Βιβλιοπαρουσίαση από τον Άγγελο Πετρουλάκη

Jpeg

Και ιδού: Το μυθιστόρημα της χρονιάς!

 Στέφανος Δάνδολος:

 «Φλόγα και άνεμος»

 Εκδόσεις Ψυχογιός

(Κυκλοφορεί 20 Φεβρουαρίου 2020)

 Ως αναγνώστη με διακατέχει μια ‘‘διαστροφή’’: Αναζητώ την αλήθεια στα μυθιστορήματα που αγγίζουν έστω λίγο τα όρια τής ιστορίας. Κατανοώ τους συγγραφείς που κολυμπούν στις θάλασσες της μυθοπλασίας, αλλά όταν η μυθοπλασία τους παραβιάζει την ιστορική αλήθεια, δεν συντάσσομαι μαζί τους.

Αυτό, γιατί πιστεύω, πως η λογοτεχνία είναι το καλύτερο όχημα για να διδάξει κανείς ιστορία, σήμερα, που ο αναγνώστης περιορίζεται ολοένα και περισσότερο στην πληροφορία, χάνοντας ολοένα και περισσότερο την γνώση και στερούμενος, σχεδόν πλήρως, την σοφία. Και θεωρώ λάθος να διδάσκει κάποιος παραποιημένη ιστορία, ακόμα κι αν επικαλείται την ελευθερία που υποτίθεται πρέπει να έχει ο συγγραφέας. Ελευθερία σημαίνει, και τιμιότητα, και αλήθεια, και συνέπεια.

Γι’ αυτό και στο βιβλίο του «Η χορεύτρια του διαβόλου» (Εκδόσεις Ψυχογιός) κατέθεσα δημόσια τα συγχαρητήριά μου στον Στέφανο Δάνδολο, αναγνωρίζοντας σ’ αυτόν την στάση ευθύνης που κρατά απέναντι στα γεγονότα. Βέβαια, τότε, είχα επισημάνει πως, εκτός των άλλων, ο Στέφανος Δάνδολος είχε δώσει ιδιαίτερα επιτυχημένες εξετάσεις και στην τέχνη τής πλοκής, που επίσης αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο μυθιστόρημα.

Ύστερα ήρθε το μυθιστόρημά του «Όταν θα δεις τη θάλασσα» (Εκδόσεις Ψυχογιός). Τότε έγραψα πως απόλαυσα σ’ αυτόν, πέρα από την αφηγηματική του δεινότητα και την τέχνη τής πλοκής και πολλά ακόμα, ιδιαίτερα την ικανότητά του να κινείται άνετα σε δυο παράλληλους κόσμους, αλλά και να εικονογραφεί εποχές μακρινές, προσφέροντας στον αναγνώστη γνώσεις ιστορίας, κοινωνικής εξέλιξης και ερωτικής ψυχογραφίας.

Το «Όταν θα δεις τη θάλασσα» είναι ένας εκτενής καμβάς πάνω στον οποίο αποτυπώνονται δυο ‘‘Ελλάδες’’, εκείνη του Τρικούπη και η άλλη του Βενιζέλου. Στο μεσοδιάστημα των τριάντα περίπου χρόνων ξεδιπλώνονται κάποιοι έρωτες που πρέπει να ζήσουν μέσα σ’ ένα απαγορευμένο περιβάλλον, σε μια κοινωνία που ασφυκτιεί από τις δεσμεύσεις και τις προκαταλήψεις.

Ύστερα ήρθε το «Ιστορία χωρίς όνομα» (Εκδόσεις Ψυχογιός). Γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι αναφέρεται στον μεγάλο έρωτα της Πηνελόπης Δέλτα και του Ίωνα Δραγούμη, το προσέγγισα με επιφυλακτικότητα. Και τα δυο πρόσωπα υπήρξαν εμβληματικές μορφές στην ιστορία τής χώρας μας. Άραγε, τα φώτιζε με σεβασμό; Στη δε λογοτεχνία είχαν και το προηγούμενό τους: Έναν συγγραφέα, επίσης εμβληματικό: Τον Φρέντυ Γερμανό.

Τελείωσα την ανάγνωση του βιβλίου, θυμάμαι, μέσα σ’ ένα κλίμα συγκίνησης. Είπα τότε: Η λογοτεχνία δεν πέθανε στην Ελλάδα. Υπάρχουν άξιοι συγγραφείς. Ανάμεσά τους ο Στέφανος Δάνδολος! Επίσης, έγραψα, πως στο μυθιστόρημα «Ιστορία χωρίς όνομα», αναγνώριζα έναν συγγραφέα δεξιοτέχνη τής λογοτεχνίας, που λεπτουργεί, σμιλεύει με μαεστρία και δεξιοτεχνία τον λόγο του, δίνει μαθήματα χρήσης τής στίξης και εισβάλει με μοναδικό τρόπο στ’ άδυτα της ανθρώπινης ψυχής.

Πλέον, απέναντι στο «ΦΛΟΓΑ και ΑΝΕΜΟΣ». Φλόγα, εκείνη. Άνεμος, αυτός.

Εκείνη, η Κυβέλη, μια από τις κορυφαίες ιέρειες του ελληνικού θεάτρου.

Αυτός, ο Γεώργιος Παπανδρέου, ένας από τους σημαντικότερους πολιτικούς άντρες τού ελληνικού κράτους, που έμεινε ως «Γέρος τής Δημοκρατίας», που υπήρξε ο πατέρας τού «Ανένδοτου». ‘‘Ψιλά’’ γράμματα για τους νεότερους, ωστόσο σημαντικότατα για όποιον θέλει να έχει υπεύθυνη στάση απέναντι στην ίδια του τη χώρα. Ο Γεώργιος Παπανδρέου απεβίωσε το 1968. Ζωντανές μνήμες από εκείνον έχουν όσοι διανύουν την έβδομη δεκαετία τής ζωής τους. Ωστόσο, υποχρέωση κάθε πολίτη είναι να γνωρίζει το παρελθόν τού πολιτικού χώρου, μέσα στον οποίο ανδρώνεται και καλλιεργεί δικαιώματα.

Δυσκολεύομαι αν πρέπει να ξεκινήσω αγγίζοντας την ιστορία πρώτα, ή την λογοτεχνία. Ωστόσο, επειδή διαισθάνομαι ότι πολλοί αναγνώστες είναι νεότερης ηλικίας, επιχειρώ μια βιαστική αναφορά σε ιστορικά γεγονότα. Αν ενθυμούμαι καλά, τρεις ήταν οι κηδείες που συντάραξαν το Πανελλήνιο, επειδή υπήρξαν κραυγαλέες περιπτώσεις αντίδρασης απέναντι στην ανελευθερία και στον φασισμό. Η κηδεία τού Κωστή Παλαμά, επί Κατοχής, η κηδεία τού Γεωργίου Παπανδρέου το 1968 και η κηδεία τού Γιώργου Σεφέρη, το 1971. Οι δυο τελευταίες στην δικτατορία τών συνταγματαρχών.

Αντιγράφω ένα μικρό απόσπασμα του Στέφανου Δάνδολου από την περιγραφή τής κηδείας (την οποία, η Κυβέλη, δεν επέτρεψε να γίνει δημοσία δαπάνη), γιατί αποτελεί ιστορική στιγμή τής νεότερης πολιτικής ζωής:

«Η πομπή ξεκινάει. Μπροστά η νεκροφόρα, πίσω η απέραντη λαοθάλασσα. Ανηφορίζει αργά την οδό Μητροπόλεως. Παίρνει μαζί της τους ανθρώπους στα πεζοδρόμια και το τεράστιο πλήθος που κατακλύζει την Πλατεία Συντάγματος. Οι μάζες ενώνονται. Μετατρέπονται σε μια ατελείωτη φάλαγγα. Η σιωπή είναι μεγαλειώδης. Τόσο βαθιά που μπορείς να ακούσεις το φτερούγισμα των πουλιών στον ουρανό. Και γίνονται όλο και περισσότεροι. Προχωρούν, περνάνε από μαγαζιά με κατεβασμένα ρολά, από εισόδους κτιρίων όπου καιροφυλακτούν σκιές. Επί της οδού Φιλελλήνων, παράθυρα έχουν ανοίξει, κάποιοι κοιτάζουν έξω, αμίλητοι, με περιέργεια. Η διάθεση του κόσμου είναι παράξενη. Υπάρχει φόβος. Υπάρχει η ανησυχία που κάνει μυριάδες ξένα χέρια  να αγγίζονται. Αλλά υπάρχει κι ένα ανεπανάληπτο δέος. Όλοι πια ξέρουν ότι σήμερα γράφεται Ιστορία».

Ο Γεώργιος Παπανδρέου και η Κυβέλη Ανδριανού γεννήθηκαν το 1888. Εκείνη αγνώστων γονέων, που την εγκατέλειψαν μέσα σε ένα καλάθι στα σκαλιά ενός φτωχόσπιτου στην Αθήνα. Αυτός, γιος τού παπά Ανδρέα Σταυρόπουλου από το Καλέντζι Αχαΐας. Το Παπανδρέου προέκυψε από το «γιος τού παπα-Ανδρέα».

Εκείνη παντρεύεται στα 15της, το 1903, τον φημισμένο ηθοποιό τής εποχής Μήτσο Μυράτ, που τον έχει γνωρίσει δυο χρόνια πριν, όταν στα 13της (1901) ερμηνεύει την Ιουλιέτα. Αρχές τού 1905 γεννά το πρώτο της παιδί, τον Αλέξανδρο. Μένει αμέσως έγκυος και τέλη τού ίδιου χρόνου (1905) γεννά την κόρη της Μιράντα. Ήδη στα 17της έχει δυο παιδιά. Στα 36της (1924) γίνεται και γιαγιά, από την κόρη της Μιράντα. Όμως, στα 18της έχει ήδη εγκαταλείψει τον σύζυγό της και ακολουθεί τον θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Θεοδωρίδη (1906), τον οποίο και παντρεύεται. Μαζί του θ’ αποκτήσει μια ακόμα κόρη, την Αλίκη. Αλλά, το 1920, γνωρίζει τον Γεώργιο Παπανδρέου και ζει μια νέα ανατροπή…

Αυτός, το 1920 έχει ήδη ένα γάμο, με την Σοφία Μινέικο και έναν γιο, τον Ανδρέα. Το 1927, όμως, αποκτούν με την Κυβέλη, ακόμα έναν γιο, τον Γιώργο. Ένα χρόνο μετά (1928) παίρνει διαζύγιο από την Σοφία Μινέικο και επίσημα αποτελούν ζευγάρι με την Κυβέλη. Ο γάμος τους θ’ αργήσει, περισσότερα από δέκα χρόνια:

«Ο γάμος τους στα τέλη του ’39 (ή μήπως στις αρχές του ’40;) δεν είχε ούτε φωτογράφους ούτε πολλούς φίλους. Γαμπρός και νύφη είχαν περάσει τα πενήντα. Ήταν πλέον μεσήλικες. Η τελετή αφορούσε μόνο τους ίδιους», γράφει ο Στέφανος Δάνδολος.

Θα χωρίσουν δέκα και κάτι χρόνια αργότερα, το καλοκαίρι τού 1951, όταν η Κυβέλη πληροφορείται τις ερωτικές παρασπονδίες τού Γεωργίου Παπανδρέου με μια εντυπωσιακή γυναίκα τής εποχής, τη Ροζίτα Σεράνο (που ονοματοδότησε και το γνωστό γλύκισμα). Διαζύγιο, όμως, δεν ζήτησαν ποτέ.

Η πολιτική διαδρομή τού Γεωργίου Παπανδρέου υπήρξε ακόμα πιο ταραχώδης. Στα 27του (1915) διορίζεται νομάρχης Λέσβου και Χίου. Την περίοδο 1917-1920 διετέλεσε γενικός διευθυντής νήσων Αιγαίου. Υπήρξε ο πρώτος πρωθυπουργός μετά την αποχώρηση των δυνάμεων Κατοχής. Ιδρυτής τού κόμματος της Ενώσεως Κέντρου, υπήρξε εκ των κύριων πρωταγωνιστών τής δεκαετίας τού ’60, αναλαμβάνοντας δυο φορές την πρωθυπουργία τής χώρας και μένοντας στην πολιτική ιστορία με τον «Ανένδοτο» απέναντι στο κόμμα τής ΕΡΕ. Κατ’ επανάληψη υπουργός (Εσωτερικών, Παιδείας, Συγκοινωνιών, Εθνικής Οικονομίας, Εφοδιασμού, Εργασίας, Δημόσιας Τάξης και Συντονισμού). Ο Στέφανος Δάνδολος, μέσα σε λίγες γραμμές, δίνει τις συντεταγμένες τής πολιτικής του πορείας:

«Και τι θαύματα! Κατασκευή τριών χιλιάδων σχολείων. Παντού! Σε κάθε γωνιά της χώρας. Εισαγωγή της δημοτικής γλώσσας, Αναμόρφωση της Μέσης Εκπαίδευσης. Ήταν τα θαύματα ενός ονειροπόλου που είχε ορμήσει σαν ταύρος στο απαρχαιωμένο σύστημα και προχωρούσε σε μια μεταρρύθμιση χωρίς προηγούμενο στα χρονικά του ελληνικού κράτους»

Και, ο συγγραφέας, βάζει την Κυβέλη, μια μέρα μετά τον θάνατό του, να αποφαίνεται: «Ο πολιτικός που πρώτα απ’ όλα ήταν ποιητής». Για την Κυβέλη ήταν πάντα «ο Γιώργης» της. Ήταν όμως και άνεμος. Εκείνη ήταν η φλόγα.

Δυο ‘‘κλειδιά’’ μάς οδηγούν στον τίτλο. Τα εντοπίζουμε στις αφηγήσεις των αναμνήσεων της γηραιάς πλέον Κυβέλης στην δισέγγονή της Βαλεντίνη:

«‘‘Ξέρεις Βαλεντίνη’’, λέει ξαπλωμένη στο πλάι, κοιτάζοντας το κενό, ‘‘κάποτε μου είπε ότι είμαι φλόγα’’.

Της το είχε γράψει κιόλας. Σε ένα από εκείνα τα σημειώματά του, που έσταζαν πόθο και έρωτα. Είσαι φλόγα. Μακριά σου παγώνω και κοντά σου καίγομαι».

Η Βαλεντίνη θα τη ρωτήσει:

«‘‘Εκείνος τι ήτανε για σας;’’

‘‘Εκείνος;’’

Τα χείλη μισανοίγουν σαν ρωγμή.

‘‘…εκείνος ήταν άνεμος’’.

Ξάφνου η φωνή της σπάει ανεπαίσθητα.

‘‘Μπορείς να χωρέσεις τον άνεμο σε καλούπι; Να τον φέρεις στα μέτρα σου; Να τον έχεις μια ζωή δίπλα σου, κοντά σου; Όχι. Ο άνεμος σε μεθάει, φαντάζει υπέροχος, σαγηνευτικός και μυστηριώδης. Αλλά δεν γίνεται ποτέ απόλυτα δικός σου’’».

Η είσοδός μας στο μυθιστόρημα ξεκινά με τον αιφνίδιο θάνατο ενός νεαρού και άσημου ηθοποιού, του Αλέξανδρου Κροντηρά. Ένα γεγονός που δεν έχει καμιά σχέση με την ανάπτυξη της ιστορίας. Ή μήπως έχει;

Ο Δάνδολος αφήνει να εννοηθεί πως μάλλον έχει. Το προσωπικό σημειωματάριο του Κροντηρά αποκαλύπτει τη λατρεία τής ζωής του: είναι η Κυβέλη.

Όμως, σημαντικότερο απ’ αυτό το στοιχείο, είναι η αποκάλυψη ενός χάσματος ανάμεσα πατέρα και γιο, η δίψα τού γιου για αγάπη και αναγνώριση, μια δίψα που θα γίνει αιτία να ορθοποδήσει ένας άλλος άνθρωπος (Φώντας) και να δει κατάματα τα σκοτάδια που μέχρι τότε τον περικύκλωναν.

Ενδεικτικά θα παραθέσω κάποια αποσπάσματα από το σημειωματάριο, που λειτουργεί ως ένα ακόμα πέρασμα στην μυστική τέχνη τής μυθιστορηματικής ανάπτυξης:

«…Και ήταν καλός πατέρας, ζεστός, τρυφερός. Ήταν ίσως ο καλύτερος πατέρας του κόσμου μέχρι να γίνω δεκαοκτώ ετών και να κηρύξω την επανάστασή μου, ανακοινώνοντάς του ότι θέλω να φοιτήσω στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Τότε άλλαξαν όλα…

»…το αντίτιμο ήταν να στερηθώ τον άνθρωπο που λατρεύω όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, αυτόν τον πατέρα με το αδιόρθωτο πείσμα.

»Ω, πόσο μου λείπει απόψε μια αγκαλιά. Η πατρίδα ενός συντρόφου που θα με αγαπάει και θα με ζεσταίνει.

»Είναι φριχτό πράγμα η μοναξιά».

Η αποδοχή από τον πατέρα… Πόσο σημαντικό για ένα παιδί; Και πόσο ανθρώπινα την δίνει ο Στέφανος Δάνδολος. Θα μπω, όμως, στον πειρασμό μιας προσωπικής εξομολόγησης. Και ο δικός μου γιος, όπως ο Αλέξανδρος, θέλησε ακριβώς το ίδιο, την εισαγωγή του στην Δραματική Σχολή τού Ωδείου Αθηνών. Και είχα διαβάσει στα μάτια του πόσο την ήθελε την αποδοχή. Του την πρόσφερα και θυμάμαι την σφιχτή αγκαλιά του. Ξαναγυρίζω όμως στο σημειωματάριο:

«Το μόνο που μου λείπει στη σκηνή είναι το βλέμμα του πατέρα μου…

»Τι κουράγιο θα μου έδινε η αποδοχή του;

»Πώς γίνεται ένας πατέρας να μην καταλαβαίνει την αληθινή ψυχή του γιου του;

»Ο υπέροχος γέρος μου, ο καλύτερος φίλος που είχα παιδί, ο άνθρωπος που μου μάθαινε τον κόσμο και μου μιλούσε για βιβλία και μουσικές, σήμερα είναι ένας ξένος με αγέλαστο πρόσωπο και σκληρή καρδιά».

Άλλη μια είσοδος στο μυθιστόρημα είναι η εμφάνιση του ηθοποιού Δημήτρη Χορν, ο οποίος είναι βαφτισιμιός τής Κυβέλης. Ο Χορν, που πηγαίνοντας για καφέ στη νονά του, θα σταματήσει να δώσει ένα αυτόγραφο σε μια νεαρή έγκυο, την Όλγα. Άραγε γιατί ο Δάνδολος επινοεί και εισάγει αυτό το πρόσωπο;

Αλλά, δεξιοτεχνικά, ο Δάνδολος, εισάγει και άλλα πρόσωπα στην ιστορία, κάποια απ’ αυτά φαινομενικά άσχετα. Και όμως δεν είναι. Το καθένα απ’ αυτά θα παίξει τον ρόλο του, έτσι ώστε το «ΦΛΟΓΑ και ΑΝΕΜΟΣ» να μην εξελιχθεί σ’ ένα ερωτικό μυθιστόρημα, αλλά σε μια τοιχογραφία τής εποχής.

Ποια είναι η εποχή; Τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας τών συνταγματαρχών. Η Πέμπτη, 31/10/1968, είναι η τελευταία ημέρα ζωής τού Γεωργίου Παπανδρέου. Ξημερώματα της 1ης Νοεμβρίου 1968, ο Γεώργιος Παπανδρέου πεθαίνει. Θα ταφεί την 3η Νοεμβρίου. Αυτές οι τέσσερις μέρες αποτελούν τον χρόνο ανάπτυξης του μυθιστορήματος, που όμως απλώνεται με συνεχείς επιστροφές στο παρελθόν, φτάνοντας μέχρι το 1888, που και οι δυο πρωταγωνιστές, Κυβέλη και Παπανδρέου, ξεκινούν τη ζωή τους.

Η δικτατορία τών συνταγματαρχών θα έχει τον δικό της σημαντικότατο ρόλο στις τέσσερις αυτές ημέρες. Με το πρόσωπο ενός από τους υπασπιστές τού Στυλιανού Πατακού, του Φώντα Λαμπρόπουλου, ο Δάνδολος θα στήσει ψηφίδα την ψηφίδα το πολιτικό σκηνικό, καθώς και όλα όσα οδήγησαν στο πάνδημο αντιχουντικό συλλαλητήριο της 3ης Νοεμβρίου, κατά την κηδεία.

Αλλά, η ημέρα τής κηδείας είναι και ημέρα αυτοκτονίας ενός ηλικιωμένου ζευγαριού, σε ξενοδοχείο τού Φαλήρου. Ο Δάνδολος, χωρίς να καταφεύγει σε ακραία ταχυδακτυλουργικά τής λογοτεχνικής επινόησης, πλέκει με μαστοριά και έντιμη λεπτομέρεια τις επιμέρους ιστορίες, οι οποίες αποτελέσουν τα οχήματα για να αναπτύξει το ψυχογράφημα των προσώπων, γύρω από τα οποία θα στηθεί το μυθιστόρημά του, με μοναδικό κύριο άξονα την Κυβέλη.

Δίπλα στην Κυβέλη κινείται ένα οικείο της πρόσωπο. Πρόκειται για την δισέγγονή της Βαλεντίνη. Αυτή θα είναι ο αποδέκτης τών εξομολογήσεων της γηραιάς κυρίας. Μαζί της, ο αναγνώστης, γίνεται ακροατής συγκλονιστικών καταστάσεων, το σύνολο των οποίων σκιαγραφούν τόσο τον Γεώργιο Παπανδρέου, όσο και την εποχή που η μεγάλη Κυβέλη μεσουρανούσε στο ελληνικό θέατρο. Πορείες που δεν υπήρξαν ποτέ παράλληλες. Υπήρξαν όμως φορτωμένες με έρωτα και κατανόηση. Πορείες που πλησίαζαν, συγκρούονταν και απομακρύνονταν. Πλησίαζαν ακόμα και όταν εκείνη, από τη Νέα Υόρκη, τηλεγράφησε σ’ ένα κοινό τους φίλο, την απόφασή της: «ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΜΕΣΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ». Και αυτό, παρότι θα εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένη μαζί του μέχρι τον θάνατό της. Πόσο όμορφα, αλλά και ποιητικά, περιγράφει ο Δάνδολος εκείνη την σύγκρουση, που έχει αιτία την επίσημη πληροφόρηση της Κυβέλης για τη σχέση τού άντρα της με την Ροζίτα Σεράνο, με αφορμή ένα τροχαίο ατύχημα:

«Ως εδώ. Αυτό ήταν.

»Τέτοιον εξευτελισμό δεν τον χωρούσε η ψυχή της.

»Ήξερε ότι θα υπέφερε μακριά του, ότι θα τον αποζητούσε νύχτα μέρα – μα δεν υπήρχε άλλος δρόμος.

»Έπρεπε να ζήσει με αξιοπρέπεια.

»…τον χώρισε με ένα επείγον τηλεγράφημα…

[…]

» ‘‘ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΑΜΕΣΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ’’.

»Επτά λέξεις ήταν αρκετές για να γραφτεί ο επίλογος ενός παραμυθιού που είχε κρατήσει τριάντα ένα χρόνια».

 Τα πάντα επιστρέφουν στην μοναξιά τού σαλονιού τής Κυβέλης, ενώ εκείνος περιμένει τον θάνατο του στον «Ευαγγελισμό». Ένα σαλόνι που «έδειχνε απόκοσμο, σαν βασίλειο των νεκρών…»

Ο συγγραφέας σμιλεύει τον λόγο του, θέλει να κυριολεκτεί. Για τούτο και συμπληρώνει:

«Όχι, όχι ακριβώς βασίλειο των νεκρών. Ο θάνατος υπόσχεται λύτρωση και ύπνο. Υπάρχει κάτι χειρότερο απ’ τον θάνατο. Υπάρχουν οι ατελείωτες στιγμές που σου λείπει η παρουσία του άλλου. Είναι η κούραση να ζεις σε μια απέραντη έρημο με την οσμή των γηρατειών και της απώλειας…»

Σ’ εκείνο το σαλόνι, οι αναμνήσεις επιστρέφουν η μια μετά την άλλη. Ο συγγραφέας, ως σκηνοθέτης, φωτίζει επάλληλες σκηνές. Από τότε που η Κυβέλη 13χρονο κορίτσι πρωτοβγήκε στη σκηνή, μέχρι την τελευταία της παράσταση στην Λευκωσία (28/3/1967). Από τότε που τον είδε πρώτη φορά, το καλοκαίρι του 1920 στη Χίο, μέχρι την επίσκεψή της στον «Ευαγγελισμό», λίγο πριν εκείνος κλείσει για πάντα τα μάτια του.

«Χθες τον ξαναείδε στο δωμάτιο του νοσοκομείου και, ενώ ήταν κάτασπρος σαν το πανί και ηλικιωμένος όπως εκείνη (είχε κλείσει κι αυτός τα ογδόντα του χρόνια), η καρδιά της σκίρτησε σαν κοριτσόπουλου. Έπειτα από όλα όσα είχαν συμβεί ανάμεσά τους στα τριάντα χρόνια που κράτησε η θύελλα της κοινής τους ζωής, εκείνη εξακολουθούσε να παραλύει από δυνατό χτυποκάρδι κάθε φορά που τον αντίκριζε…»

Η δισέγγονή της, Βαλεντίνη, που μοιράζεται τις αναμνήσεις της προγιαγιάς της, δεν θα διστάσει να έχει τον αντίλογο, αποκαλύπτοντας μιαν αλήθεια, για λογαριασμό τού νεκρού: «Ήσασταν όλη του η ζωή».

Και η Κυβέλη τού Δάνδολου, θα δώσει μιαν απάντηση εξ ίσου αληθινή: «‘‘Ναι’’, αποκρίνεται εκείνη. ‘‘Αλλά από την αρχή είχα να συναγωνιστώ την πιο δύσκολη αντίζηλο’’. ‘‘Ποια;’’. ‘‘Την Ιστορία της Ελλάδας’’».

Αυτό ήταν μια μεγάλη αλήθεια. Μπορεί στην πολιτική ιστορία τής χώρας μας, ο Γεώργιος Παπανδρέου, να μην κατέκτησε την κορυφή που είχε κατακτήσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αλλά η διαδρομή του συντελέστηκε στα θυελλώδη χρόνια που ακολούθησαν την Μικρασιατική Καταστροφή: Δικτατορίες, Εμφύλιος, μεταπολεμική περίοδος, σύγκρουση με τα Ανάκτορα, δικτατορία τού 1967. Ο ρόλος του, πάντα, πρωταγωνιστικός.

Όλα αυτά θα βρουν τη θέση τους μέσα στο βιβλίο τού Στέφανου Δάνδολου χάρη στο εύρημα της παράλληλης γραφής, που διατρέχει από την αρχή μέχρι το τέλος την μυθοπλασία, διατρανώνοντας την ικανότητα του συγγραφέα για την τελική σύνθεση, που δρα ευεργετικά στη δημιουργία ενός μυθιστορήματος, που θα το χαρακτήριζα ως μυθιστόρημα της χρονιάς.

Ναι, ο Στέφανος Δάνδολος δημιούργησε ένα μυθιστόρημα ικανό να κρατήσει τον αναγνώστη στις σελίδες του, αλλά και να τον επιμορφώσει με την καθαρή έννοια του όρου. Θα έλεγα, πως για τον σύγχρονο αναγνώστη είναι ένα μυθιστόρημα – θησαυρός.

Ο Δάνδολος δεν γράφει ιστορία. Σέβεται όμως την ιστορία και βαδίζει σταθερά στην αλήθεια:

«Από το καλοκαίρι του ’65, όπου ο λαοπρόβλητος αγαπημένος της είχε παραιτηθεί από την πρωθυπουργία εξαιτίας της σύγκρουσής του με τον βασιλιά Κωνσταντίνο, η χώρα φάνταζε σκοτεινή και βραδυκίνητη, κατέρρεε μέρα με τη μέρα από τους διαξιφισμούς των πολιτικών ηγετών και κανένας δεν μπορούσε να προβλέψει με σιγουριά ότι ο κίνδυνος της συνταγματικής εκτροπής που φοβούνταν κάποιοι φίλοι της (καθώς και εκείνος) είχε σβήσει εντελώς από τον ορίζοντα».

Βέβαια επικεντρώνει την συγγραφική του ευαισθησία στην εσωτερικότητα των χαρακτήρων, που ξεδιπλώνεται προκειμένου να εκφραστούν τα συναισθήματα, τα οποία κατακλύζουν, τόσο τις ύστερες στιγμές τής εμβληματικής αυτής γυναίκας, όσο και των άλλων προσώπων, τα οποία στις παράλληλες αφηγήσεις αναλαμβάνουν επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο.

Διαβάζοντας τις αναφορές στον εσωτερικό πόλεμο της ερωτευμένης γυναίκας, της Κυβέλης, διαπίστωνα, όλο και συχνότερα, πως ο Στέφανος Δάνδολος ποιεί ποίηση. Αποδεικνύει ότι δεν είναι μόνο καλός μάστορας της αφήγησης και των ζωντανών διαλόγων, αλλά ικανός να σπάζει την φόρμα τού πεζού λόγου και να εκφράζεται ποιητικά. Και αυτό είναι σπουδαίο.

«Κανένα σπίτι δεν γεμίζει με φωνές… Μόνο με καρδιές που αγαπούν…», λέει η Κυβέλη, ενώ, στη συνέχεια, περιγράφοντας την επίσκεψή της στο νοσοκομείο, γράφει:

«…η σάρκα του της φάνηκε ακόμη οικεία, ακόμα ζεστή και φιλόξενη. Εκείνος έφερε αργά το χέρι του στον θώρακά του, της έπιασε τα δάχτυλα, τα έκλεισε στην παλάμη του και τα έσφιξε με όση δύναμη του είχε απομείνει. Και της είπε με φωνή σπασμένη: ‘‘Σε ευχαριστώ που ήρθες. Σε ευχαριστώ πολύ’’.

»Τι άφησε αυτός ο αιώνας του πάθους; Δυο γερασμένα χέρια που αγγίζουν το ένα το άλλο κι έναν ψίθυρο – που ίσως ήταν μια κραυγή μεταμφιεσμένη σε ψίθυρο…»

Πολλές οι ποιητικές στιγμές τού βιβλίου. Και η διάσταση που του δίνουν μοναδική:

«Η μοναδική μας πατρίδα είναι οι άνθρωποι που αγαπήσαμε με πάθος…», γράφει στο σημειωματάριό του ο νεαρός ηθοποιός Αλέξανδρος Κροντηράς.

Το πνεύμα τής κατανόησης το συναντάμε διάχυτο στο «ΦΛΟΓΑ και ΑΝΕΜΟΣ», όπως το είχαμε συναντήσει και στην «Ιστορία χωρίς όνομα». Ο συγγραφέας δεν έγραψε ένα μυθιστόρημα για να καταδικάσει, αλλά για να δώσει τα διλήμματα, το πνεύμα τής εποχής, το εύρος των ανθρώπινων αντοχών, την ανάδειξη κάποιων εύγλωττων σιωπών. Για τούτο τον λόγο θαρρώ ότι το «ΦΛΟΓΑ και ΑΝΕΜΟΣ» είναι ένα εξαιρετικό μυθιστόρημα και θα πρέπει να το υποδεχθεί με ενθουσιασμό το αναγνωστικό κοινό.

Θα κλείσω τούτο το σημείωμα με ένα απόσπασμα από την αφήγηση της δισέγγονής της Βαλεντίνης, που αναφέρεται στη στιγμή κατά την οποία η Κυβέλη βρίσκεται μπροστά στο φέρετρο του αγαπημένου της:

«…και ύστερα την είδαμε όλοι να ξεκινάει αργά προς το Ιερό. Βηματίζοντας αγέρωχα ανάμεσα στις εικόνες. Φαινόταν αλώβητη και επιβλητική, κρυμμένη πίσω από τα γυαλιά της. Αλλά μόλις έφτασε πάνω από την κάσα και τα έβγαλε, αντίκρισα την πιο τρομαχτική μάσκα που έχω δει σε ανθρώπινο πρόσωπο. Ήταν ολόκληρο μια ουλή. Έσκυψε, τον φίλησε και έμεινε από πάνω του ακίνητη. Σαν λέαινα που περιφρουρούσε το κουφάρι του συντρόφου της. Που το προστάτευε από τα μαύρα πουλιά, τους αρουραίους και τα φίδια. Στάθηκε εκεί κρυσταλλωμένη, γέρνοντας προς το σώμα που της ανήκε. Δέκα λεπτά; Είκοσι; Δε θυμάμαι. Ύστερα πάντως γύρισε κοντά μου βαριανασαίνοντας».

Λάρισα, 13/2/2020

 

 

 

 

Δείτε και αυτά