Του Γιώργου Μπάρμπα*
Ζούμε κάτω από ένα βαρύ μαύρο σύννεφο που μας κλείνει τον ορίζοντα. Και δεν βλέπουμε πέρα απ’ αυτό. Η συνέχεια της ζωής μας έχει σπάσει. Το πριν είναι κάτι άλλο, μακρινό, μια άλλη ζωή. Βίαιη διακοπή. Το μετά, ασαφές και αόριστο, πότε και πώς θα είναι, και για ποιους. Ίσως αυτό το κλείσιμο στο τώρα με τη βαριά απειλή του θανατικού να μας περικυκλώνει σαν τανάλια που βήμα-βήμα κλείνει τις δαγκάνες της, το ότι η ματιά μας δεν μπορεί κάτω από αυτό το μαύρο σύννεφο να δει παραπέρα, ίσως αυτό να είναι και το μεγαλύτερο ψυχικό φορτίο που σηκώνουμε. Κι όμως το μετά θα έρθει. Δεν ξέρω πότε, δεν ξέρω για ποιους, αλλά μπορούμε να σκεφτούμε το πώς. Κι αυτό μπορεί να είναι μια πρώτη ανάσα χωρίς ωραιοποιήσεις, χωρίς στρουθοκαμιλισμούς, χωρίς να αποφεύγουμε να κοιτάμε το δύσκολο αλλά τόσο σημαντικό σήμερα.
Γιατί σήμερα ζούμε πρωτόγνωρα πράγματα. Ζούμε μια απειλή που ούτε την ξαναζήσαμε ούτε περνούσε από το μυαλό μας ότι θα τη ζήσουμε. Ζούμε, ίσως για πρώτη φορά, την παρουσία του κράτους, τόσο ανακουφιστική μέσα στην αγωνία και ανασφάλειά μας. Ζούμε την απειλή της κατάρρευσής του, γιατί, μη γελιόμαστε, μια κατάρρευση του συστήματος υγείας δεν θα είναι απλή μονοσήμαντη υπόθεση. Θα συμπαρασύρει με αλυσιδωτές κοινωνικές αντιδράσεις και πολλά άλλα. Ζούμε έναν εγκλεισμό και μια απόσυρση από την κοινωνική μας λειτουργία, που περιέχει και κουβαλά άγνωστου βάθους και χρώματος εσωτερικές διεργασίες στον καθένα μας. Ζούμε πάνω από όλα τη σημασία της ατομικής μας ευθύνης για τη συνολική πορεία της επιδημίας, για τη ζωή και το θάνατο πολλών άλλων γνωστών και άγνωστων συνανθρώπων μας. Κι όταν η απειλή φύγει, αφού σκορπίσει την όποια καταστροφή στο διάβα της, θα μείνουν τα άλλα. Και τότε σιγά – σιγά θα έρχονται στην επιφάνεια όλα αυτά που βιώσαμε, όλες οι αλλαγές που θα έχουν συντελεστεί μέσα μας και γύρω μας.
Είναι αδύνατο να προβλέψει κανείς όλες αυτές τις αλλαγές. Μπορούμε όμως να σκεφτούμε πάνω σ’ όλα αυτά και έτσι να συνδεθούμε από τώρα με το μετά. Να ανοίξουμε μια ρωγμή στον μαύρο κλειστό ορίζοντα που μας σκεπάζει και να πάρουμε οξυγόνο και φως.
Από αυτά που ανέφερα παραπάνω θα ήθελα να μιλήσω ιδιαίτερα για αυτή την ατομική μας ευθύνη απέναντι στο σύνολο, που τόσο ζητιέται και συζητιέται σήμερα. Είναι αλήθεια, όπως φαίνεται από όσα ακούμε και διαβάζουμε, ότι η μεγάλη πλειοψηφία των συμπολιτών μας αναγνώρισε και πήρε αυτή την ευθύνη. Ανταποκρίθηκε στα μέτρα περιορισμού που επιβλήθηκαν. Κι αυτό δεν είναι λίγο. Όχι μόνο για την προσπάθεια να περιοριστεί η γρήγορη εξάπλωση της επιδημίας. Αλλά και γιατί μια τέτοια στάση δεν ήταν το σύνηθες στην κοινωνική μας συμπεριφορά. Μάλλον ήταν σπάνιο, αν όχι πρωτοφανές και δημιούργησε μια αίσθηση αισιοδοξίας, τόσο για την εξέλιξη της επιδημίας, όσο και για το ότι κάτι αλλάζει και θα αλλάξει στην κοινωνική μας λειτουργία μετά την επιδημία. Και για μεν την επιδημία, δεν είμαι σε θέση να κάνω κάποια εκτίμηση. Αυτό είναι υπόθεση των ειδικών και του χρόνου που κυλά. Όλοι οι υπόλοιποι μπορούμε να ελπίζουμε με ιδιαίτερα συγκρατημένη αισιοδοξία. Άλλωστε οι ειδήσεις από άλλα μέρη του κόσμου, δεν μας επιτρέπουν κάτι διαφορετικό.
Όσο για το μετά και τι περιμένουμε να αλλάξει, θέλει πρώτα μια προσεκτική ανάγνωση του σήμερα. Να διακρίνουμε τα ειδικά και ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, πριν κάνουμε σκέψεις για το μετά.
Πήραμε την ατομική ευθύνη για το σύνολο της κοινωνίας αναγνωρίζοντας την ανάγκη της. Γιατί η αναγνώριση της ανάγκης είναι η πρώτη βασική προϋπόθεση για να αναλάβει κάποιος μια ευθύνη. Αναγνωρίσαμε την ανάγκη καθώς πεισθήκαμε ότι είναι θέμα ζωής και θανάτου. Μας έπεισαν οι ειδικοί και οι πολιτικοί ηγέτες, μας έπεισε πάνω απ’ όλα η εικόνα του θανατικού από τον γύρω μας κόσμο. Οι εικόνες από τη Ιταλία δεν ήταν απλώς τραγικές. Ήταν τρομακτικές, εφιαλτικές. Σε μια άλλη κατάσταση, που δεν θα διακυβεύεται η ζωή, μια κατάσταση πιο κοντά στην καθημερινότητα της ζωής μας, θα αναγνωρίσουμε άραγε την ανάγκη της ατομικής ευθύνης απέναντι στο σύνολο της κοινωνίας;
Αναγνωρίσαμε την ανάγκη του περιορισμού και αυτοπεριορισμού της ελευθερίας μας, ως αναγκαίου κακού. Γιατί ο περιορισμός της ελευθερίας στις σημερινές συνθήκες βιώνεται κατά κανόνα ως αναγκαίο κακό. Και πολύ πιθανό, όταν τελειώσει αυτή η περιπέτεια, πολλοί να βγάλουν ένα «ουφ» και να στρέψουν τα μάτια μακριά από αυτή τη γκρίζα περίοδο της ζωής τους. Μήπως όμως δεν είναι ακριβώς έτσι; Για να είμαστε ελεύθεροι αύριο πρέπει πρώτα να ζούμε, να μην πεθάνουμε. Άρα ο αυτοπεριορισμός της ελευθερίας σήμερα για τη διασφάλιση της ζωής είναι τελικά μια επιλογή ελευθερίας στο αύριο για τον καθένα από μας, όσο και για το σύνολο της κοινωνίας. Περιορισμός της ελευθερίας σε ορισμένες εκδοχές της προς χάρη ενός υπέρτερου αγαθού, της ζωής, δηλαδή προς χάρη μιας ευρύτερης και συνολικής εκδοχής της ελευθερίας. Με αυτή την έννοια, αυτός ο περιορισμός δεν είναι κυρίως ένα αναγκαίο κακό, αλλά μια απολύτως αναγκαία επιλογή για να είμαστε ελεύθεροι αύριο σε μια κοινωνία ζωντανών. Ας πάρουμε υπόψη μας ότι εμείς δεν επιλέγουμε κατά κανόνα τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζούμε. Επιλέγουμε όμως τον τρόπο με τον οποίο θα τις διαχειριστούμε.
Αυτό που βιώνουμε σήμερα βάζει εκ νέου το ερώτημα του νοήματος της ελευθερίας. Η ελευθερία ως απεριόριστο ατομικό δικαίωμα είχε ήδη φτάσει σε ακραία αρνητικά όρια, με συμπεριφορές που η κοινωνία φαινόταν όμως να ανέχεται. Η ανάδειξη της ζωής ως κρίσιμου άμεσου πρακτικού διακυβεύματος επανατοποθετεί στη συνείδηση και στην πράξη των ανθρώπων το νόημα της ελευθερίας. Όχι με την παλιότερη γνωστή αντίληψη ότι η ελευθερία του ενός σταματά εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου. Αυτή την αντιθετική και ανταγωνιστική αντίληψη έρχεται να την ανατρέψει η σημερινή πραγματικότητα. Η υγεία και η ζωή του ενός προϋποθέτει την υγεία και τη ζωή του άλλου. Κατ’ αναλογία λοιπόν η ελευθερία του ενός υπάρχει στο βαθμό που προϋποθέτει την ελευθερία του άλλου. Ο καθένας δηλαδή μπορεί να είναι ελεύθερος εφόσον ζει μέσα σε κοινότητες ελεύθερων ανθρώπων, εφόσον η κοινωνία που συμμετέχει είναι ελεύθερη. Αυτή η αντίληψη προσεγγίζει την ελευθερία μέσα από τη σχέση των ανθρώπων και όχι μέσα από την ανταγωνιστική ατομική περιχαράκωση του καθενός. Μέσα από αυτή την αντίληψη μπορεί να αποκτήσει το ολοκληρωμένο της νόημα και η ατομική ευθύνη για την υπεράσπιση τόσο της ελευθερίας του εαυτού, όσο και της ελευθερίας των άλλων μελών της ομάδας, της κοινότητας, της κοινωνίας.
Η ευθύνη που πήρε ο καθένας μας δεν αφορά μόνο στη ζωή τη δική του και των δικών του ανθρώπων, γονιών, παππούδων, γιαγιάδων, κοντινών που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες. Όχι. Έχουμε επίγνωση ότι αυτή η ευθύνη αφορά ταυτόχρονα στη ζωή αγνώστων ανθρώπων, που είναι σαν αυτούς τους δικούς μας που θέλουμε να προστατέψουμε. Κι αυτό είναι ένδειξη ότι τα νήματα ανθρωπιάς που μας δένουν μέσα στην κοινωνία είναι ζωντανά. Ίσως τώρα λόγω συνθηκών να είναι ευερέθιστα, περισσότερο από άλλες εποχές που κυριαρχεί ο εγωκεντρισμός μας. Αλλά και τότε φαίνεται να είναι υπαρκτά. Αυτό το έχουμε ζήσει και σ’ άλλες καταστάσεις. Όταν νησιώτες έτρεχαν πριν μερικά χρόνια να σώσουν πρόσφυγες που θαλασσοπνίγονταν, προσφυγόπουλα που έκλαιγαν από την πείνα και το κρύο, τα νήματα αυτά ήταν εκεί ζωντανά.
Όταν παίρνεις μια ευθύνη έχεις ανάγκη να δεις στο τέλος αν άξιζε τον κόπο το κόστος που πλήρωσες. Εδώ δεν το έχουμε δει ακόμα, γιατί δεν φτάσαμε στο τέλος. Τελικά θα κρατηθεί χαμηλά ο ρυθμός εξάπλωσης της επιδημίας, όπως επιδιώκουν τα μέτρα ή όχι; Το κόστος που πληρώνουμε ατομικά ο καθένας δεν είναι λίγο. Θα έχουμε το αποτέλεσμα που ισορροπεί αυτό το κόστος; Θα φανεί. Αν δεν έχει, θα μείνει μια στυφή γεύση στο στόμα. Τόσος κόπος και πόνος άδοξα. Αν όμως έχει, τότε η ικανοποίηση που θα νιώσουμε όχι μόνο θα ισοφαρίσει αυτό το κόστος αλλά πολύ πιθανόν να ενισχύσει την επιλογή να συνεχίσουμε να λειτουργούμε με αυτόν τον τρόπο. Κι αυτό δεν είναι εγωιστικό. Είναι ανθρώπινο και φυσιολογικό. Η ικανοποίηση από το αποτέλεσμα μιας προσπάθειας για την οποία πήραμε εμείς την ευθύνη, μας ψηλώνει, μειώνει το φόβο της ευθύνης, δυναμώνει τη θέση μας μέσα στους άλλους, μας επιβεβαιώνει σ’ αυτούς. Και κυρίως ενισχύει τη σκέψη και στάση ότι μας γεμίζει περισσότερη ικανοποίηση και ευφορία το θετικό αποτέλεσμα για όλους και για μας ταυτόχρονα, παρά όταν σκεπτόμαστε μόνο τον εαυτό μας. Κι αυτό είναι φυσικό. Η ικανοποίηση του εαυτού μας μέσα στη σχέση με τους άλλους είναι πολλαπλάσια πιο δυνατή από ότι η ικανοποίηση του εαυτού έξω από αυτή τη σχέση. Η ικανοποίηση από ένα καλύτερο αποτέλεσμα και για μας τους ίδιους, και όχι κάποια αόριστη ηθική επιταγή, μπορεί να ενισχύσει τη συλλογικότητα, να βλέπουμε τον άλλο, να είμαστε ο εαυτός μας μέσα στο «εμείς».
Μια τελευταία επισήμανση. Το να πάρεις την ευθύνη με ορίζοντα τους άλλους έχει αντίκρισμα όταν έχεις και την ικανότητα να τη φέρεις σε πέρας. Αλλιώς είναι όχι μόνο χωρίς αποτέλεσμα αλλά θα γυρίσει και μπούμερανγκ. Εδώ, στην περίπτωση της επιδημίας τα πράγματα είναι σχετικά απλά για μας. Κάποιος άλλος –το κράτος και οι αρμόδιοι- μας υπέδειξαν πώς να χειριστούμε αυτή την ευθύνη: «μένουμε μέσα» με όλες τις λεπτομερείς υποδείξεις που βρίσκονται κάτω από αυτό τον τίτλο. Και μεις κληθήκαμε να υλοποιήσουμε σαφείς και λεπτομερείς οδηγίες. Δεν απαιτήθηκε καμία ιδιαίτερη ικανότητα. Σε άλλες όμως περιπτώσεις απαιτείται. Και εκεί είμαστε συχνά γυμνοί και αδέξιοι.
Αν λοιπόν σκεφτόμαστε το «μετά» και το τι θα αφήσει το βίωμα αυτής της σκληρής περιπέτειας, χρειάζεται να πάρουμε υπόψη μας όλα αυτά τα στοιχεία που αναδεικνύει η σημερινή πραγματικότητα και να τα δούμε σε άλλες καταστάσεις, όχι τόσο κρίσιμες όπως η σημερινή. Θα αναγνωρίσουμε εκεί, στην κανονικότητα της καθημερινής μας ζωής, την ανάγκη να παίρνουμε την ατομική ευθύνη με οπτική τον εαυτό μας και τους άλλους, όλους τους άλλους που συναποτελούν την κοινότητα ή την κοινωνία μας; Θα έχουμε την ικανότητα να διαχειριστούμε τις συχνά πολύπλοκες καταστάσεις που δημιουργούνται μέσα στο «εμείς», ώστε να ικανοποιούμε τη συλλογική ανάγκη σε αρμονία με τη δική μας; Θα είμαστε σε θέση να βλέπουμε τη συλλογική ανάγκη, το όλον της κοινωνίας και όχι μόνο την ανάγκη του εαυτού ή της ομάδας που ανήκουμε; Τα σημερινά βιώματα θα αφήσουν σίγουρα το ίχνος τους, θετικό ή αρνητικό. Αλλά δεν είναι σε θέση από μόνα τους να αλλάξουν μια νοοτροπία, συνήθειες αιώνων, την κουλτούρα μας. Μπορεί να προβληματίσουν περισσότερους πολίτες από ό,τι χθες στην κατεύθυνση της ατομικής ευθύνης για το σύνολο. Αλλά μην περιμένουμε δραματικές αλλαγές.
Οι αλλαγές για να είναι ουσιαστικές χρειάζεται να δουλευτούν συστηματικά και σε βάθος χρόνου. Χρειάζεται να αναγνωρίσουμε την ανάγκη τους, όχι μόνο σε εξαιρετικές καταστάσεις όπως η σημερινή αλλά στην καθημερινή μας ζωή σε όλες της τις εκφάνσεις. Αυτό θα γίνει μέσα από συστηματική εκπαίδευση, εξάσκηση, προβληματισμό, δημόσιο διάλογο. Θα γίνει σ’ αυτούς που αναγνωρίζουν την ανάγκη τους, λιγοστούς ίσως σήμερα, περισσότερους στην πορεία του χρόνου. Θα γίνει σε ένα κράτος που θα πείθει για τους θεσμούς και την εφαρμογή τους, που θα είναι ο πρώτος διδάξας στη συνέπεια απέναντί τους. Θα γίνει στο βαθμό που η ίδια η εκπαίδευση αναγνωρίσει την προτεραιότητα να θέσει ανάλογους παιδαγωγικούς στόχους.
Έχοντας αναγνωρίσει αυτή την ανάγκη πολύ πριν έρθει η επιδημία, σχεδιάσαμε μαζί με την παιδαγωγική ομάδα του «Νηπιαγωγείου – Παιδικού Σταθμού Αρχοντία Καθάριου» ένα αντίστοιχο παιδαγωγικό πρόγραμμα, το οποίο εφαρμόζουμε εδώ και τέσσερα χρόνια. Αναγνωρίσαμε ως πρώτη ανάγκη για τον σημερινό άνθρωπο στην κοινωνία μας να αναπτύξει την ευθύνη και την ικανότητα της ατομικής και συλλογικής λειτουργίας. Να μπορεί να διασφαλίζει την έκφραση της δικής του επιθυμίας και ανάγκης σε αρμονία με την επιθυμία και την ανάγκη της ομάδας που ζει. Να μπορεί να λύνει αντιθέσεις και αντιφάσεις που γεννιούνται φυσιολογικά από τις διαφορετικές επιθυμίες και ανάγκες των μελών της ομάδας. Αναγνωρίσαμε ότι η ελευθερία της ατομικής έκφρασης και επιλογής που αποτελεί σταθερό πλέον γνώρισμα της κοινωνίας μας όπως και όλου του δυτικού κόσμου, δεν μπορεί να ωριμάσει και πολύ περισσότερο να υπάρξει δίχως την αναγνώριση και τον σεβασμό της ελευθερίας του άλλου. Και υλοποιούμε το πρόγραμμα αυτό σε όλες τις πτυχές του σχολικού προγράμματος, διαπιστώνοντας την δυνατότητα των μικρών παιδιών να ανταποκριθούν με διάθεση και ικανότητα σ’ αυτό. Διαπιστώνοντας παράλληλα τη θετική εκτίμηση των γονιών μέσα από τις δικές τους εμπειρίες στη ζωή των παιδιών τους.
Η σημερινή κρίση που ζούμε ήρθε πιο γρήγορα και πιο πιεστικά να βάλει σε όλους μας αυτά τα ερωτήματα. Για το σήμερα αλλά και για το αύριο. Μπορεί, λοιπόν, να λειτουργήσει ως ευκαιρία να τα σκεφτούμε, να τα συζητήσουμε και να πάμε ένα βήμα παραπέρα.
*Ο Γιώργος Μπάρμπας είναι επίκουρος καθηγητής ειδικής εκπαίδευσης, Α.Π.Θ.
Φωτογραφία Λεωνίδας Τζέκας