Ήταν Απρίλιος του 1976 όταν κοντοστάθηκα για μια ακόμα φορά στη βιτρίνα του δισκάδικου «Neodisc», στη στοά της «Φωλιάς του Βιβλίου» στην Πανεπιστημίου. Το βλέμμα μου τράβηξε ένας δίσκος με τον απλό τίτλο «Coltrane». Το ήξερα το όνομα: ήταν ο μεγάλος σαξοφωνίστας της τζαζ John Coltrane, όμως δεν είχα ακούσει μουσική του – μόνο το «Welcome» διασκευασμένο από τον Carlos Santana. Άκουγα ήδη και αγόραζα Mahavishnu Orchestra και Frank Zappa – όμως straight jazz δεν είχα ακόμα στη δισκοθήκη μου. Μπήκα και αγόρασα τον δίσκο χωρίς δεύτερη σκέψη. Οι 220 δραχμές δεν ήταν πρόβλημα – ήδη, ως νεαρός φοιτητής, είχα ξεκινήσει να κάνω μαθηματικά, φυσική και χημεία σε μαθητές και μαθήτριες του γυμνασίου και έβγαζα καλό χαρτζηλίκι!
Έβαλα τον δίσκο στο πλατό του οικογενειακού στερεοφωνικού Telefunken και, κυριολεκτικά, χάθηκα! Ένα εξώκοσμο τενόρο σαξόφωνο με πήγαινε κυριολεκτικά «Out of This World». Όμως αυτό που πραγματικά με μάγεψε – και εξακολουθεί να με μαγεύει – είναι ο τρόπος που ο πιανίστας, ονόματι McCoy Tyner, άπλωνε τις συγχορδίες του και ακολουθούσε ή συνέχιζε τα modes του Trane, ανοίγοντάς μου κυριολεκτικά καινούργιους κόσμους. Από εκείνη τη στιγμή η τζαζ μπήκε στη ζωή μου – και εξακολουθεί να κρατάει ένα μεγάλο μέρος της.
Ο δίσκος «Coltrane» (Impulse AS-21) είναι ηχογραφημένος το 1962. Ο McCoy Tyner (γεννημένος το 1938 στη Φιλαδέλφεια) είχε πάρει τη θέση του πιανίστα στο κουαρτέτο του John Coltrane το 1960, παίζοντας στον αριστουργηματικό του δίσκο «My Favorite Things». Μαζί με τον Coltrane ο Tyner έγραψε ιστορία – ένα από τα πιο μεγάλα και σπουδαία κεφάλαια της σύγχρονης τζαζ. Έμεινε μαζί του ως τα τέλη του 1965, ως τότε δηλαδή που ένιωσε πως δεν μπορούσε να προσφέρει πια στη μουσική του μέντορά του καθώς αυτή γινόταν όλο και πιο free, χαοτική και noisy.
Διαβάστε περισσότερα εδώ