ΟΚ, «με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη», αλλά ποιος μπορεί να ξεχάσει τον Βασίλη Λυπηρίδη;

Η ιστορία είναι πολύ ένδοξη για να ξεχαστεί, παρότι το παρόν δεν είναι τόσο λαμπερό για να τη συντηρήσει. Οι παλιοί τη θυμούνται, οι νέοι την μαθαίνουν – είναι η ιστορία του «αυτοκράτορα Άρη». Μιας ομάδας που δικαιούται όσο καμία άλλη, ποτέ άλλοτε και σε κανένα σπορ, να ισχυριστεί ότι υπήρξε «η ομάδα όλων των Ελλήνων» (άντε, ας εξαιρέσουμε τους ΠΑΟΚτσήδες). Με έναν τρόπο αβίαστο κι αυθόρμητο, όχι ψυχαναγκαστικά (ψευτο)πατριωτικό. Για μια τετραετία, από τις ιστορικές αναμετρήσεις με την Τρέισερ Μιλάνο τον χειμώνα του 1986 μέχρι το Final Four της Σαραγόσα το 1990 (με το Ευρωμπάσκετ του 1987 να λειτουργεί φυσικά ως τούρμπο επιταχυντής), ένα ολόκληρο έθνος ζούσε τις Πέμπτες «με τον Άρη στην Ευρώπη». Τα θέατρα και τα σινεμά έκλειναν, η τηλεθέαση στη δημόσια τηλεόραση σημείωνε αδιανόητα ρεκόρ, ο Γιάννης Ιωαννίδης ίδρωνε κάθε εβδομάδα σε 50 αποχρώσεις του ελληνικού ταμπεραμέντου, ο Λευτέρης Σούμποτιτς ήταν ο γοητευτικός σουτέρ που λάθευε σπάνια από τις γωνίες, ο καναδός Γκρεγκ Γουίλτζερ πάντα έριχνε μια δοκιμαστική στον αέρα προτού σουτάρει κανονικά από την γραμμή των βολών, στην εξέδρα (αλλά και στα μπουζούκια) ο κόσμος φυσικά τραγουδούσε «με τον Γκάλη, τον Γιαννάκη, τον Φιλίππου και τ’ άλλα παιδιά…».

Κάπου εκεί δίπλα, σιωπηλός, υπάκουος και σκληροτράχηλος, στεκόταν ο Βασίλης Λυπηρίδης. Ο τύπος που θα έμενε στην ιστορία ως ο αρχετυπικός ρολίστας των χρυσών ημερών του ελληνικού μπάσκετ. Πάντα έτοιμος να μαρκάρει τον καλύτερο σκόρερ των αντιπάλων, να ρίξει και να φάει ξύλο λειτουργώντας ως «σωματοφύλακας» των μεγάλων σταρ. Η μπάλα περνούσε από τα χέρια του σπάνια, η δουλειά που έκανε δε φαινόταν στην στατιστική. Κι όμως, έγραψε τη δική του ιστορία κατακτώντας έξι πρωταθλήματα, πέντε κύπελλα κι ένα Κύπελλο Κυπελλούχων, συμμετέχοντας σε 3 Final Four, φορώντας την κιτρινόμαυρη φανέλα για 11 χρόνια από το 1985 ως το 1996 που η παρακμη της «αυτοκρατορίας» είχε ήδη ξεκινήσει.

Μιλήσαμε στο τηλέφωνο τη Μεγάλη Εβδομάδα, ανταλλάσοντας εμπειρίες καραντίνας με 504 χιλιόμετρα απόσταση. «Κοίτα, εμείς οι πρώην αθλητές είμαστε κάπως συνηθισμένοι σε περιορισμούς. Με όλους αυτούς του κανόνες που έπρεπε να ακολουθούμε, με τα ταξίδια και τα ξενοδοχεία πριν τους αγώνες. Άρα για μένα ο εγκλεισμός δεν ήταν κάτι ακριβώς πρωτόγνωρο. Φυσικά, δεν είναι ευχάριστο.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη με εύκολη πρόσβαση στον υπαίθριο χώρο. Η παραλία είναι ο νούμερο ένα προορισμός. Μου φάνηκε, για να είμαι ειλικρινής, λίγο υπερβολικό το μέτρο του κλεισίματός της, έπαιξε τον ρόλο της και η υπερβολή των μίντια με το περίφημο βίντεο. Από την άλλη, μερικές φορές παίρνεις αυστηρά μέτρα για να προλάβεις τα χειρότερα. Νομίζω, πάντως, ότι και στη Θεσσαλονίκη, αλλά και γενικά σε όλη την Ελλάδα, ο κόσμος έχει δείξει πειθαρχία μέχρι τώρα».

ΟΒασίλης Λυπηρίδης γεννήθηκε πριν 53 χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Παρά τα 202 εκατοστά του, το μπάσκετ άργησε πολύ να τον απσχολήσει. Έκανε τα πρώτα του βήματα στην Έδεσσα, όπου είχαν μετακομίσει λόγω της δουλειάς του πατέρα του, και σε ηλικία 18 χρόνων πήρε μεταγραφή στον Άρη. Δύο τα πρόσωπα-κλειδιά: ο τότε έφορος Φάνης Ταρνατώρος (σήμερα γενικός διευθυντής του Χολαργού) και ο κόουτς Μάκης Πιριτίδης (ο λόγος του μετρούσε για τις ομάδες της Θεσσαλονίκης και τον είχε κοουτσάρει έναν χρόνο στη ΧΑΝΘ). Παρολ’ αυτά… «Εμένα ο στόχος μου δεν ήταν να παίξω μπάσκετ, το έκανα γιατί έπαιζε ο αδερφός μου. Το όνειρό μου ήταν να σπουδάσω φυσικός. Μπήκα όντως στο Φυσικομαθηματικό της Θεσσαλονίκης και, παράλληλα, πήρα την μεταγραφή στον Άρη. Βρέθηκα λοιπόν σε ένα σταυροδρόμι: η επιστήμη που αγαπούσα και το αθλητικό κομμάτι που όλο και περισσότερο με γοήτευε, είχαν αρχίσει και οι επιτυχίες και σε εθνικό επίπεδο. Δυστυχώς δεν πήρα ποτέ το πτυχίο, γιατί οι υποχρεώσεις έγιναν ξαφνικά τεράστιες – λείπαμε όλο τον χρόνο από τα σπίτια μας. Όταν αποσύρθηκα, σπούδασα ανθρωπιστικές επιστήμες (Ελληνικό Πολιτισμό) στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο, το απωθημένο εξακολουθούσε να υπαρχει και το ικανοποίησα».

Είναι πολύ πιθανό να μη θυμάστε πολλές ατάκες του από τα «χρυσά χρόνια», πολλές φωτογραφίες του από τα επινίκια με γαρύφαλλα, πούρα και λοιπά αξεσουάρ. Γύρω από τον Άρη της εποχής είχε διαμορφωθεί ένα ιδιότυπο lifestyle: το «Ακρόαμα», η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πάριος, ο Βασίλης Τσιβιλίκας, το τραγούδι «Και το βράδυ, το βραδάκι…» του Λεωνίδα Βελλή (καμιά φορά εκεί διαδκέδαζε και κανένας ξένος διαιτητής, μετά το ματς στο Παλέ, όπως ο πολωνός Ζιχ). Πέραν του ότι τα φώτα έπεφταν μοιραία περισσότερο στους σταρ, ο ίδιος ήταν πολύ πιο χαμηλού προφίλ και πολύ διαφορετικών ενδιαφέροντων. «Ναι, ανήκα μάλλον σε διαφορετικό καλούπι από το τυπικό του επαγγελματία αθλητή. Πολλές φορές, να πω την αλήθεια, αισθανόμουν κι έξω από τα νερά μου. Δεν ήμουν της νυχτερινής διασκέδασης, πιο πολύ τα πολιτιστικά δρώμενα με ενδιέφεραν. Για μένα, προσωπικά, οι βραδιές μετά τα ματς με έβρισκαν σπίτι μου. Στο Ακρόαμα, ας πούμε, άντε να έχω πάει 2-3 φορές, μάλλον σε κάποια μεγάλα επινίκια π.χ. μετά από πρόκριση σε F4. Το συγκεκριμένο κέντρο είχε συνδεθεί με την ομάδα λόγω και του ιδιοκτήτη του, του Δημήτρη Φίστα, που ήταν Αρειανός». 

Διαβάστε ολόκληρο το πολύ ωραίο αφιέρωμα εδώ

Δείτε και αυτά