Άρθρο του Στέλιου Ορφανάκη: Το 2008 σώσαμε την προσφορά…το 2020;

Του Στέλιου Ορφανάκη*

Τον Οκτώβριο του 2008, μέσα σε δύο πολυτάραχες εβδομάδες, η Αμερικανική Κεντρική Τράπεζα και το Υπουργείο Οικονομικών εθνικοποίησαν τα δύο μεγαλύτερα πιστωτικά ιδρύματα ενυπόθηκων δανείων της χώρας, τις εταιρείες Fannie Mae και Freddie Mac, ανέλαβαν τον έλεγχο της AIG, της μεγαλύτερης τότε ασφαλιστικής εταιρείας του κόσμου, επέκτειναν την εγγύηση των κεφαλαίων στα $3,4 τρισεκατομμύρια δολάρια Η.Π.Α στη χρηματαγορά, απαγόρευσαν προσωρινά τις ανοιχτές πωλήσεις σε περισσότερους από 900 μετοχικούς τίτλους και δεσμεύτηκαν να αναλάβουν «τοξικά απόβλητα» αξίας $700 δισ. Ο λογαριασμός της πιστωτικής επέκτασης από τις προηγούμενες κυβερνήσεις και της φούσκας που δημιούργησε, ήρθε να πληρωθεί από τον G. Bush, αφού κατά τη διάρκεια των δύο θητειών του ο S&P 500 έγραψε συσωρευτική πτώση της τάξης του 30%.

Για πρώτη φορά μετά το κραχ του 1929 υπήρξε τέτοιας έκτασης συντονισμένη παρέμβαση επί κυβέρνησης G. Bush. Όμως, το λάθος που έγινε τότε και συνεχίζει να γίνεται, είναι ότι τα μέτρα αφορούσαν αποκλειστικά τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να βρεθούν σε καλύτερη κατάσταση, κάτι που άλλωστε επιβεβαιώθηκε από το 2009 με το bull market που ξεκίνησε στους χρηματιστηριακούς δείκτες των Η.Π.Α. Τότε δεν είχε ληφθεί καμία μέριμνα για τα νοικοκυριά, παρά την τρομερή επεκτατική πολιτική που ακολούθησε η Fed. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα νοικοκυριά να μαστίζονται από χρέη και από σταθερή μείωση της αγοραστικής τους δυνατότητας, παρά την αύξηση της ανταγωνιστικότητας που τους επιβλήθηκε. Τα πράγματα για τα νοικοκυριά είναι σήμερα πολύ χειρότερα στην Ευρώπη και στην Αγγλία.

Οι δύο θητείες του Obama που ακολούθησαν δεν διόρθωσαν τα πράγματα για τους πολίτες, αλλά ούτε έγινε κάποια σοβαρή απομόχλευση των επιχειρήσεων. Απεναντίας τα τρισεκατομμύρια των δημοσιονομικών και νομισματικών κινήτρων στράφηκαν κατά μεγάλο μέρος προς τις χρηματιστηριακές αγορές, δίνοντας αποδόσεις του 42% στην πρώτη θητεία και 49,8% τη δεύτερη.  Από αυτή την άνοδο των χρηματιστηρίων δεν επωφελήθηκε η μεσαία ή η φτωχότερη τάξη στις Η.Π.Α, αφού πλέον το ανώτερο 10% των Αμερικάνικων νοικοκυριών κατείχε στα τέλη του 2016 το 84% όλων των μετοχών είτε άμεσα είτε έμμεσα δια μέσω αμοιβαίων κεφαλαίων, trusts ή διαφόρων τύπων συνταξιοδοτικών λογαριασμών. Το 2001 το ίδιο 10% ήταν ιδιοκτήτης του 77% όλων των μετοχών. Η πίεση στα εισοδήματα της μεσαίας τάξης συνεχίστηκε, παρά την ανάκαμψη των χρηματιστηριακών δεικτών και των δεικτών της οικονομίας.

Η εκλογή του Trump πριν από τέσσερα χρόνια στηρίχτηκε ακριβώς στην πίεση που νιώθει ο μέσος Αμερικάνος, ο οποίος, ενώ ακολουθεί το ανταγωνιστικό μοντέλο που του επιβάλλεται, δεν βλέπει την αγοραστική και την αποταμιευτική του δυνατότητα να αυξάνεται ανάλογα. Ταυτόχρονα, οι τιμές όλων των περιουσιακών στοιχείων είναι σε δυσθεώρητα ύψη και μάλιστα υπάρχει αντίστοιχη υψηλή δανειακή υποχρέωση.

Η κρίση του 2020 που ξεκίνησε εξαιτίας ή με αφορμή τον  COVID-19 και η οποία ήδη έχει κοστίσει πολλά στην παγκόσμια οικονομία και θα κοστίσει ακόμη περισσότερα ίσως μας αποδείξει ότι πλέον δεν υπάρχουν περιθώρια να ξανασωθεί ό,τι και όπως «σώθηκε» το 2008. Ίσως αυτό που πρέπει να σώσουν πλέον οι Κεντρικές Τράπεζες είναι τη ζήτηση…

* Ο κ. Στέλιος Ορφανάκης έχει εργαστεί μεταξύ άλλων θέσεων ως Επενδυτικός Σύμβουλος στην Ιδιωτική Τραπεζική (Alpha Private Bank – Όμιλος ALPHA BANK) ενώ τώρα εργάζεται ως Καθηγητής (M.Sc) Φυσικών και Θετικών Επιστημών στη Δημόσια Εκπαίδευση. Είναι πτυχιούχος φυσικός με μεταπτυχιακές σπουδές, έχει εξειδικευθεί στην Τραπεζική Διοίκηση και σε Παράγωγα Προϊόντα.

 

Δείτε και αυτά