*Του Δημήτρη Μπάρμπα
Λάρισα 19 Απρίλη 2019
«Στις 4:00 π.μ. της 19ης Απριλίου (Μεγάλο Σάββατο), κατελήφθη η Λάρισα. Τα τεθωρακισμένα της 2ας Τεθωρακισμένης Μεραρχίας διέσχισαν την πόλη, λίγο μετά ακολούθησαν τα Τμήματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας που διέσπασαν την άμυνα των Τεμπών. Γύρω στο μεσημέρι έφτασαν
στη Λάρισα τα τεθωρακισμένα των άλλων τμημάτων της 2ας Τεθωρακισμένης Μεραρχίας, που στις 18 Απριλίου είχαν καταλάβει την Ελασσόνα και αργότερα είχαν πολεμήσει κατά των Νεοζηλανδών στη διάβαση μεταξύ Ελασσόνας και Τυρνάβου.
Τα τελευταία βρετανικά αποσπάσματα εγκατέλειψαν βιαστικά την πόλη, λίγο πριν από την είσοδο των πρώτων γερμανικών τεθωρακισμένων, αφήνοντας πίσω τους τεράστιες ποσότητες τροφίμων. Έγιναν ακόμα μερικές συγκρούσεις με Μονάδες που δεν είχαν μπορέσει να απομακρυνθούν έγκαιρα από την περιοχή της Λάρισας, όμως ουσιαστικά οι μάχες των στενών είχαν τελειώσει»[1].
Εβδομήντα οκτώ χρόνια πέρασαν από την μέρα που τα ναζιστικά κτήνη πατούσαν με το δολοφονικό και μιαρό τους πόδι την Ελλάδα.
Την ώρα που ο Ελληνικός λαός έδινε την γιγάντια άνιση μάχη – ουσιαστικά μόνος – με το άλλο φασιστικό τέρας, τους Ιταλούς. Προδομένος από τη καθεστωτική πολιτική του ηγεσία και τη ναζιστοαναθρεμένη στρατιωτική ανώτατη ιεραρχία, που για τέσσερα χρόνια τον βασάνιζε με τη ναζιστικού τύπου δικτατορία, χωρίς να τον προετοιμάζει για την άμυνα ενάντια στην Λερναία Ύδρα του Άξονα.
Φυσικά, η ιδεολογική ερωτοτροπία του δικτάτορα Μεταξά με τον φασισμό και τον ναζισμό, περισσότερο θα τον ικανοποιούσε να είναι σύμμαχός τους στον άξονα παρά να βρίσκεται αντίπαλός τους. Αυτό δεν κατάφερε να το επιβάλει, αφού νέμονταν την εξουσία με τον άλλο πυλώνα της εξάρτησης (Άγγλους), τον Γκλύξμπουργκ, που σ’ αυτόν όφειλε και την τοποθέτησή του. Γράφει στα απομνημονεύματά του: «Εγώ εν τη εξελίξει ταύτη καθώρισα ήδη τον δρόμον μου, προ πολλού. Είμαι στρατιώτης και ευγενής [!!!] και θέτω εις την υπηρεσίαν του Βασιλέως μου το ξίφος μου, του αφιερώ δε την ζωήν και την διάνοιάν μου[;]. Μου είναι αδιάφορον αν ο Βασιλεύς είναι καλός ή κακός, επιβλαβής ή ωφέλιμος. Δεν εξετάζω αν αι πράξεις του προξενούν καλόν ή κακόν εις το Έθνος. Τον ακολουθώ τυφλώς εις ό,τι θέλει. Η θέλησίς του είναι δι’ εμέ νόμος».
[Και με ποιο «αντίτιμο», θα ρώταγε κανείς, όλ’ αυτά τα «τυφλώς» και τα ρητώς αντεθνικά; Αλλά να, υπάρχει το «αντίτιμο», και είναι εμετικό, είναι γλοιώδες:]
«Θεωρώ εμαυτόν ευτυχή ότι χαίρω την ευμένειαν του Διαδόχου [sic ο βαρβαρισμός του θέλοντος να παραστήση τον «πολλά γνώστη» της ελληνικής Μεταξά!] αρχηγού αποφασιστικού και φιλοδόξου» […] «Φιλοδοξίαν άλλην δεν έχω ή το να πράξω, προς τον Βασιλέα και αυτόν -τον Διάδοχο- το καθήκον μου. Η προς αυτούς αφοσίωσίς μου δεν έχει οπισθοβουλίαν». [Περιττή, γράφει ο Ρένος Αποστολίδης. Αφού έχει τέτοιαν «εμπροσθοβουλίαν» δούλου, όπως το εξέθεσα παραπάνω: νάχει την εύνοιά τους!]
Η άνανδρη και πισώπλατη επίθεση απ’ τα χιτλερικά στρατεύματα,
αλλάζει όλο το σκηνικό του πολέμου στην Ελλάδα. Οι στόχοι κατάληψης περιοχών «ζωτικών συμφερόντων»[2] τους, για τη λεηλασία και την αναδιανομή του φυσικού πλούτου των χωρών αυτών, γεννάει τις ιμπεριαλιστικές κατακτήσεις που άλλοτε εμφανίζονται με «ειρηνικές» διεισδύσεις και άλλες φορές με πολέμους – όπως σήμερα στην Συρία και την ευρύτερη Μ. Ανατολή – με κύριο στόχο τον έλεγχο του ενεργειακού φυσικού πλούτου των χωρών αυτών.
Όλα αυτά σε βάρος των λαών που βιώνουν την απάνθρωπη εκμεταλλευτική «φύση» του καπιταλισμού που το μόνο που δεν του νοιάζει είναι αν ξεσπιτωθείς, αν πνιγείς στα νερά του Αιγαίου ή του Έβρου, είτε αφήσεις τα κόκαλά σου σε κάποιο ορεινό πέρασμα των συνόρων ή θα αποτελέσεις αναλώσιμη βορά των κανονιών του ή πειραματόζωα στα «ερευνητικά» εργαστήρια των εταιριών τους τύπου Νταχάου.
Αυτό βίωσε και η πατρίδα μας με την εισβολή και την κατοχή των φασιστών του Μουσολίνι και των Γερμανών ναζιστών. Καμιά ανθρωπιστική, πολιτιστική ευαισθησία ή θρησκευτικό συναίσθημα (αφού ήταν χριστιανοί και που συχνά αναφέρονται σ’ αυτό, βέβαια για «λαϊκή κατανάλωση»), δεν παίρνουν υπόψη, οι κατακτητές, προκειμένου να πετύχουν το στόχο τους.
Η χιτλερική αεροπορία κυρίαρχη σάρωνε τα πάντα και σκορπούσε παντού την καταστροφή. Η μικρή αλλά σημαντική αντίσταση για την συντεταγμένη υποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, από τους Αυστραλούς και τους Νεοζηλανδούς στα Τέμπη και στην περιοχή της Ελασσόνας έσπασε.
Η Λάρισα τη Μεγάλη Βδομάδα ζει τραγικές στιγμές και πληρώνει την προδοσία των πεμπτοφαλαγγιτών στρατηγών. Οι συναγερμοί αρχίζουν απ’ τη Κυριακή των Βαΐων και συνεχίζονται όλη τη βδομάδα. Είναι και για τους Λαρισινούς η πραγματική «βδομάδα των παθών». Την Τρίτη γίνεται μια τρομοκρατική αεροπορική επιδρομή εναντίον των εγκαταστάσεων του αεροδρομίου και της πόλης μας.
Οι κάτοικοι ζουν ώρες φρίκης. Οι δρόμοι σκεπάζονται από τα χαλάσματα και τα σπίτια σωριάζονται σε ερείπια. Οι Λαρισινοί αναγκάζονται να εγκαταλείψουν την πόλη. Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής δεν μένει ψυχή στη Λάρισα. Ο σεισμός της 1ης Μάρτη του 1941, που συμπληρώθηκε από τον θρασύδειλο ιταλικό βομβαρδισμό της επομένης του σεισμού, έρχεται να συμπληρωθεί και με τον Γερμανικό βομβαρδισμό, ολοκληρώνοντας έτσι τον πρώτο κύκλο γνωριμίας(!) με τον «ανώτερο πολιτισμό της αρίας φυλής», που γέμισε τα νεκροταφεία της Λάρισας με αθώους πολίτες.
Την επομένη θα έμπαιναν οι Γερμανοί και κανένας δεν ήθελε ν’ αντικρίσει τους βαρβάρους καταχτητές. «Υπάρχουν όμως 3-4 εξαιρέσεις. Μερικοί αδιόρθωτοι χιτλερικοί, που τώρα παριστάνουν τον «εθνικόφρονα», μένουν για να προσφέρουν στον πρώτο Γερμανό μοτοσικλετιστή την ανθοδέσμη της υποταγής.
Άλλωστε δεν θα βγουν ζημιωμένοι. Το πλιάτσικο προμηνύεται πλούσιο. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου οι Ούννοι μπαίνουν στη πόλη μας. Αρχίζει μια λεηλασία δίχως προηγούμενο. Εκατοντάδες γερμανικά αυτοκίνητα γεμίζουν με ότι καλύτερο έχουν τα μαγαζιά και τα σπίτια».[3]
Η Λάρισα από δω και μπρος είναι σκλάβα. Μια σκλάβα όμως που δεν υποτάχτηκε ποτέ της. Δέχτηκε τα πλήγματα, μα δε λύγισε. Σκορπισμένη έτσι όπως ήτανε στα χωριά, σαν ένας άνθρωπος άρχισε να σκέφτεται για τη λευτεριά.
Ύστερα από ένα μήνα η Λάρισα γίνεται ο εκφραστής του πόθου του Θεσσαλικού Λαού για τη Λευτεριά. Γίνεται το κέντρο της οργανώσεως της αντιστάσεως κατά του εχθρού. Μέσα απ’ τα ερείπιά της η καινούργια ζωντανή πραγματικότητα. Η Αντίσταση, που οι δυνάμεις της μέσα κυρίως από τις γραμμές του ΕΑΜ δρουν αποφασιστικά συμβάλλοντας στον συμμαχικό αγώνα για την στρατιωτική ήττα του φασισμού. Ακόμα και σήμερα, αλλά και για πάντα θα θυμούνται οι Θεσσαλοί και οι Λαρισινοί τους ανθρώπους τους που θυσιάστηκαν άδολα στο βωμό της Λευτεριάς και υπόσχονται πως θα συνεχίσουν να παλεύουν μέχρι την τελική ιδεολογική ήττα του συστήματος που γεννά τον φασισμό και τον ναζισμό και τα παράγωγά του.
«…Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο».[4]
Και ξέρουμε πολύ καλά, όπως λέει ο Ρίτσος παρακάτω, πως:
«…έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ
ώσπου να μάθεις τον κόσμο να γελάει».
- Ετικέτες: κατοχή, Λάρισα, στρατεύματα