Μετά τα δάκρυα πάντων για την καταστροφή της Παναγίας των Παρισίων, την εντυπωσιακή ανταπόκριση των μαικήνων εκ Γαλλίας και αλλαχού (βοηθουσών και των σχετικών φοροαπαλλαγών) για να συμβάλλουν στην αποκατάστασή της, ύστερα από τα πλήθος ερωτήματα για το πώς ένα τόσο σημαντικό μνημείο δε διέθετε τα πιο προηγμένα συστήματα εντοπισμού και κατάσβεσης πυρκαγιάς, λίγοι είναι εκείνοι που σκέπτονται εάν η καταστροφή του παγκόσμιου τούτου μνημείου είναι το αποτέλεσμα μίας γενικότερης οικονομικής πολιτικής. Μίας πολιτικής, που θεωρεί πως η κουλτούρα και τα μνημεία δεν αποτελούν την πρώτιστη προτεραιότητα των δαπανών και επενδύσεων, παρά το γεγονός ότι αφήνουν χρήματα στο κράτος (ή ανάλογα στους ιδιώτες διαχειριστές τους), χάρη στην υψηλή επισκεψιμότητά τους.
Χρόνια πριν, το Δεκέμβριο του 2017, ο ιταλικός Τύπος στο σύνολό του εξέφραζε με εκτεταμένα άρθρα του την έκπληξη για το γεγονός ότι η αγαπημένη των Γάλλων και των θαυμαστών της απ’ όλον τον κόσμο Νοτρ Νταμ κατέρρεε, αλλά το γαλλικό κράτος δεν διέθετε τα χρήματα για να την ανακαινίσει, ή να την αποκαταστήσει. Η Repubblica, αλλά και μία σειρά άλλων μεγάλων εφημερίδων που μοιράζονταν τον ίδιο τίτλο, δημοσίευε ένα μεγάλο αφιέρωμα «Η Ντοτρ Νταμ γίνεται κομμάτια», ενώ η Giornale εξόν από τη σχετική είδηση αφιέρωνε κι ένα άρθρο γνώμης με τίτλο «Το όνειδος της Ευρώπης», για το γεγονός ότι η γαλλική κυβέρνηση έδινε μόνον 2 εκατ. ευρώ ετησίως για τη συντήρηση ενός τόσο σημαντικού μνημείου, το οποίο κάθε χρόνο επισκέπτονται τουλάχιστον 12 εκατ. επισκέπτες-πληρώνοντας μάλιστα και εισιτήριο. Και αναρωτιόνταν επίσης πως είναι δυνατόν το γαλλικό κράτος να μη βρίσκει -όπως τώρα-πρόθυμους χορηγούς για να συμβάλλουν στη συλλογή χρημάτων για τις εργασίες ανακαίνισης.
- Πληροφορίες: AΠΕ-ΜΠΕ