Βιβλία για σοβαρές αναγνώσεις. Από τον Άγγελο Πετρουλάκη

Jpeg

ΒΙΒΛΙΟπαρουσίαση

Από τον Άγγελο Πετρουλάκη

Τα κοινωνικά ήθη, οι καθημερινές συνήθειες των ανθρώπων, οι ιδιαιτερότητες των πολιτικών συστημάτων και κάθε τι που σχετίζεται με την λειτουργία της καθημερινότητας, ακόμα και στοιχεία ιστορίας τού τόπου, ενίοτε, εντοπίζονται μέσα από την εξέλιξη των ιστοριών και τις δράσεις τών προσώπων.

Άλλες κοινωνίες περιγράφουν οι Άγγλοι συγγραφείς, άλλες οι Σκανδιναβοί. Άλλες οι προερχόμενοι από τις ισλαμικές κοινωνίες.

Σε τρία, σχετικά πρόσφατα βιβλία, συγγραφέων, από το Πακιστάν οι δυο, από την Αίγυπτο ο τρίτος, περιγράφονται γλαφυρότατα οι δυο αυτές ισλαμικές κοινωνίες, ιδιαίτερα γλαφυρά, δίνοντας στον αναγνώστη της Δύσης μια σαφέστατη εικόνα για το τι είδους δημοκρατία βιώνουν οι άνθρωποι εκεί, το πώς σκέφτονται και τι ελπίζουν.

 Ο πόλεμος και η προσφυγιά.

Τα όνειρα για μια άλλη ζωή.

Ο έρωτας που αναζητά την ελευθερία του.

Ένας συγγραφέας από το Πακιστάν, που συγκινεί…

 

Μοχσίν Χαμίντ:

«Έξοδος προς δυσμάς»

 Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ

 Είχα χρόνια να περάσω από την περιοχή εκείνη, παρόλο που κάποτε μου ήταν τόσο οικεία. Υπολόγισα πως από την τελευταία φορά θα είχαν περάσει είκοσι τέσσερα χρόνια. Στα δεξιά μου έβλεπα τα δυο χωριά, το Κουτσόχερο και τη Μάντρα. Στ’ αριστερά μου δεκάδες λευκά κουτιά και δεκάδες λευκές σκηνές, σε απόλυτη τάξη η μια δίπλα στην άλλη. Συνειδητοποίησα πως είναι ο προσφυγικός καταυλισμός Κουτσοχέρου, που είχα διαβάσει για την ύπαρξή του στον τοπικό τύπο και είχα ακούσει σε συζητήσεις.

Προσφυγικός καταυλισμός. Μια άλλη πατρίδα κάποιων μέσα στη δική μου πατρίδα. Μια πατρίδα μόνο με μνήμες, σκέφτηκα. Εκεί, άνθρωποι ξεριζωμένοι, απολάμβαναν μια ειρήνη και μια ασφάλεια, χωρίς όμως να βλέπουν τη γειτονιά που μεγάλωσαν, χωρίς ν’ ακούν τις γνώριμες φωνές τών φίλων και των συγγενών, χωρίς να μπορούν ν’ αγγίξουν τις μνήμες τους. Περιμένοντας μια ακόμα καλύτερη μέρα, όχι τη μέρα τής επιστροφής στη χώρα τους, αλλά τη μέρα που θα έφευγαν ακόμα πιο μακριά, για μια μόνιμη εγκατάσταση του μέλλοντός τους.

Με μικρή ταχύτητα προσπέρασα ένα ζευγάρι που περπατούσε στην άκρη τού δρόμου. Η γυναίκα φορούσε μακρύ σκούρο φόρεμα. Στους ώμους της μια μαντίλα. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις πως ήταν πρόσφυγες από τον κοντινό καταυλισμό. Άραγε είχαν οικογένεια; Πατέρα; Μάνα; Ζωντανούς ή νεκρούς; Το σπίτι τους, στη χώρα τους ήταν ακόμα όρθιο ή ένας σωρός ερειπίων; Και πώς έφτασαν μέχρι εδώ; Πόσα χιλιόμετρα βάδισαν πεζή; Πόσα βουνά και κάμπους διέσχισαν; Σε ποιες θάλασσες ένιωσαν την απειλή τού πνιγμού;

Επιστρέφοντας σπίτι μου, πήρα στα χέρια το επόμενο βιβλίο, που περίμενε υπομονετικά να διαβαστεί: «Έξοδος προς Δυσμάς» του Μοχσίν Χαμίντ, από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Κι έμεινα μετέωρος καθώς προχωρούσα το διάβασμα. Ένα βιβλίο για την προσφυγιά, ένα βιβλίο για τους φυγάδες, ένα βιβλίο για κείνες τις μακρινές χώρες που τις σημάδεψε ο θάνατος. Πακιστανός ο συγγραφέας του…

Δυο μέρες πριν, διαβάζοντας μια νουβέλα Βολιβιανού συγγραφέα, είχα αναρωτηθεί «τι είναι Λογοτεχνία;», ερώτηση που τη διατυπώνω συχνά, τελειώνοντας ένα βιβλίο. Κι έγραψα χθες πως πολλές φορές, η απάντηση που δίνω, διαφέρει από κάποια που είχα δώσει μια μέρα πριν. Ίσως γιατί ένα νέο βιβλίο είναι εντελώς διαφορετικό από ένα άλλο. Ίσως γιατί ένας συγγραφέας είναι μια εντελώς διαφορετική ματιά στον κόσμο και στον άνθρωπο. Κοντολογίς, χιλιάδες συγγραφείς, χιλιάδες οπτικές ματιές τού κόσμου. Γι’ αυτό και συχνά λέω πως κάθε ράχη βιβλίου στη βιβλιοθήκη κι ένα διαφορετικό σύμπαν. Να το προσεγγίζεις με την ενδεδειγμένη ευλάβεια, γιατί πώς αλλιώς μπορείς να εισέλθεις στον ιερό χώρο τής ψυχής τού συγγραφέα;

Πώς να μπούμε στην ψυχή του Πακιστανού Μοσχίν Χαμίντ; Εμείς δεν νιώσαμε τους τοίχους τών σπιτιών μας να γκρεμίζονται από βόμβες, δεν είδαμε τις γειτονιές μας να καίγονται, δεν ξημερώσαμε, μ’ ένα μπόγο όλα τα υπάρχοντά μας, σε μια ερημική παραλία τής Μυκόνου ή της Λέσβου…

Για την πατρίδα του μιλά ο Χαμίντ, για δυο νέους, τον Σαΐντ και τη Νάντια, που γνωρίζονται τυχαία σ’ ένα σεμινάριο. Κι ενώ οι πρώτες γραμμές δείχνουν πως ίσως πρόκειται για ρομάντζο, έρχονται οι επόμενες, που ανατρέπουν την αρχική εντύπωση. Η περιγραφή τής εποχής δίνει το στίγμα: «Τότε οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να απολαμβάνουν μια σχετική ελευθερία στον ρουχισμό και στην κόμμωση…»

Το κοινωνικό καθεστώς, όμως, ήταν και τότε θεοκρατικό. Όταν ο Σαΐντ προτείνει στη Νάντια να πιούν ένα καφέ, εκείνη τον ρωτά: «Δεν έχεις να πεις τη βραδινή σου προσευχή;»

Είμαστε στο Πακιστάν πριν αυτό παραδοθεί στη βία τών μαρτύρων μιας θρησκείας μισαλλόδοξης, πριν αυτό γίνει «μια χώρα που θα κατέληγε να προδώσει και να ρίξει τους αξιοσέβαστους επαγγελματίες της».

Μετά ήρθε ο πόλεμος μέσα στις πόλεις και η ερήμωση των συνοικιών. Τα κτήρια ένα μετά το άλλο θα μετατρέπονταν σε ερείπια: «Ο πόλεμος σύντομα θα διάβρωνε την πρόσοψη του κτηρίου τους σαν να ’χε επιταχύνει τον ίδιο τον χρόνο, κάνοντας μέσα σε μια μέρα περισσότερη ζημιά απ’ όση θα είχε υποστεί σε μια δεκαετία».

Σ’ αυτήν τη χώρα και κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες θα γνωριστούν ο Σαΐντ και η Νάντια. Εκείνη, για να μπορεί να τον δέχεται στο μικρό της διαμέρισμα, επινοεί τη μεταμφίεσή του: Τον ντύνει με την παραδοσιακή γυναικεία αμφίεση, μακρύ μαύρο φόρεμα και μαντίλα. Αλλά, ο Σαΐντ, αντίθετα με τις προσδοκίες της, δεν μπορεί να ξεπεράσει όλες τις επιταγές τής θρησκείας. Αρνείται να κάνει έρωτα μαζί της πριν τον γάμο. Όμως τον γάμο τον προλαβαίνει ο πόλεμος.

Η Νάντια γεύεται τον πόλεμο και τη βία με ισχυρές δόσεις. Συγγενικά πρόσωπα που βρίσκουν τον θάνατο σε τρομοκρατικές ενέργειες. Μέχρι και ο ειρηνικός έμπορος που της προμήθευε τα μανιτάρια, μια ματωμένη ανάμνηση: «…ο άντρας αυτός με την αλογοουρά θα αποκεφαλιζόταν, με ένα οδοντωτό μαχαίρι στον σβέρκο για να αυξάνει τον πόνο, και το ακέφαλο σώμα του θα κρεμόταν απ’ τον αστράγαλο σ’ ένα πυλώνα ηλεκτρικού…»

Όμως, έξω από την πόλη τους, πέρα από τη χώρα τους υπήρχε ένας άλλος κόσμος. Η τηλεόραση και το διαδίκτυο έφερνε τον κόσμο αυτό, της Δύσης, στα τρομοκρατημένα μάτια τους και αυτός ο κόσμος φάνταζε παράδεισος, λαμπερός, ασφαλής, με ανθρώπους ντυμένους όμορφα, χορτάτους, ελεύθερους να χαίρονται το σεξ.

Μέσα στη χώρα η βία. Μακριά απ’ αυτήν η ειρήνη, η άλλη ζωή, που δεν γευόταν τη φρίκη τού αίματος. Ο Χαμίντ δεν θέλει πολλές σελίδες για να περιγράψει αυτήν τη φρίκη:

«Μια φορά, όπως στεκόταν εκεί, είδε κάτι αγόρια να παίζουν ποδόσφαιρο κι αυτό τον χαροποίησε και του θύμισε τη δική του επιδεξιότητα στο ίδιο παιχνίδι όταν ήταν στην ηλικία τους, μα έπειτα συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν αγόρια αλλά έφηβοι, νεαροί, και δεν έπαιζαν με μπάλα, αλλά με το κομμένο κεφάλι μιας κατσίκας, και μονολόγησε, βάρβαροι, μα έπειτα κατάλαβε πως επρόκειτο για κεφάλι όχι κατσίκας μα ανθρώπινου όντος, με μαλλιά και γενειάδα…»

Μοναδική διέξοδος στην απελπισία τών δυο νέων η φυγή. Θα την επιχειρήσουν, ρισκάροντας τη ζωή τους.

Από το σημείο εκείνο, ο Χαμίντ δίνει στη μυθοπλασία έναν χαρακτήρα παραμυθιού με ιδιαίτερους συμβολισμούς – κλειδιά της εξέλιξης της ιστορίας. Η διαφυγή θα συμβολίζεται από εδώ και πέρα ως «πόρτα». Μια «πόρτα», που θα οδηγήσει τους δυο φυγάδες πρώτα στη Μύκονο, όπου η Νάντια θα διαπιστώσει για πρώτη φορά πως σκιρτά ερωτικά για μια γυναίκα, στη συνέχεια στο Λονδίνο και τελικά στο Σαν Φρανσίσκο. Ο δεσμός τους φθείρεται, σπάζει. Η Νάντια θα βρει το αποκούμπι της δίπλα σε μια δυναμική γυναίκα. Ο Σαΐντ, προχωρώντας όλο και περισσότερο στην ασφάλεια της θρησκείας, δίπλα στην κόρη ενός ιεροκήρυκα. Όμως δεν θα χαθούν.

Με ιδιαίτερη επινοητικότητα, ταυτόχρονα, ο συγγραφέας θα στρέφει κατά διαστήματα, ως σκηνοθέτης, την ‘‘κάμερά’’ του σε διάφορες ‘‘γειτονιές’’ του κόσμου (Αυστραλία, Τόκιο, Άμστερνταμ κ.λ.π), εμφανίζοντας στα μάτια τού αναγνώστη, σκηνές μιας άλλης καθημερινότητας, άλλοτε εστιάζοντας στην εγκληματικότητα, άλλοτε στη μοναξιά, άλλοτε στην απόγνωση. Ίσως γιατί το πρόσωπο του φυγάδα το συναντάμε συχνά και σε άλλες πτυχές τής καθημερινότητάς μας.

Κλείνοντας, θα έλεγα πως η επιλογή, από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, συγγραφέων που μας φέρνουν κοντά σ’ αυτούς τους άγνωστους τόπους και καταστάσεις, είναι μια ιδιαίτερη προσφορά για τον αναγνώστη. Όσο η βία ταλανίζει τον πλανήτη, οι άνθρωποι θα αναζητούν μια νέα ζωή, ικανή να τους επιτρέψει την καλλιέργεια ονείρων.

Εξαιρετική η μετάφραση του Αύγουστου Κορτώ.

—————————————————————————————————————————

Όταν η Αντιγόνη τού Σοφοκλή

ζει δια μέσου των αιώνων…

Το νόμιμο και το ηθικό.

Το μίσος και ο έρωτας.

Το τίμημα της εξουσίας.

Καμίλα Σάμσι: «Κρυφή φωτιά»

Εκδόσεις «ΨΥΧΟΓΙΟΣ»

Ο κόσμος τού μυθιστορήματος είναι ένας ιδιαίτερα γοητευτικός κόσμος, ένα σύμπαν χωρίς όρια, ένα ταξίδι στο άπειρο. Ενίοτε αντιγράφει τη ζωή, αλλά συχνά και η ζωή αντιγράφει πολλές από τις πτυχές του.

Η περιήγηση στο παγκόσμιο μυθιστόρημα, πέρα από την εμπειρία των ιδεών, κάποιες φορές είναι η καταλληλότερη για να γνωρίσει ο αναγνώστης άλλους τόπους, άλλα ήθη, άλλα έθιμα, άλλες κοινωνίες.

Το μυθιστόρημα της Καμίλα Σάμσι «Κρυφή φωτιά» ξεδιπλώνει στα μάτια τού αναγνώστη δυο διαφορετικούς κόσμους. Αυτόν της βρετανικής κοινωνίας με άξονα τη βρετανική πολιτική, σε συνδυασμό με την ένταξή της σ’ αυτή μεταναστών, και στον εκ διαμέτρου αντίθετο κόσμο των τζιχαντιστών και του Πακιστάν.

Η μυθοπλασία, που επιχειρεί να ερμηνεύσει συναισθήματα και καταστάσεις, ηθικά διλλήματα και κοινωνικά χαρακτηριστικά, συναρπάζει.

Τρία αδέλφια που καταδιώκονται από τη σκιά τού νεκρού τζιχαντιστή πατέρα. Η μεγάλη αδελφή πασχίζει να βγάλει από επάνω της την καταραμένη κληρονομιά, να σταθεί στα πόδια της, έστω μέσα από τις προκαταλήψεις της θρησκείας τού Ισλάμ: «Η μυστικότητα ζούσε και μες στο σπιτικό. Η μητέρα του και η Ίσμα (εγκαταλειμμένες), ένιωθαν και οι δυο για τον Αντίλ Πασά (τον πατέρα) έναν θυμό που παραήταν τεράστιος για να χωρέσει σε λόγια…»

Τα άλλα δυο, δίδυμα. Το αγόρι ακολουθεί τα βήματα του πατέρα και φεύγει από την Αγγλία όπου έχει γεννηθεί, για να ενταχθεί στους τζιχαντιστές και ν’ αγωνιστεί μαζί τους. Ασπάζεται το σύνθημα: «Το μοναδικό πράγμα που σέβεται ο βίαιος είναι η περισσότερη βία».

Η αδελφή του μένει στο Λονδίνο, πελαγωμένη από αντιφάσεις και αυτό-αμφισβητήσεις. Ξέρει ότι ο αδελφός της είναι στο τηλεοπτικό συνεργείο που καταγράφει τις φρικαλεότητες των τζιχαντιστών, αλλά ελπίζει. Τον θέλει πίσω, κοντά της. Όχι εκεί που ο θάνατος γίνεται παγκόσμιο θέαμα εντυπωσιασμού: «Η ασπρόμαυρη σημαία, οι άντρες με βρετανική προφορά που στεκόταν από πίσω της κι έκοβαν κεφάλια ανθρώπων. Και η μονάδα η υπεύθυνη για τα μίντια να τα φιλμάρει όλα».

Κι ένας έρωτας… Μεταξύ τής δίδυμης αδελφής κι ενός γιου υπουργού, Πακιστανικής καταγωγής, ορκισμένου Βρετανού και ορκισμένου εχθρού των τζιχαντιστών. Ένας πολιτικός / πατέρας, ανάμεσα στο χρέος προς την πατρίδα και την αγάπη για τον γιο. Η τραγικότητα…

Η Ίσμα είναι η μεγάλη αδελφή, αυτή που αποφασίζει να φύγει στις Η.Π.Α. αποσυνδέοντας τη μοίρα της από τα βήματα των δίδυμων αδελφών στη σκιά τού τρομοκράτη πατέρα τους. Μόνη, απέναντι σ’ έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή κινητό τηλέφωνο, που είναι το μοναδικό μέσο επικοινωνίας τους, ζει την αγωνία και τη μοναξιά: «Άγγιξε τον ώμο της, με τους μυς να είναι κόμπος κάτω από το δέρμα. Πίεσε, και κατάλαβε τι σημαίνει να είσαι χωρίς οικογένεια. Δεν είχες κανενός τα χέρια, εκτός από τα δικά σου, για να σε ανακουφίσουν».

Ο αδελφός της, που κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται πως δεν ανήκει σε μια χώρα πνιγμένη στον τρόμο και στο αίμα, και πια τον βασανίζει η ιδέα τής επιστροφής: «Όμως ήταν ο τρομοκράτης γιος ενός τρομοκράτη πατέρα. Ακούμπησε το κεφάλι του στα γόνατά του. Δεν ήξερε πώς να ξεφύγει από τα ρεύματα της Ιστορίας, πώς να ελευθερωθεί από τους δαίμονες που ο ίδιος είχε δέσει στα πόδια του».

Η δίδυμη αδελφή που νιώθει υπέρτατο χρέος της να φέρει κοντά της στην Αγγλία, τη σωρό τού αδελφού της, τον οποίο δολοφονούν οι τζιχαντιστές όταν αντιλαμβάνονται ότι μετάνιωσε για την ένταξή του και προσπαθεί να επιστρέψει στην ανοικτή κοινωνία τής Δύσης. Ο νεαρός τρομοκράτης είχε καταλάβει, αλλά αργά, για ποια κοινωνία και ποια δικαιοσύνη είχε πάει στο Πακιστάν να πολεμήσει. Είναι η κοινωνία που όχι μόνο επιβάλει τη μαντίλα, αλλά αυτή που απαγορεύει στις γυναίκες να παρευρίσκονται ακόμα και στις κηδείες: «Οι γυναίκες δεν πάνε ούτως ή άλλως στην κηδεία…», λέει ο Ύπατος Αρμοστής τού Πακιστάν στο Λονδίνο, στην Ανίκα, τη δίδυμη αδελφή όταν εκείνη ζητά βίζα για να πάει στο Καράτσι, να φέρει πίσω τη σωρό τού αδελφού της.

Αυτός είναι ο κόσμος τού Ισλάμ, που τόσο ανάγλυφα ζωγραφίζει η, Πακιστανικής καταγωγής, συγγραφέας.

Και ο πατέρας τού ερωτευμένου με τη δίδυμη αδελφή;… Η πλέον τραγική φιγούρα τής μυθοπλασίας. Ανάμεσα στη δημόσια ευθύνη ως υπουργός των Εσωτερικών και στην πατρική αγάπη. Είναι οι δραματικές ώρες ανάμεσα στο καθήκον και τον πόνο: «Βγήκε από την κουζίνα και κατέβηκε στο υπόγειο. Καθ’ οδόν προσπέρασε μια κονσόλα με μια χαμογελαστή φωτογραφία του Έιμον. Την έπιασε και φίλησε το μάγουλο του γιου του. ‘‘Το ωραίο μου τ’ αγόρι’’. Για μια στιγμή ακόμα, την τελευταία, επέστρεψε στον εαυτό του την πολυτέλεια να είναι απλώς ο πατέρας ενός γιου – ενός γιου που κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση από το σπίτι, καίγοντας γέφυρες πίσω του κι αφήνοντας μια πύρινη γραμμή στον ουρανό».

Η Καμίλα Σάμσι αποδεικνύεται συγγραφέας με γραφή που συγκλονίζει. Ξέρει ποιο είναι το χρέος της απέναντι στην αλήθεια. Και ξέρει να κρατά το ενδιαφέρον τού αναγνώστη αμείωτο μέχρι την τελευταία σελίδα. Δεν υπερβάλει, αλλά ούτε φοβάται να γράψει για μια πραγματικότητα που πληρώνει ακριβά ο Δυτικός κόσμος. Οι τζιχαντιστές ζουν τη δική τους εκδοχή τής ανθρωπότητας, μια εκδοχή που την πληρώνει με τη ζωή του ο ερωτευμένος Έιμον, μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες, όταν τον ζώνουν με εκρηκτικά και ανατινάζεται, μαζί με την αγαπημένη του Ανίκα.

Το «Κρυφή φωτιά» είναι ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα, που αφήνει στον αναγνώστη όχι μόνο ισχυρές συγκινήσεις, αλλά και προβληματισμούς, ακόμα και για τον ρόλο τής Λογοτεχνίας στην ανάδειξη της ρέουσας πραγματικότητας.

————————————————————————————————————————

Αλάα Αλ-Ασουάνι:

 ‘‘Ανεκπλήρωτη Δημοκρατία’’

 Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Εντελώς τυχαία: Σήμερα το ημερολόγιο δείχνει 25 Ιανουαρίου 2020. Την ίδια μέρα (25 Ιανουαρίου) του 2011, εννιά χρόνια ακριβώς, πριν, στο Κάιρο, μια πλατεία, η Ταχρίρ, περνούσε στην ιστορία. Είχε γεμίσει με αίμα. Η Αίγυπτος είχε πληρώσει με εκατοντάδες νεκρούς την απόπειρα εκδημοκρατισμού της. Στους 846 λένε τα στοιχεία του τελικού απολογισμού. Και ο Μουμπάρακ στις 11 Φεβρουαρίου 2011 παρέδωσε την 30χρονη εξουσία του.

Τα ζήσαμε αυτά. Τουλάχιστον κάποιοι. Όσοι δηλαδή παρακολουθούσαμε από τα ΜΜΕ τις εξελίξεις στην χώρα τού Νείλου.

Η πλατεία που γέμισε με αίμα, η πλατεία Ταχρίρ, είναι πλέον σύμβολο. Αυτός, που σ’ ένα βιβλίο του, περιγράφει τα πριν και τα μετά της εξέγερσης, λέγεται Αλάα Αλ-Ασουάνι, και είναι συγγραφέας, ίσως ο πλέον διαβασμένος αραβόφωνος συγγραφέας. Αιγύπτιος φυσικά, που ζει στις ΗΠΑ. Το βιβλίο του: «Ανεκπλήρωτη Δημοκρατία». Μυθιστόρημα, ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα. Όχι μυθοπλασία. Μυθιστόρημα που μεταφέρει ανάγλυφα μιαν ανατριχιαστική πραγματικότητα, με ιστορικά ντοκουμέντα που συγκλονίζουν. Αυτά που δεν γνωρίζαμε, αυτά που δεν βγήκαν έξω από την Αίγυπτο, αυτά που ανατρέπουν την ισορροπία τού νου.

Οι γνώσεις μου για την αιγυπτιακή λογοτεχνία δεν ήταν μεγάλες. Η σημαντικότερη γνωριμία μαζί της ήταν ο Ναγκίμπ Μαχφούζ. Ο Αλάα Αλ-Ασουάνι είναι, όμως, ένας άλλος κόσμος. Αυτός που μπορείς ν’ αγγίξεις σήμερα, αυτός που αποκαλύπτει την υποκρισία μιας θεοκρατικής κοινωνίας, η οποία υποκρισία εξηγεί τα πάντα. Ό,τι και να συμβαίνει, συμβαίνει για τη δόξα του Θεού. Ό,τι και να γίνεται έχει την ευλογία του Θεού. Όσοι δολοφονήθηκαν στην πλατεία Ταχρίρ, τιμωρήθηκαν γιατί πήγαν απέναντι στο θέλημα του Θεού. Στις ερπύστριες των τανκς που τσαλαπατούσαν ανθρώπους, κάνοντας μπρος πίσω, ήταν ένα από τα χέρια του Θεού, γιατί πρώτιστα, οι ταραξίες, είχαν αμφισβητήσει τη σαρία.

Η προσευχή για τον στρατηγό Άχμεντ Αλουάνι είναι «σαν το δροσερό νερό που κάποιος σου φέρνει όταν είσαι διψασμένος μια μέρα καύσωνα». Γι’ αυτό και πριν μπει στο δωμάτιο βασανιστηρίων, προσεύχεται, εκπληρώνει τα συζυγικά του καθήκοντα, όπως επιτάσσει η σαρία και γεμάτος αυτοπεποίθηση διατάζει τους βασανιστές, που δεν έχουν κάμψει την σιωπή τού βασανιζομένου ακόμα και με απανωτά ηλεκτροσόκ, να σύρουν μπροστά του τη γυναίκα του και να τη γδύσουν. Από εκεί και πέρα, τα πράγματα γίνονται πιο απλά:

«Ο στρατηγός είπε σε εύθυμο ύφος:

‘‘Βγάλτε της το σουτιέν. Να δούμε πώς είναι τα βυζιά της γυναίκας σου. Εμένα, ξέρεις, μ’ αρέσουν με μεγάλες σκούρες ρώγες’’.

»Οι αστυνομικοί έσκισαν τον στηθόδεσμό της, αποκαλύπτοντας τα στήθη της γυναίκας, που έβγαλε μια μακρόσυρτη κραυγή.

»Και τότε ο άντρας λύγισε…»

Στα 73 κεφάλαια του βιβλίου εξελίσσεται ολόκληρο το χρονικό τής εξέγερσης που ξεκίνησε το φθινόπωρο του 2010, κορυφώθηκε στις 25 Ιανουαρίου του 2011, και στη συνέχεια προδόθηκε, καταπνίγηκε και η Δημοκρατία έμεινε ανεκπλήρωτο όνειρο, παρά τις θυσίες εκατοντάδων πολιτών. Δικαιοσύνη δεν αποδόθηκε ποτέ. Όσοι μάτωσαν, αλλά γλίτωσαν τον θάνατο, αναζήτησαν έξω από την Αίγυπτο τη συνέχεια της ζωής τους, όπως ο συγγραφέας.

Η καθηγήτρια αγγλικών Άσμα Ζενάτι, που ξεκίνησε την εξέγερσή της μέσα από το σχολείο, όπου δίδασκε, αρνούμενη να φορέσει μαντίλα, αφού συνελήφθη στα επεισόδια της πλατείας Ταχρίρ, ξυλοκοπήθηκε, βασανίστηκε, βιάστηκε κατ’ επανάληψη από στρατιώτες και αστυνομικούς, κατόρθωσε να διαφύγει στην Αγγλία, αφού δεν μπόρεσαν να βρουν και να κατάσχουν το διαβατήριό της. Από το Λονδίνο, θα στείλει στον αγαπημένο της Μάζεν, ένα e-mail:

«…ταξίδεψα με το πρόσωπο γεμάτο μελανιές και το δεξί μου χέρι στον γύψο. Περπατούσα με δυσκολία. Πονούσα παντού. Ήμουν εξαντλημένη, η σκέψη μου ήταν διαλυμένη….

»Η Αγγλίδα αεροσυνοδός που με είδε σ’ αυτήν την κατάσταση ειδοποίησε το αεροδρόμιο του Χίθροου και ήρθαν να με παραλάβουν με αναπηρική καρέκλα κι έναν γιατρό για να με εξετάσει. Η αεροσυνοδός με συνόδευσε για να με βοηθήσει στις γραφειοκρατικές διαδικασίες της άφιξής μου. Δεν τους είχα ζητήσει τίποτα, αλλά όταν είδα σε τι κατάσταση βρισκόμουν, έσπευσαν να με βοηθήσουν. Αφού με εξέτασε ο Άγγλος γιατρός μου είπε χαμογελώντας:

» ‘‘Όλα θα πάνε καλά από εδώ και πέρα, ήταν το τελευταίο σας ατύχημα’’.

»Αστειευόταν, για να με κάνει να χαλαρώσω. Αλλά εγώ ξέσπασα σε λυγμούς. Ναι, Μάζεν, έβαλα τα κλάματα. Ήθελα να του πω τι μου είχε κάνει η χώρα μου, που την αγαπώ περισσότερο από το καθετί στον κόσμο, η χώρα μου για την οποία ήρθα αντιμέτωπη με τον θάνατο χωρίς να διστάσω ούτε στιγμή. Ναι, η χώρα μου είναι αυτή που ποδοπάτησε την αξιοπρέπειά μου, που με εξευτέλισε, που με ατίμωσε. Πίστεψέ με, Μάζεν, δεν έφυγα επειδή φοβήθηκα τη δίκη που θα στήσουν εξ ολοκλήρου εναντίον μας. Έφυγα επειδή κατάλαβα την αλήθεια, αυτή που ο αξιωματικός που με ταπείνωσε έτσι, μαζί με τους στρατιώτες του, μου είπε στο τέλος:

» ‘‘Ξέρεις, Άσμα, είσαι ένα τίποτα’’.

»Αυτή είναι η αλήθεια, Μάζεν. Είμαι πραγματικά ένα τίποτα κι εσύ, είσαι κι εσύ ένα τίποτα, κι όλοι οι νέοι που επαναστάτησαν είναι κι αυτοί ένα τίποτα. Πάντα έκαναν και θα συνεχίσουν να κάνουν αυτό που θέλουν, θα μας σκοτώνουν, θα μας ποδοπατάνε την αξιοπρέπεια, θα μας πυροβολούν ανάμεσα στα μάτια, και κανείς δεν πρόκειται να τους κρίνει, κανείς δεν πρόκειται να τους ζητήσει λογαριασμό. Και ξέρεις γιατί; Επειδή είμαστε ένα τίποτα. Επειδή κάναμε μια επανάσταση που κανείς δεν τη χρειαζόταν και κανείς δεν την ήθελε. Ξέρω πως εξακολουθείς να πιστεύεις στον λαό, αλλά εγώ έπαψα πια. Αυτός ο λαός, για τον οποίο οι καλύτεροι ανάμεσά μας έχασαν τη ζωή τους υπερασπιζόμενοι την ελευθερία και την αξιοπρέπειά του, δε θέλει ούτε την ελευθερία, ούτε την αξιοπρέπεια. Αναρωτιόσουν γιατί υπήρχε τόσο μίσος στα πρόσωπα των αξιωματικών που έρχονταν να μας σκοτώσουν. Υπήρχε επειδή μισούσαν αυτό που αντιπροσωπεύαμε, επειδή ζητούσαμε να είμαστε πολίτες και όχι σκλάβοι. Ο λαός για τον οποίο ξεσηκωθήκαμε, μας σιχαίνεται, Μάζεν, όπως σιχαίνεται και την επανάσταση…

[…]

»Οι Αιγύπτιοι αφέθηκαν στην επιρροή των ΜΜΕ επειδή αυτό ήθελαν να κάνουν. Στην πλειονότητά τους, είναι ευχαριστημένοι με την καταπίεση. Αποδέχονται τη διαφθορά και είναι συμμέτοχοι σ’ αυτήν.

»…Οι Αιγύπτιοι ζουν σε μια ‘‘δήθεν δημοκρατία’’. Ζουν μέσα σ’ ένα πλήθος από ψέματα που αντικαθιστούν την πραγματικότητα. Ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με τελετουργικό τρόπο και παριστάνουν τους ευλαβείς, ενώ στην πραγματικότητα είναι απόλυτα διεφθαρμένοι. Όλα στην Αίγυπτο είναι ‘‘δήθεν’’ αλήθεια, ενώ στην πραγματικότητα είναι ψέματα επί ψεμάτων, αρχίζοντας από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας που κυβερνά τη χώρα χάρη τις εκλογικές νοθείες, αλλά που ο λαός τον συγχαίρει για νίκη του, ως τον πατέρα μου, που πλέκει το εγκώμιο του εγγυητή του…»

Το «Ανεκπλήρωτη Δημοκρατία» είναι ένα βιβλίο – σταθμός. Είναι μια κραυγή απέναντι σε μια θεοκρατική κοινωνία βυθισμένη στη διαφθορά. Απέναντι σε μια θρησκεία που ευδοκιμεί με ηλίθιες απαγορεύσεις και καθολική υποκρισία. Ομολογώ πως ανάμεσα στα βιβλία που ξεχωρίζουν τα τελευταία χρόνια, είναι από τα κορυφαία.

 

 

Δείτε και αυτά