Ο σημερινός προορισμός μας θα σας ταξιδέψει σε άλλες εποχές. Πιο σκληρές και βάρβαρες. Σε εποχές που τα σπαθιά έμπαιναν μπροστά σε κάθε μάχη. Είμαστε σε κάστρο που βρίσκεται πλέον σε ερειπιώδη κατάσταση σε βραχώδες ύψωμα βορειοδυτικά από το χωριό Δαμάσι Τυρνάβου. Το ύψωμα δεσπόζει πάνω από τα στενά του Τιταρήσιου ποταμού (παραπόταμου του Πηνειού).
Απολαύστε το ταξίδι με τη στήλη «Ταξιδεύοντας» του «Best Of Larissa»
Φωτορεπορτάζ – κείμενο Λεωνίδας Τζέκας
Είναι από τα μεγαλύτερα κάστρα της ηπειρωτικής Ελλάδας, με έκταση που προσεγγίζει τα 45 στρέμματα. Πολύ ασυνήθιστο μέγεθος για οχύρωση που δεν προστάτευε κάποια μεγάλη πόλη ή κάποιο σπουδαίο φρούριο. Αν το συγκρίνουμε με άλλα βυζαντινά ή φράγκικα κάστρα, στην υπόλοιπη Ελλάδα, το μέγεθος είναι τεράστιο. Αν κρίνουμε από την έλλειψη επαρκών ιστορικών αναφορών για το κάστρο και από την απουσία ευδιάκριτων ερειπίων από κτίσματα στο εσωτερικό του, συμπεραίνουμε ότι, παρά το μέγεθός του, το κάστρο δεν υπήρξε ποτέ κάποια αξιομνημόνευτη πόλη.
Το κάστρο είναι χτισμένο σε στρατηγικό σημείο. Επιτηρούσε τη στενή στο σημείο αυτό κοιλάδα του Τιταρήσιου ποταμού και τη γνωστή από τον πόλεμο του 1897 κλεισούρα Ρεβένι. Λόγω της θέσης του κάστρου, ανεξάρτητα από το χρόνο κατασκευής του, υποθέτουμε ότι ο βασικός λόγος ύπαρξής του ήταν η αντιμετώπιση ενός από βορράν κινδύνου.
Πιθανολογείται ότι στη θέση αυτή υπήρχε η αρχαία πόλη Μύλαι, κάτι που δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο. Πάντως η χρήση υλικού από αρχαία κτίσματα στην τοιχοποιία δηλώνει ότι κάποιο αρχαίο πόλισμα ή φρούριο υπήρχε πράγματι εκεί. Το κάστρο με τη μορφή που διασώζεται σήμερα είναι μεσαιωνικό, αλλά η χρονολογία κατασκευής δεν είναι γνωστή. Στο διαδίκτυο παρέχεται η πληροφορία ότι κατασκευάστηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ.. Αυτό δεν αποκλείεται, αλλά δεν προκύπτει από πουθενά. Και μάλλον δεν ισχύει. Το κάστρο παρέμεινε ουσιαστικό άγνωστο για τη βυζαντινή και τη μεσαιωνική ιστοριογραφία. Αναφέρεται από ιστορικές πηγές μία και μοναδική φορά, τον 14ο αιώνα (περισσότερα γιαυτό στη συνέχεια). Αυτό καθιστά προβληματική τη χρονολόγησή του και περιορίζει τις πιθανότητες να χτίστηκε από πολύ παλιά. Εξ όσων γνωρίζουμε, το κάστρο Δαμασίου δεν έχει μελετηθεί ποτέ σοβαρά. Η έλλειψη αρχαιολογικού ενδιαφέροντος έχει να κάνει αφενός με το γεγονός ότι δεν αναφέρεται από ιστορικές πηγές και αφετέρου με την απουσία μνημείων προς έρευνα στο εσωτερικό. ΄Ετσι δεν υπάρχουν καθόλου σχετικές βιβλιογραφικές αναφορές. Το βέβαιο είναι ότι δεν συμπεριλαμβάνεται στην πληθώρα των φρουρίων που κατασκευάστηκαν ή επισκευάστηκαν επί Ιουστινιανού, στα μέσα του 6ου αιώνα, καθώς δεν συγκαταλέγεται στα κάστρα της Θεσσαλίας που αναφέρει ο ιστορικός Προκόπιος στο Περί Κτισμάτων έργο του. To κάστρο του Δαμασίου λοιπόν δεν κτίστηκε τότε. Ούτε τους επόμενους τρεις αιώνες καθώς από το τέλος του 6ου με αρχές του 7ου αιώνα οι Σλάβοι κατέκλυσαν και εγκαταστάθηκαν στην ενδοχώρα της Θεσσαλίας που εισήλθε σε μια σκοτεινή περίοδο λήθης και παρακμής. Στις αρχές του 10ου αιώνα ο Βούλγαρος ηγεμόνας Συμεών Α’ εκμεταλλευόμενος την εμπλοκή του Βυζαντινού στρατού σε επιχειρήσεις εναντίον των Αράβων στην Μικρά Ασία, προσπάθησε να επεκτείνει τα όρια της επικράτειάς του διεισδύοντας προς νότο. Οι Βυζαντινοί τον αναχαίτισαν τελικά, αλλά οι Βούλγαροι απέκτησαν μια παρουσία στη Δυτική Μακεδονία για πολύν καιρό. Μετά από αυτήν την εξέλιξη, περί το 920, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ρωμανός Λεκαπηνός έχτισε μερικά κάστρα στην περιοχή. Πιστεύεται (χωρίς να είναι απολύτως βέβαιο) ότι τότε δημιουργήθηκαν κάστρα όπως των Μογλενών και των Σερβίων, αλλά και κάποια κάστρα στη Θεσσαλία. Μια πρώτη λοιπόν υπόθεση για τη χρονολογία κατασκευής του κάστρου του Δαμασίου είναι ότι ίσως κτίστηκε στις πρώτες δεκαετίες του 10ου αιώνα για να αντιμετωπισθούν οι επεκτατικές διαθέσεις των Βουλγάρων.
Η βουλγαρική επιθετικότητα στη Θεσσαλία εκδηλώθηκε ξανά προς το τέλος του 10ου αιώνα (με ηγέτη τον τσάρο Σαμουήλ), κορυφώθηκε το 983 με την κατάληψη της Λάρισας, αλλά τερματίστηκε το 997 με τη νίκη του Νικηφόρου Ουρανού στη μάχη του Σπερχειού. Οι επόμενες δεκαετίες ήταν μια περίοδος αναμφισβήτητης κυριαρχίας της κεντρικής Βυζαντινής εξουσίας στην περιοχή. Οι πληθυσμοί των Σλάβων μειώθηκαν καθώς όσοι από αυτούς δεν συμμάχησαν με τους Βουλγάρους αφομοιώθηκαν, ενώ οι υπόλοιποι που δεν είχαν αφομοιωθεί ακολούθησαν την τύχη των Βουλγάρων και εκδιώχθηκαν μετά την οριστική ήττα του Σαμουήλ το 1014. Παράλληλα έκανε την εμφάνισή του ένα νέο νομαδικό και -περιστασιακά- πολεμικό φύλο, οι Βλάχοι, που αναφέρονται για πρώτη φορά από τις ιστορικές πηγές το 1075. Η εξάπλωση των Βλάχων υπήρξε τόσο μεγάλη, ώστε η Θεσσαλία τους επόμενους τρεις αιώνες αναφέρεται ως «Βλαχία» ή «Μεγάλη Βλαχία» ή «Μεγαλοβλαχία». Στο μεταξύ, η Κωνσταντινούπολη διένειμε γη στη Θεσσαλία σε διάφορους ευγενείς της αυτοκρατορίας που απέκτησαν το προσωνύμιο Κεφαλάδες. Από εκείνα τα χρόνια αρχίζει και ο κερματισμός της Θεσσαλικής γης σε μεγάλα φέουδα υπό τη διοίκηση ισχυρών οικογενειών. που απέκτησαν πρωτοφανή πλούτο και δύναμη. Τον 12ο αιώνα στη Θεσσαλία κυριαρχούν μερικές μεγάλες οικογένειες γαιοκτημόνων, αλλά εμφανίζονται και κάποιοι ηγέτες των Βλάχων με πολιτική και στρατιωτική ισχύ και με διασυνδέσεις με την άρχουσα τάξη του Βυζαντίου. Δεν αποκλείεται, εκείνη την εποχή, κάποιος από αυτούς τους τοπάρχες να κατασκεύασε κάποιο κάστρο όπως αυτό του Δαμασίου.
Μετά την Δ’ Σταυροφορία και την άλωση της Πόλης το 1204 από τους Φράγκους, η Θεσσαλία υπήχθη στο φράγκικο «Βασίλειο» της Θεσσαλονίκης. Η Φραγκοκρατία στη Θεσσαλία κράτησε μόλις 18 χρόνια. Στη συνέχεια πέρασε υπό τον έλεγχο του Δεσποτάτου της Ηπείρου. Μετά τον θάνατο του Δεσπότη Μιχαήλ Β΄ το 1268, ο νόθος γιος του, ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Α’ Δούκας ίδρυσε ένα αυτόνομο και ανεξάρτητο θεσσαλικό κρατίδιο που περιελάμβανε μεγάλο μέρος της σημερινής ανατολικής Στερεάς Ελλάδας και είχε πρωτεύουσα την Υπάτη. Ο Ιωάννης ήταν αφέντης της περιοχής από το 1263 έως το θάνατό του, το 1289-90. Τον διαδέχτηκε ο γιος του Κωνσταντίνος Δούκας και αυτόν ο Ιωάννης Β’ Δούκας. Ο Ιωάννης Β’ της Θεσσαλίας απεβίωσε το 1318 χωρίς άρρενες απογόνους, οπότε ξέσπασε πάλη για την εξουσία ανάμεσα σε διάφορους τοπικούς άρχοντες. Ένας από αυτούς ήταν ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος που είχε πολλά κτήματα στη δυτική Θεσσαλία και στη νοτιοδυτική Μακεδονία, από τα Τρίκαλα μέχρι την Καστοριά. Ο Γαβριηλόπουλος κάποια στιγμή μεταξύ 1318 και 1325 επεδίωξε της υποστήριξη της Κωνσταντινούπολης αναγνωρίζοντας την επικυριαρχία της στη Θεσσαλία. Ως ανταμοιβή, του δόθηκε ο τίτλος του σεβαστοκράτορος και αναγνωρίστηκε ως κυβερνήτης μεγάλου μέρους της Θεσσαλίας, διατηρώντας σχετική αυτονομία. Όμως η νότια Θεσσαλία και η Στερεά Ελλάδα πέρασε στον έλεγχο του φράγκικου Δουκάτου των Αθηνών. Η ανάληψη της εξουσίας από τον Γαβριηλόπουλο έχει ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του κάστρου του Δαμασίου. Το Δαμάσι αναφέρεται για πρώτη και μοναδική φορά από Βυζαντινή πηγή (από τον Ιωάννη Καντακουζηνό) ως «Δαμασίς» και ως ένα από τα κάστρα στη δικαιοδοσία του Γαβριηλόπουλου μαζί με Γόλο, Καστρί, Λυκόστομο, Ελασσόνα, Σταγούς (Καλαμπάκα), Τρίκαλα και Φανάρι. Είναι εξαιρετικά πιθανό το κάστρο Δαμασίου να δημιουργήθηκε επί εποχής Γαβριηλόπουλου, περί το 1330, προκειμένου να προστατευτεί το κρατίδιο τόσο από το νότο, όπου συνόρευε με τους επικίνδυνους Καταλανούς του Δουκάτου των Αθηνών, όσο και από Βορρά από όπου θα μπορούσαν να εισβάλλουν διάφοροι που ορέγονταν την περιοχή (από τους Δεσπότες της Ηπείρου, μέχρι τους Βουλγάρους, αλλά και τους Βυζαντινούς του θέματος Θεσσαλονίκης). Εξάλλου, η κατασκευή κάστρων ήταν ανέκαθεν, εκτός από αμυντική αναγκαιότητα, και μια ματαιόδοξη επίδειξη πλούτου και δύναμης για κάθε τοπικό άρχοντα.
Ο Γαβριηλόπουλος πέθανε το 1333. Αμέσως μετά ο ικανότατος κυβερνήτης του θέματος Θεσσαλονίκης Μιχαήλ Μονομάχος προλαβαίνοντας τον Δεσπότη της Ηπείρου Ιωάννη Β΄ Ορσίνι κινήθηκε γρήγορα και κατέλαβε την περιοχή για λογαριασμό του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου. Ο Μονομάχος έγινε κυβερνήτης της Θεσσαλίας με τον τίτλο Σεβαστός. Έμεινε σε αυτή τη θέση μέχρι το 1342 και αφού μεσολάβησαν πολλά γεγονότα (κατάλυση του Δεσποτάτου της Ηπείρου, βυζαντινός εμφύλιος κλπ). Το 1342, κυβερνήτης Θεσσαλίας ανέλαβε ο σεβαστοκράτωρ Ιωάννης Άγγελος ο οποίος στον βυζαντινό εμφύλιο που ήταν σε εξέλιξη ήταν με το μέρος του Ιωάννη Καντακουζηνού. Ο Ιωάννης Άγγελος απεβίωσε το 1348 από την Μαύρη Πανώλη. Μετά το θάνατό του το κρατίδιό του καταλήφθηκε από τον Σέρβο στρατηγό Γρηγόριο Πρεάλιμπο ή Πρελούμπο ή Πρελούμποβιτς που έγινε ο νέος κυβερνήτης. Οι Σέρβοι, εκμεταλλευόμενοι τη συγκυρία με το χάος που επικρατούσε στο Βυζάντιο, είχαν ήδη κατακτήσει από το 1347 το Δεσποτάτο της Ηπείρου με επικεφαλής τον ίδιο τον Στέφανο Δουσάν. Ακολούθησε μια ταραγμένη περίοδος όπου την εξουσία στη Θεσσαλία είχαν διάφοροι ηγεμονίσκοι Σέρβοι και Έλληνες, ενώ για ένα διάστημα επανήλθε στη δικαιοδοσία του Δεσποτάτου της Ηπείρου, όταν Δεσπότης ήταν ο Θωμάς Πρελούμπος. Οι Τούρκοι ενέσκηψαν για πρώτη φορά το 1393 και οριστικά το 1423. Το Δαμάσι μετονομάστηκε από τους Οθωμανούς «Τσαΐ Χισάρ» (= κάστρο του ποταμού), αλλά ο οικισμός δεν μακροημέρευσε καθώς η ζωή πάνω στον βράχο ήταν προφανώς δύσκολη και οι κάτοικοι δεν είχαν λόγο να συνεχίσουν να ζουν εκεί πάνω σε μια περίοδο σχετικής ειρήνης. Οπότε πρέπει να εγκαταλείφθηκε σχετικά γρήγορα. Πιθανόν να χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά σαν καταφύγιο του πληθυσμού σε ληστρικές επιδρομές.
Ανακεφαλαιώνοντας, οι πιο πιθανές χρονολογίες κατασκευής του κάστρου είναι: 1) οι αρχές στου 10ου αιώνα, μετά τις πρώτες επεκτατικές κινήσεις των Βουλγάρων προς νότο, 2) τον 12ο αιώνα από κάποιον ισχυρό τοπάρχη, 3) τον 14ο αιώνα περί το 1330, επί Γαβριλόπουλου. Αν λάβουμε υπόψη μας ότι πολλά παρόμοια κάστρα στην ευρύτερη περιοχή είναι του 10ου αιώνα, θα υιοθετήσουμε με πολλές επιφυλάξεις την πρώτη εκδοχή, δηλαδή ότι ο πιθανότερος χρόνος κατασκευής του κάστρου Δαμασίου είναι ο 10ος αιώνας.
Πληροφορίες:
kastra.eu
Ετικέτες: Δαμάσι , ιστορία , κάστρο