Ήταν μια Δευτέρα σαν όλες τις άλλες και το ημερολόγιο έγραφε 5 Μαρτίου. Το Μοντεβιδέο ήταν κρύο, αλλά ο Σεβερίνο Καστίγιο έπρεπε να κάνει τη δουλειά του ως επιστάτης. Έφτασε μαζί με τον πιστό του σκύλο στο συγκρότημα με τα τέσσερα γήπεδα τένις και τα δύο γήπεδα ποδοσφαίρου. Το ένα από αυτά ήταν η έδρα της Κλουμπ Νασιονάλ ντε Φουτμπολ, μιας ομάδας που ήδη έγραφε ιστορία στο ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης και θα συνέχιζε να γράφει μέχρι τις μέρες μας. Το Εστάδιο Γκραν Πάρκε Σεντράλ είχε καεί σχεδόν ολοσχερώς το 1911 και ξαναχτίστηκε. Εκεί η Νασιονάλ είχε πανηγυρίσει τους τρεις τελευταίους συνεχόμενους τίτλους της και έδινε τη μάχη της για το πρωτάθλημα του 1918. Την προηγούμενη ημέρα είχε επικρατήσει με 3-1 επί της Τσάρλεϊ.
Παρά την παγωνιά, ο Καστίγιο έπιασε δουλειά νωρίς νωρίς στο φράχτη του γηπέδου, μέχρι που ο σκύλος του άρχισε να γαβγίζει [τουλάχιστον σύμφωνα με μία από τις εκδοχές της ιστορίας]. Ο Καστίγιο γύρισε και είδε ότι στη μέση του γηπέδου υπήρχε κάτι. Καθώς πλησίασε, κατάλαβε ότι αυτό το κάτι ήταν ένας άνθρωπος και η καρδιά του Καστίγιο άρχισε να χτυπά με αγωνία. Φτάνοντας δίπλα, κατάλαβε ότι ο πεσμένος άνθρωπος ήταν νεκρός και δίπλα στο πτώμα υπήρχε ένα πιστόλι. Ο άνθρωπος που είχε χάσει τη ζωή του ήταν γνωστός του. Ήταν ο Αμπντόν Πόρτε.
Παίκτης της Νασιονάλ από το 1911, ο Πόρτε ήταν από τους αγαπημένους της εξέδρας. Ξεκίνησε την καριέρα του από την Κολόν, πήγε στη Λιμπερτάδ και στη συνέχεια στη Νασιονάλ. Αν και αρχικά έπαιζε στην πτέρυγα, μετατράπηκε σε ένα μαχητικό αμυντικό χαφ φορώντας το νούμερο 5, τον αριθμό που στη λατινική Αμερική μέχρι και σήμερα υποδηλώνει αυτή τη θέση. Ήταν ο παίκτης που έδινε τα πάντα στο χορτάρι, μάτωνε για την ομάδα του για 90′ σε κάθε αγώνα. Πήρε το παρατσούκλι “Ελ Ίντιο” και έφτασε να φορέσει το περιβραχιόνιο της Νασιονάλ, ζώντας τη χρυσή εκείνη περίοδο. Ένας καλός φίλος και καλός άνθρωπος που όλοι συμπαθούσαν. Μόλις λίγες ώρες πριν, είχε παίξει στο νικηφόρο παιχνίδι της αγαπημένης του ομάδας, η 207η εμφάνισή του με τους Τρικολόρ ήταν και η τελευταία του. Ο Πόρτε, όπως συνηθιζόταν τότε, βγήκε έξω με τους συμπαίκτες τους και μέλη της διοίκησης για να γιορτάσει τη νίκη της Νασιονάλ. Κανείς δεν πίστευε ότι λίγο αργότερα, ο φίλος τους και συμπαίκτης τους, θα βρισκόταν νεκρός.
Ο Πόρτε ήταν από το Ντουράνσο, μια πόλη της κεντρικής Ουρουγουάης, και από μια φτωχή οικογένεια. Το ποδόσφαιρο που είχε έρθει από τους Άγγλους τότε, ήταν ένα σπορ για την καλή κοινωνία, για μια συγκεκριμένη κάστα ανθρώπων. Ο Πόρτε μπόρεσε να γίνει παίκτης της Νασιονάλ όταν η τελευταία άλλαξε διοίκηση και αποφάσισε μετά από γενική συνέλευση να σταματήσει να είναι ένας σύλλογος για την ελίτ, ανοίγοντας τις πόρτες και στα πιο λαϊκά στρώματα. Από τον Μάρτιο του 1911 που φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα της ομάδας, ο Αμπντόν δεν την αποχωρίστηκε ποτέ μέχρι και εκείνο το ξημέρωμα της Δευτέρας του Μαρτίου του 1918.
Ο θάνατος δεν ήταν κάποιο ατύχημα ή εγκληματική ενέργεια, ήταν αυτοκτονία. Ο Ίντιο έστρεψε το πιστόλι του προς την καρδιά του. Σοκαρισμένοι όλοι προσπαθούσαν να καταλάβουν τον λόγο. Αρχικά αναφέρθηκε ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα. Είχε παραιτηθεί από τη δουλειά του (μην ξεχνάμε ότι τότε με το ποδόσφαιρο δεν μπορούσε να ζήσει κανείς) σε ένα φαρμακείο. Οι συμπαίκτες του όμως το διέψευσαν κατηγορηματικά. Δεν τους είχε πει τίποτα τέτοιο. Ο Πόρτε μάλιστα είχε προγραμματίσει τον γάμο του για τις 3 Απριλίου. Παρότι οι πηγές δεν είναι πολλές και η λατινοαμερικάνικη μυθοπλασία περιπλέκεται με την πραγματικότητα, οι αναφορές της εποχής συμφωνούν ότι οι λόγοι ήταν καθαρά ποδοσφαιρικοί.
Η αυτοθυσία του Πόρτε τον είχε κάνει να παίρνει μεγάλο ρίσκο σε κάθε αγώνα. Να παίζει ακόμα και όταν δεν έπρεπε. Να είναι τραυματίας και να μη βγαίνει έξω. Σε ένα ντέρμπι με την Πενιαρόλ είχε χτυπήσει στο γόνατο σοβαρά, αλλά η ομάδα δεν μπορούσε να κάνει αλλαγές και ο ίδιος επέλεξε να βγάλει το ματς μέχρι το τέλος. Ήταν αυτή η αυτοθυσία που τον έκανε τόσο αγαπητό, αλλά και που παράλληλα άρχισε να τον κάνει να μην μπορεί να παίξει τόσο καλά. Ο Ίντιο έχασε αρκετούς αγώνες μετά από εκείνον τον τραυματισμό και στο τέλος του πρωταθλήματος του 1917 έκανε κάποιες μέτριες εμφανίσεις. Σύμφωνα με τα άρθρα της εποχής, η Νασιονάλ είχε διαπιστώσει το πρόβλημα και γι’ αυτό αποφάσισε να μεταφέρει στη θέση του τον Αλφρέντο Ζιμπέτσι που μόλις είχε αποκτήσει από τους Γουόντερερς. Αλλά δεν ήταν τόσο ο φόβος της χαμένης θέσης (ο Πόρτε ήταν άλλωστε μαχητής), όσο η διαπίστωση ότι δεν θα μπορούσε να προσφέρει πλέον στο γήπεδο, ότι δεν μπορούσε πλέον να ξεπεράσει τον πόνο χάρη στην περίφημη garra charrúa της Ουρουγουάης.
Αυτό υποστήριξε άλλωστε κι ο αδερφός του Χουάν που διηγήθηκε ότι συνάντησε τον Αμπντόν και αυτός ήταν απογοητευμένος. Του είχε δείξει το πονεμένο γόνατό του, το ένιωθε “σκληρό”, δεν μπορούσε να το κουνήσει. Ο αδερφός του, βλέποντάς τον στενοχωρημένο, του υποσχέθηκε ότι την ερχόμενη εβδομάδα θα πήγαιναν στην παραλία. Το νερό κι η άμμος θα έκαναν καλό. Ο σκληροτράχηλος Ίντιο του είπε ότι η ζωή χωρίς να μπορεί να υπερασπίζεται τη Νασιονάλ δεν έχει νόημα. Ο Χουάν προσπάθησε να τον καθησυχάσει, λέγοντας ότι θα μπορούσε να βοηθήσει τον σύλλογο από κάποιο άλλο πόστο. Σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, ο Ίντιο του απάντησε: «Όχι, εγώ μάχομαι για τη Νασιονάλ στο γήπεδο. Αν δεν μπορώ να το κάνω, θα αυτοπυροβοληθώ την επόμενη ημέρα».
Ο Αμπντόν Πόρτε το έκανε πραγματικότητα. Μαζί του είχε δύο γράμματα που βρέθηκαν στο ψάθινο καπέλο του. Το ένα ήταν για την οικογένειά του. Σε αυτό ζητούσε μεταξύ άλλων να θαφτεί στο νεκροταφείο Λα Τέχα, δίπλα στους αδερφούς Σέσπεδες. Τα τρία αδέρφια Σέσπεδες ήταν από τα μεγαλύτερα ονόματα της Νασιονάλ εκείνη την εποχή. Δυστυχώς όμως, ο Μπολίβαρ και ο Κάρλος Σέσπεδες έχασαν τη ζωή τους μερικά χρόνια πριν από την ασθένεια της ευλογιάς που ήταν ιδιαίτερα θανατηφόρα εκείνη την περίοδο. Πράγματι, η επιθυμία του έγινε πραγματικότητα, από τον τρίτο αδερφό Σέσπεδες που κατάφερε να βρει χώρο για την τελευταία κατοικία του Πόρτε δίπλα στους αδερφούς του. Η κηδεία του έγινε παρουσία πλήθους κόσμου που από το στάδιο της Νασιονάλ πήγε μέχρι το νεκροταφείο, με τους συμπαίκτες του να κρατούν το φέρετρο και στεφάνια να στέλνει μεταξύ άλλων κι η μεγάλη αντίπαλος Πενιαρόλ.
Το δεύτερο γράμμα του Πόρτε ήταν προς τον πρόεδρο του συλλόγου και έγραφε: «Αγαπητέ κύριε Ντελγκάδο. Ζητώ από εσάς και από τα άλλα μέλη της διοίκησης, να κάνετε για την οικογένειά μου, αυτό που έκανα κι εγώ για σας. Αντίο.» Από κάτω, ο Πόρτε έκλεινε το μήνυμά του με λόγια προς την αγαπημένη του ομάδα: «Έδωσα το αίμα μου για τους συμπαίκτες μου, τώρα και για πάντα γι’ αυτόν τον μεγάλο σύλλογο. Ζήτω η Κλουμπ Νασιονάλ!» Ο Ίντιο έμεινε για πάντα στην ιστορία του ποδοσφαίρου, θυμίζοντας κάπως την ιστορία του ντε Μπαρτολομέι χρόνια μετά. Η απόφαση ακατανόητη για πολλούς, είτε με τα τωρινά μάτια, είτε ακόμα και εκείνα τα χρόνια, σε ένα ποδόσφαιρο πολύ πιο ρομαντικό, εκεί που η φανέλα και η αγάπη για την ομάδα έπαιζε τεράστιο ρόλο. Ο Πόρτε έδωσε τέλος στη ζωή του σοκάροντας το ποδόσφαιρο της Ουρουγουάης, ένα θλιβερό φινάλε που δεν έπρεπε να είχε συμβεί. Κατάφερε όμως, έστω κι έτσι, αυτό που ήθελε. Να βρίσκεται πάντα εκεί, να συνεχίζει να παίζει για την ομάδα του. Η δυτική εξέδρα του γηπέδου της Νασιονάλ πήρε το όνομα Tribuna Abdón Porte, ενώ ένα πανό υπενθυμίζει στους εκάστοτε παίκτες της Νασιονάλ να παίξουν “για το αίμα του Αμπντόν”. Και σε έναν τοίχο στο τούνελ του γηπέδου, οι ποδοσφαιριστές πριν βγουν στο χορτάρι, διαβάζουν: “εδώ έχασε τη ζωή του ο Αμπντόν Πόρτε, για την αγάπη του για τη Νασιονάλ”.
- Πηγή: sombrero.gr
- Ετικέτες: αγάπη, Αμπτόν, ομάδα, Πόρτε