Φρανκφούρτη.
Στην ομιλία του σχετικά με το συνταξιοδοτικό τον περασμένο μήνα, ο Ignazio Angeloni, πρώην μέλος του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, περιέγραψε πώς «η εθνική κυριαρχία αντιφάσκει με τη λογική της τραπεζικής ένωσης, η οποία συνεπάγεται τη μεταφορά ορισμένων λειτουργιών πολιτικής σε υπερεθνικό επίπεδο». Σημείωσε επίσης πως «η ανεξαρτησία της εποπτείας αποκλίνει από την άμεση δημοκρατία, την οποία προτιμούν οι λαϊκιστές».
Πρόκειται για δύσκολες προκλήσεις. Αλλά οι λαϊκιστές δεν είναι οι μόνοι που προκαλούν προβλήματα στις αρχές που υποστηρίζουν το έργο. Στην Ιταλία, οι διαδοχικές κεντροαριστερές κυβερνήσεις και η κεντρική τράπεζα αμφισβήτησαν επανειλημμένα τους κανόνες που διέπουν τις πτωχεύσεις τραπεζών, ιδίως την αρχή ότι οι κάτοχοι ομολόγων θα πρέπει να υποστούν τις ζημίες.
Στη Γερμανία, ο υπουργός Οικονομικών των σοσιαλδημοκρατών Olaf Scholz υποστηρίζει τη συγχώνευση μεταξύ της Deutsche Bank AG και της Commerzbank AG με την ελπίδα να δημιουργηθεί ένας εθνικός «πρωταθλητής” για να βοηθήσει τις εγχώριες εταιρείες. Πέρυσι, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου οι λαϊκιστές είναι μια μικρή μειοψηφία, παρεμπόδισε τις προσπάθειες της ΕΚΤ να θεσπίσει αυστηρότερους κανόνες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο οι τράπεζες θα πρέπει να διαγράφουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ακόμη και ένα δικαστήριο της ΕΕ έβγαλε απόφαση πρόσφατα ενάντια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λέγοντας ότι δεν μπορεί να εμποδίσει τα εθνικά προγράμματα εγγύησης καταθέσεων των κρατών μελών από το να διασώσουν τις ζημιωμένες τράπεζες, όπως συνέβη στην Ιταλία το 2014.
Επιπλέον, οι Ευρωπαίοι ηγέτες απέδειξαν ότι δεν είναι σε θέση να επιταχύνουν την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, αφήνοντάς την κολλημένη στο πουθενά. Είναι αλήθεια ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αποφάσισε στα τέλη του περασμένου έτους να ενισχύσει το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης, το κοινό fund που χρησιμοποιείται για να βοηθήσει στην εκκαθάριση μιας τράπεζας. Όμως, η δεξαμενή είναι πολύ μικρή για να αντιμετωπίσει μια συστημική κρίση και οποιαδήποτε κίνηση για τη σύσταση ενός κοινού ταμείου εγγύησης καταθέσεων βρίσκει αντίθετη τη Γερμανία.
Οι εθνικές αρχές αντιμετωπίζουν έναν ολοένα μεγαλύτερο πειρασμό να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους. Η Ιταλία έχει αγνοήσει τους κανόνες επανειλημμένα, δημιουργώντας εθελοντικά ταμεία διάσωσης για να αποφευχθούν οι ζημίες των ομολογιούχων των προβληματικών τραπεζών. Η απόφαση σχετικά με τα προγράμματα εγγύησης των καταθέσεων μπορεί να ωθήσει ορισμένα κράτη μέλη να σταματήσουν να πιέζουν για ένα κοινό δίχτυ ασφαλείας, φοβούμενοι ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να σημαίνει αυστηρότερους κανόνες από τους εθνικούς. Η επικείμενη συγχώνευση των Commerzbank-Deutsche Bank θα μπορούσε σύντομα να θέσει τη γερμανική κυβέρνηση σε πορεία σύγκρουσης με την ΕΚΤ.
Επομένως, οι ευρωπαίοι επόπτες αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα: Αν ενδώσουν στην επιθυμία των πολιτικών, χάνουν τόσο την αξιοπιστία τους όσο και το λόγο ύπαρξής τους. Αντίθετα, αν ενεργήσουν πολύ επιθετικά, κινδυνεύουν να χάσουν τις εξουσίες που έχουν λάβει.
Η απάντηση πρέπει να είναι να συνδυάσουμε την αυστηρή ερμηνεία των κανόνων με τη μεγαλύτερη διαφάνεια. Ο Angeloni σημείωσε ότι, ενώ οι εποπτικές αρχές καλούνται συνήθως να συμβάλλουν στην «ασφάλεια και την ευρωστία» των θεσμικών οργάνων, υπάρχει ελάχιστη συμφωνία ως προς το τι σημαίνει αυτό. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από την εντολή νομισματικής πολιτικής των περισσότερων κεντρικών τραπεζών, η οποία συνήθως λαμβάνει τη μορφή συγκεκριμένου στόχου. Ο ακριβέστερος καθορισμός των στόχων των εποπτικών αρχών θα μπορούσε να είναι χρήσιμος.
Επιπλέον, είναι σημαντικό ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να εξηγήσει τι προσδοκά από τις τράπεζες, ειδικά όσον αφορά τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πρέπει να επιτρέψει στους επόπτες να κάνουν τη δουλειά τους, αντί να διαμαρτύρονται, όταν αυτά τα αιτήματα είναι πολύ συγκεκριμένα. Αλλά το βάρος πρέπει να πέσει και στην ΕΚΤ, η οποία πολύ συχνά παραμελεί να επικοινωνήσει σαφώς τα αιτήματά της τόσο στους επενδυτές όσο και στους πολίτες.
Ο Andrea Enria, ο νέος πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της ΕΚΤ, έχει θέσει την ενίσχυση της διαφάνειας ως μία από τις προτεραιότητές του. Παλαιότερα είχε υποστηρίξει ότι η Ευρώπη θα πρέπει να αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο διεξάγει τα stress tests, ανακοινώνοντας τα αποτελέσματά τους μαζί με οποιεσδήποτε απαιτήσεις για αύξηση κεφαλαίου, ώστε να αποφευχθεί η σύγχυση. Σε μια περίοδο αυξανόμενου λαϊκισμού και οικονομικού εθνικισμού, τέτοιες κινήσεις προς την ευρύτερη διαφάνεια μπορεί να είναι ανεπαρκείς για να σώσουν την τραπεζική ένωση. Αλλά είναι η μόνη της ελπίδα, τουλάχιστον μέχρι οι πολιτικοί να ανακαλύψουν ξανά τη σημασία της.
- Πληροφορίες: Ferdinando Giugliano