Βιβλιοπαρουσίαση: Από τον Άγγελο Πετρουλάκη (Κωνσταντίνος Λούλης: Η επιβίωση της Ελλάδας)

Jpeg

Διαβάζω πως, στις 8 Μαρτίου, Κυριακή, στα εγκαίνια της έκθεσης του Τάκη Τλούπα, του Λαρισαίου που έκανε Τέχνη την ασπρόμαυρη φωτογραφία όσο κανείς άλλος, θα παραστεί ο Κωνσταντίνος Λούλης. Πολλοί θα τον προσεγγίσουν ως κυβερνητικό στέλεχος, κάποιοι άλλοι ως ισχυρό επιχειρηματία.

Επιθυμώ, όμως, να ‘‘μιλήσω’’ άλλη μια φορά για τον Κωνσταντίνο Λούλη ως ιστορικό συγγραφέα, κάτι που ίσως ελάχιστοι γνωρίζουν.

Και όμως… Ο Κωνσταντίνος Λούλης έχει γράψει ένα από τα σοβαρότερα ιστορικά έργα των τελευταίων χρόνων…

 Ανατρεπτικός,

αλλά απόλυτα δίκαιος

και συνεπής με την ιστορική αλήθεια.

 

Κωνσταντίνος Λούλης:

Η επιβίωση της Ελλάδας

Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ

J

Ο Κωνσταντίνος Λούλης είναι γνωστός ως ο σημαντικότερος Έλληνας αλευροβιομήχανος με σπουδαία δραστηριοποίηση στις διεθνείς αγορές. Αποτελεί τιμή για τη χώρα πως βρίσκεται στην κορυφή τού χώρου του για τη Νότια Ευρώπη. Γόνος ιστορικής οικογένειας του Βόλου, με ηπειρώτικη καταγωγή, με ιδιαίτερα πολιτικά ενδιαφέροντα, που τα χαρακτηρίζει η ελευθερία πνεύματος και η ηπιότητα.

Το 2015 από τις εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ, κυκλοφόρησε ένα βιβλίο του με τον τίτλο «Η επιβίωση της Ελλάδας μέσα από διαδοχικά θαύματα» και υπότιτλο « Σελίδες ακμής και παρακμής της νεοελληνικής ιστορίας». Έκτοτε το βιβλίο του γνώρισε 13 εκδόσεις και με την τελευταία έκδοση (2018) έφτασε στην 32η χιλιάδα, σημαντικότατος αριθμός για ιστορικό βιβλίο, με κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις. Στα δικά μου χέρια έφτασε πριν δυο μήνες, αφού εν τω μεταξύ είχα διαβάσει νεότερά του βιβλία που αναφέρονταν (ή περίπου αφορούσαν) το ίδιο θέμα.

Βεβαίως, τα βιβλία αυτά (αναφέρομαι στα ιδιαίτερα αξιόλογα «Επτά πόλεμοι – Τέσσερις εμφύλιοι – Επτά πτωχεύσεις» και «Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας» του  Γ. Δερτιλή, «Καταστροφές και θρίαμβοι» και «Πού είμαστε και πού πάμε» του Στάθη Καλύβα, «Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» του Κώστα Κωστή, «1915 / Εθνικός Διχασμός» και «Μετά το 1922- Η παράταση του Διχασμού» του Γ. Μαυρογορδάτου, «Ελευθέριος Βενιζέλος» και «1821» του Θάνου Βερέμη και άλλα) είναι γραμμένα από ειδικούς επιστήμονες και εξετάζουν με λεπτομέρεια τα ειδικά θέματα από τη σκοπιά που ενδιαφέρει τον συγγραφέα τους.

Όμως, μετά την τοποθέτηση του Κωνσταντίνου Λούλη στη θέση τού Γενικού Γραμματέα Τουρισμού, η ανάγνωση του βιβλίου του αποτελούσε για μένα μια πρόκληση. Τι παραπάνω θα πρόσφερε στην όλη βιβλιογραφία;

Όχι, παραπάνω δεν προσφέρει πολλά σ’ έναν καλό κάτοχο της νεότερης και σύγχρονης ιστορίας τού τόπου μας (που συγκεντρώνει σχολαστικά τη σχετική βιβλιογραφία), πέρα από σημαντικά ντοκουμέντα σε φωτογραφίες, που αφορούν τα γεγονότα.

Όμως προσφέρει κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό: Μια σύντομη και απόλυτα κατανοητή, για τον απλό αναγνώστη, πορεία τής χώρας μας, δίνοντας βάρος σε ιδιαίτερους σταθμούς της και εξετάζοντας με ιδιαίτερη ευθύνη το θαύμα τής επιβίωσής της. Γιατί όντως για θαύμα πρόκειται το ότι η χώρα επιβιώνει, παρά τα όσα δεινά έζησε στα σχεδόν διακόσια χρόνια τής διαδρομής της ως κράτος.

Ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου του, δηλώνει πως δεν είναι ιστορικός. Στην πράξη, όμως, αποδεικνύει το αντίθετο. Διεκδικεί – δικαίως – τον χαρακτηρισμό του ιστορικού και μάλιστα του ιστορικού που διακρίνεται για την ειλικρίνειά του και τον ρεαλισμό του. Πιστεύω ακράδαντα, πως αυτό οφείλεται στο ότι ο Κωνσταντίνος Λούλης δεν έχει ανάγκη να καλοπιάσει κανέναν αναγνώστη, ούτε να διακριθεί σ’ αυτόν τον χώρο έχοντας ανάγκη τα χρήματα των πωλήσεων. Απαλλαγμένος από αυτές τις ματαιοδοξίες, γράφει χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Και γράφει αλήθειες, ωμά και ξεκάθαρα, ψύχραιμα και άφοβα. Μεγάλες αλήθειες, που καλό είναι να τις γνωρίζουν οι πολλοί και να προβληματίζουν έστω και τους λίγους, τους δήθεν εγκρατείς τής πολιτικής ιστορίας. Σε κάποια σημεία, η αμερόληπτη κρίση του, μου θύμισε τον Απόστολο Δοξιάδη στο «Ερασιτέχνης επαναστάτης», βιβλίο που επίσης ανάτρεξε πολλές δογματικές θέσεις.

Στον πρόλογό του, ο Κωνσταντίνος Λούλης, μιλά για τον σημαντικό ρόλο που είχε ο ίδιος στη δημιουργία κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ της Νέας Δημοκρατίας και του ΚΚΕ, το 1990, (ήταν δική του η πρόταση προς τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη), τονίζοντας:

«Οι λίγες ώρες που μεσολάβησαν από την πρότασή μου, την υιοθέτησή της από τον αρχηγό τής Ν. Δ., Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, την ολονύκτια συζήτηση που είχαμε και τις διαπραγματεύσεις στο γραφείο τού Χαρίλαου Φλωράκη στον Περισσό, μαζί με τον Θεόδωρο Αναγνωστόπουλο και κανέναν άλλο, παραμένουν ανεξίτηλες στις αναμνήσεις μου.

»Η συμμετοχή μου στο γεφύρωμα ενός 50χρονου εθνικά τραγικού χάσματος μου έδωσαν της αίσθηση της ωριμότητας στη ζωή μου, την ικανοποίηση της προσφοράς στην πατρίδα μου και την πεποίθηση πως δραπέτευσα από τα πλαίσια του κομματικού διχασμού, διατηρώντας πάντα αμετάβλητα τα προσωπικά μου ‘‘πιστεύω’’».

Ο πρόλογός του είναι ένα κείμενο που μας προϊδεάζει για το τι θα διαβάσουμε, αφού ο Κωνσταντίνος Λούλης ευθαρσώς δηλώνει:

«Πιστεύω ότι τόσο τα ‘‘εύγε’’ όσο και τα ‘‘αναθέματα’’ δεν αποδόθηκαν αντικειμενικά σε ορισμένους πρωταγωνιστές της σύγχρονης ιστορίας μας, όπως οι Ελευθέριος Βενιζέλος, βασιλιάς Κωνσταντίνος ΙΒ, Ιωάννης Μεταξάς, Γεώργιος Τσολάκογλου, Άρης Βελουχιώτης, Νίκος Μπελογιάννης, Ιωάννης Ράλλης, βασίλισσα Φρειδερίκη, αρχιεπίσκοπος Μακάριος, Γρίβας-Διγενής, Σπύρος Μαρκεζίνης, Γεώργιος Παπαδόπουλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου κ. ά. Για κάποιους απ’ αυτούς διαγράφηκαν εντέχνως όλα τα αρνητικά στοιχεία και για άλλους όλα τα θετικά, ενώ όλοι τους είχαν πράξει και τα δυο.

»Οι κριτές ιστορικών γεγονότων δεν αποδίδουν πάντα αμερόληπτη και δίκαιη βαθμολογία. Επηρεασμένοι από πολιτικές τοποθετήσεις, εντέχνως διαγράφουν θετικά στοιχεία και γεγονότα ή αποκρύπτουν αρνητικά, δημιουργώντας μια επικίνδυνη διαχρονικά ‘‘επιστήμη’’, την παραχάραξη της ιστορίας».

 

Το βιβλίο ξεκινά με μια παράθεση προσωπικών βιωμάτων, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, αφού παρακολουθούμε έναν άνθρωπο, ο οποίος έχοντας επίγνωση της ιστορικής κληρονομιάς που φέρει, πορεύεται με ευθύνη στον δημόσιο χώρο.

Ακολουθεί ένα μεγάλο κεφάλαιο με τον γενικό τίτλο «Ιστορικές περίοδοι», στο οποίο διατρέχει επτά περιόδους τής ιστορίας τής χώρας μας: 1821-1827, 1828 – 1908, 1909 – 1935, 1936 – 1949, 1950 – 1965, 1965 – 1974 και 1974 – 2017. Δεδομένου ότι η πρώτη έκδοση έγινε το 2015, υποθέτουμε πως η 13η είναι συμπληρωμένη ως προς τα γεγονότα τής περιόδου 2015 – 2017.

Τα κεφάλαια που ακολουθούν είναι άκρως ενδιαφέροντα, αφού αναφέρονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία τής Ελλάδας, στο Άγιον Όρος (του οποίου διετέλεσε διοικητής), την Ιερά Μονή Βατοπεδίου, την Κύπρο, τα Ελληνικά ιστορικά παράδοξα, τα αδιέξοδα της ελληνικής οικονομίας, τη βασιλεία στην Ελλάδα, το θαυμαστό γεφύρι της Πλάκας…

Θα χαρακτήριζα δε σημαντικές και τις σελίδες που ακολουθούν, καθώς μέσα απ’ αυτές παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία που αφορούν την πολιτική και την οικονομία, ή παρουσιάζονται σε πρωτότυπη μορφή διάφορες συμφωνίες, δημοσιεύματα και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία που αποτελούν ιστορικά ντοκουμέντα.

Αναφερόμενοι στο «Η επιβίωση της Ελλάδας μέσα από διαδοχικά θαύματα» τολμώ να πω ότι μιλάμε για ένα βιβλίο θησαυρό για τον απλό αναγνώστη, τον όχι επαΐοντα σε θέματα ιστορίας.

Ο Κωνσταντίνος Λούλης, ακόμα και στην ιστορική επισκόπησή του, ξέρει να δίνει το ανάλογο βάρος στα σημαντικά ή χαρακτηριστικά γεγονότα, είτε αυτά αφορούν λευκές, είτε μαύρες σελίδες τής ιστορίας. Σταματώ σε δυο αράδες, που αφορούν τους «προσκυνημένους» Έλληνες κατά την επέλαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο:

«Αρχηγός των ‘‘προσκυνημένων’’ υπήρξε ο Δημήτριος Νενέκος (‘‘Νενέκους’’ έκτοτε χαρακτηρίζουμε τους πάσης φύσεως υποταγμένους πολιτικά), ο οποίος ως επικεφαλής 2.000 ατάκτων, έγινε ο φόβος και ο τρόμος των χριστιανών».

Λίγο πιο κάτω, αναφερόμενος στον Εμφύλιο, που είχε τινάξει στον αέρα όλα τα μέχρι τότε επιτεύγματα της Επανάστασης, καταθέτει τον απόλυτα ορθό στοχασμό του:

«Τα προσωπικά συμφέροντα και η φιλαρχία φαύλων πολιτικών, όπως ήταν οι Μαυροκορδάτος, Κωλέττης και Κουντουριώτης, ίδρυσαν, πριν από δυο αιώνες, τη ‘‘σχολή’’ των επαγγελματιών διεφθαρμένων πολιτικών, που δυστυχώς στην πορεία του νεοελληνικού κράτους, είχε πολλούς ‘‘αποφοίτους’’.

»Το τραγικό, όμως, είναι πως έβαλαν την πολιτική ζωή της χώρας σε τροχιά ρουσφετολογίας, φαυλοκρατίας και οικογενειοκρατίας, υιοθετώντας πλήρως την εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα…»

Όσο για τον ξένο παράγοντα… Κι εδώ η άποψή του είναι διατυπωμένη έτσι ώστε να γίνεται κατανοητή από τον καθένα. Και βεβαίως εκφράζει την αλήθεια:

«Ο γνώμονας των Μεγάλων Δυνάμεων για τη δημιουργία τών εξαρτημένων κρατών είναι ουσιαστικά η εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους και όχι τόσο τα ανθρωπιστικά τους αισθήματα και το ενδιαφέρον τους για την ιστορία και την ευημερία των λαών…»

Την αλήθεια, όμως, εκφράζει και όταν αναφέρεται στην Μικρασιατική Καταστροφή, δίνοντας με λίγες αράδες αυτά που έχουν γραφεί σε χιλιάδες σελίδες:

«Ο Βενιζέλος καλοπροαίρετα και ρομαντικά, πίστεψε ότι έφτασε τότε η στιγμή της πραγματοποίησης της Μεγάλης Ιδέας και της αναβίωσης του Βυζαντίου. Μάταια ο ευφυής απόστρατος επιτελικός αξιωματικός Ιωάννης Μεταξάς τον προειδοποίησε εγγράφως πως η επιλογή του για την παρουσία τού Ελληνικού Στρατού στη Σμύρνη, αρχικά για επιτήρηση και στη συνέχεια –με δική μας πρωτοβουλία- για ενσωμάτωση, χωρίς την έγκριση των Μεγάλων Δυνάμεων, ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία, με απρόβλεπτες συνέπειες για 2.000.000 Έλληνες της Μικράς Ασίας και γενικά για ολόκληρο το Έθνος…»

Στη συνέχεια, βεβαίως δεν διστάζει να επιρρίψει ευθύνες στον Βενιζέλο για την επιλογή του να διορίσει ως ύπατο αρμοστή στη Σμύρνη «τον ραδιούργο Αριστείδη Στεργιάδη, ο οποίος δημιούργησε εκεί σωρεία προβλημάτων και έγινε μισητός από τους πάντες». Παραθέτει, δε, και το απόσπασμα της επιστολής Στεργιάδη προς τον Γεώργιο Παπανδρέου, «παραμονές της πυρπόλησης της Σμύρνης, στην οποία αναφέρει: ‘‘Ο πληθυσμός καλύτερα να μείνει εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα, θα ανατρέψουν τα πάντα’’».

 

Ο ορθός λόγος του Κωνσταντίνου Λούλη, ενίοτε γίνεται και πικρός για πολλούς που για ιδεοληπτικούς λόγους διαστρέβλωσαν ιστορικές αλήθειες. Σε ελάχιστους αρέσει σήμερα ν’ ακούν ότι «στη δίκη του Μπελογιάννη, επί κυβερνήσεως Πλαστήρα, ο τότε στρατοδίκης Γεώργιος Παπαδόπουλος (μετέπειτα αρχηγός του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου) ήταν ο μόνος που μειοψήφησε για τη θανατική καταδίκη του».

Προχωρώντας στη νεότερη πολιτική ιστορία κάνει μια στάση στα Ιουλιανά τού ’65, για να μιλήσει το ίδιο ψύχραιμα για την ‘‘αποστασία’’.

«Η αλήθεια είναι πως ο ουσιαστικός υπεύθυνος για την πτώση της κυβέρνησης, τη διάσπαση και τελικά τη διάλυση της Ένωσης Κέντρου, Ανδρέας Παπανδρέου, βγήκε από αυτήν την ιστορία όχι απλώς αλώβητος, αλλά και ήρωας.

»Τα πραγματικά αίτια και τα γεγονότα εκείνης της περιόδου παραποιήθηκαν στο έπακρο και παρουσιάστηκαν εντελώς μονόπλευρα.

Στη νεότερη πολιτική ιστορία της χώρας πολλές φορές έχουν συμβεί ανάλογες περιπτώσεις ‘‘πολιτικών διαζυγίων’’, όπως στη Ν.Δ. το 1985 με τον Κων. Στεφανόπουλο, το 1992 με τον Α. Σαμαρά και το 2001 με τον Δημ. Αβραμόπουλο. Επίσης, στο ΠΑ.ΣΟ.Κ το 1986 με τον Γερ. Αρσένη, το 1995 με τον Δημ. Τσοβόλα και το 2014 με τον Γιώργο Παπανδρέου, καθώς και στον ΣΥ.ΡΙΖ.Α. το 2015 με τον Παναγιώτη Λαφαζάνη.

»Παραδόξως, όμως, καμία απ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν χαρακτηρίστηκε ως ‘‘αποστασία – προδοσία’’ γιατί μόνο το 1965 είχε εφαρμοστεί από τον Ανδρέα Παπανδρέου με απόλυτη μεθοδικότητα και επιτυχία η ‘‘συνταγή’’ του ‘‘ανορθόδοξου πολέμου’’ στο σύγχρονο πολιτικό μάρκετινγκ της εποχής εκείνης».

Γίνεται πικρός ο λόγος του και όταν μπαίνει στην κριτική θεώρηση των κομματικών σκοπιμοτήτων, ιδιαίτερα εκείνων που διέφθειραν εμφανώς την πολιτική ζωή, αλλά και εκείνων που είχαν συμμετοχή στην οικονομική καταβαράθρωση της χώρας. Ένα μικρό απόσπασμα που αφορά τις επαίσχυντες σε μεγάλο ποσοστό ‘‘αντιστασιακές’’ συντάξεις:

«Την απόφαση, όμως, του Α. Παπανδρέου να δώσει συντάξεις σε… 251.281 (!) αντιστασιακούς, προκειμένου να αυξήσει την εκλογική του πελατεία, την πλήρωσε πολύ ακριβά ο ελληνικός λαός, τη στιγμή που τα ποσά αυτά αντλήθηκαν από τα συνεχώς αυξανόμενα δάνεια. Κανένας τότε δεν αναρωτήθηκε ούτε πως οι περίπου 100.000 μαχητές όλων των αντιστασιακών οργανώσεων της δεκαετίας του 1940 [87.000 ΕΑΜ – ΕΛΑΣ, 10.000, 3.000 διάφοροι], παρά τους θανάτους που μεσολάβησαν εν τω μεταξύ (βίαια ή φυσιολογικά), έπειτα από 40 χρόνια έφτασαν τους 251.281, παρόλο που οι περισσότεροι από αυτούς είχαν γεννηθεί τη δεκαετία του 1930!»

Γράφει αλήθειες ο Κωνσταντίνος Λούλης.

Είθε το βιβλίο του να γινόταν κτήμα εκατοντάδων χιλιάδων αναγνωστών και να προβλημάτιζε με τις αλήθειες του.

 

 

 

Δείτε και αυτά