Ο αυριανισμός που μας στοιχειώνει – Ο έντυπος χουλιγκανισμός είναι εδώ

*Του Δημήτρη Δουλγερίδη από τα Νέα

«Βόθρος κινούμενος (για τον Μάνο Χατζιδάκι), γενίτσαροι, γκαζοτενεκές, γλείφτης, Γουδί, γραικύλοι… καραγκιόζηδες, κατακάθια, κίναιδοι, κλίκα, κνώδαλα, κουλτουριάρηδες, λακέδες, λασπόμουτρα, λεκέδες, μαστρωποί, μαυραγορίτες, μιζαδόροι, Τουρκόσμποροι… ψυχοσαπισμένος (κόσμος)». Είναι λίγες από τις περίπου 200 λέξεις που περιείχε το αρχαϊκό Γλωσσάρι της «Αυριανής» (έτσι όπως το κατέγραψε ο Αρης Παπάνθιμος στον «Αυριανισμό» του 1983, εκδ. Θεμέλιο). Και πάλι, όμως, δεν αρκούν για να συμπυκνώσουν το φαινόμενο που ξεκίνησε από τον έντυπο χουλιγκανισμό. Το πείραμα που ξέφυγε από το εργαστήρι της «λαϊκότητας», για να διαχυθεί οριζοντίως στο πολιτικό σκηνικό του 1980, τις συντεχνιακές αποφύσεις του, τον ίδιο τον Τύπο.

Αυτή τη λέξη – ταμπού θυμήθηκε πριν από ημέρες ο Πάνος Σκουρλέτης για να πάρει αποστάσεις από πρώην φίλιες εκδοτικές δυνάμεις. «Εδώ και χρόνια και εγώ και ο πολιτικός μου χώρος έχω αναπτύξει τα αντισώματά μου απέναντι στον αυριανισμό και τον νεο-αυριανισμό». Κατά την απομάκρυνση από το ταμείο μπορεί να αποκηρύττει κανείς όσα λάθη του παρελθόντος θέλει. Αλλά ποιο είναι το λάθος που θέλουν όλοι να αποκηρύξουν; Αυτό που επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση για να υποδηλώσει την πιο θορυβώδη, ωμή έκφραση του λαϊκισμού;

Ο αυριανισμός μεγάλωσε με τη γενιά των σημερινών σαραντάρηδων. «Εγκαθιδρύθηκε ως υβριδικό ιδεολόγημα στενά συνδεδεμένο με τον λόγο του ΠΑΣΟΚ αλλά συγχρόνως ανεξάρτητο από αυτόν» γράφουν οι Βασίλης Βαμβακάς και Διονύσης Μαγουλάς («Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80», εκδ. Επίκεντρο, 2014). «Η έντονη σκανδαλολογία, ο πολιτικός κυνισμός, ο αντιδιανοουμενισμός (στο πλαίσιο του οποίου αναπαρήχθησαν λαϊκές προκαταλήψεις και γενικεύσεις του τύπου «οι μορφωμένοι είναι τεμπέληδες» κ.λπ.) και η επιλεκτική ηθικολογία της «Αυριανής» σημάδεψαν ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 ως μορφή λόγου που δεν περιορίζεται στη δημοσιογραφική σφαίρα, αλλά αντίθετα αποκτά πολλά πολιτικά και κοινωνικά ερείσματα…».

Η «Αυριανή» ήταν ένα από τα συμπτώματα της κοινωνικής κινητικότητας εκείνης της περιόδου. Μιλούσε τη «γλώσσα του δρόμου». Εβαζε σε λεζάντες όσα ήθελαν να εκφράσουν εκείνοι που δεν θα τους ήξερε ούτε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους. Οσοι ήθελαν να χτίσουν καριέρα σαν τα θύματα της Ιστορίας, μη προνομιούχοι πολιτευτές, ενίοτε πονηροί, που λοξοκοίταζαν την «ευτυχία πέμπτου ή έκτου ορόφου». Ηταν «υπόδειγμα» από την εποχή της πασοκικής παντοκρατορίας ως τη στιγμή που ο Δημήτρης Τζανακόπουλος αποκάλεσε τον εκλιπόντα Γιώργο Κουρή «πιστό στη δημοσιογραφία».

Σημείο μηδέν

Κατά την επέλαση του αυριανισμού επιχειρήθηκε το γκρέμισμα των ειδώλων: από τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Μίκη Θεοδωράκη ως τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και, κάποτε, τον Ανδρέα Παπανδρέου (της δεύτερης περιόδου). Οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι έριχναν νερό στον μύλο της κρατικής προπαγάνδας, κινητοποιούσαν τις λαοθάλασσες και στάλαζαν το αντιδεξιό μένος στους κομματικούς στρατιώτες. Σημείο μηδέν για τα μολυβένια χρόνια η φωτογραφία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αγκαλιά με μονταρισμένους Ναζί. Το ίδιο και η εκστρατεία κατά του Μάνου Χατζιδάκι, που θα μείνει με ελάχιστους συμπαραστάτες (πολλοί από τους γκουρού της πολιτικής, που μέχρι σήμερα τροφοδοτούν τον λαό με τη σοφία τους, θα τον καταγγείλουν μέσα από τα layout του λαϊκού δικαστηρίου).

Δεν είναι τυχαίο ότι ο ίδιος θα αναλάβει την αντεπίθεση με όρους πολιτισμικούς: «Η φυλλάδα που ισχυρίζεται ότι προστατεύει τη δημοκρατία όσο είναι δυνατόν να την προστατεύει ένα τρωκτικό της, που αποκομίζει κέρδη κολακεύοντας την αγραμματοσύνη και την ασημαντότητα σαν άλλη αγία Αθανασία του Αιγάλεω» (από το Καλλιμάρμαρο, 7 Σεπτεμβρίου 1987). Ή περιγράφοντας την «Αρκούδα» του Μίκη Θεοδωράκη: «Δεν είναι για να μερακλώνονται οι λαϊκότροποι υπουργοί της σοσιαλιστικής μας κυβερνήσεως στα επίσημα χαμαιτυπεία του ανελθόντος οικονομικώς και μόνον περιθωριακού ελληνισμού».

Στην αυριανική γλώσσα ανακαλύπτει κανείς όσα σήμερα θεωρούνται τετριμμένα: το ιερό όνομα του λαού (που μόνο λίγοι ξέρουν να προφέρουν), την καταγγελία των ελίτ, το συνωμοσιολογικό ντελίριο, τον αντισημιτισμό, την ομοφοβία, την εργαλειοποίηση του ψεύδους. Εκείνη ήταν η μήτρα στην οποία εκ των υστέρων αναγνωρίζουμε τον καταγγελτικό κιτρινισμό, την άνευ αποδείξεων «αποκαλυπτική» δημοσιογραφία που εκκρίνει ως υποσύστημα η εξουσία. Τα ντοκουμέντα που εξαντλούνται σε έναν πηχυαίο τίτλο. Σημείο των καιρών, πάντως, που μένει να διερευνηθεί, είναι ότι πέρα από την κοινωνική κάψουλα μέσα στην οποία ανατράφηκε το φαινόμενο, εκμεταλλεύτηκε και μια κουλτούρα, από την οποία εξέλιπαν η ηθική και η επιστήμη της δημοσιογραφίας.

Ο αυριανισμός λειτουργούσε αναπαράγοντας τους αρχαϊκούς κανόνες μιας θυσιαστήριας τελετής: απομονώστε το θύμα, διαπομπεύστε το, εξοντώστε το. Με τις καμπάνιες της στοχοποίησης καλούσε το πλήθος να ομονοήσει. «Αυτοί» ήταν ο λαός. Οι «άλλοι» ήταν το λάθος. Τεχνάσματα που θα πιάσουν στα χέρια τους ύστερα από τρεις και πλέον δεκαετίες οι νεόκοποι διαφημιστές του περίφημου ηθικού πλεονεκτήματος. «Αυτοί» ήταν το μήνυμα. Οι «άλλοι» ήταν έως και βοθροκάναλα.

Υποδεικνύοντας προς την κατεύθυνση του νεο-αυριανισμού ο Σκουρλέτης προσδένει, μάλλον ακούσια, μια κόπια με το φαντασιακό πρωτότυπο. Αλλά κάθε δεκαετία είναι ήδη μια άλλη χώρα. Στην τελευταία δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί ο αυριανισμός, ελέω «καμμενισμού» και «πολακισμού». Οι σύντροφοι του Σκουρλέτη δεν μιλούσαν καν τη γλώσσα του δρόμου. Ζητούσαν κάτι παραπάνω. Ηταν, κατά δήλωσή τους, «κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας».

Δείτε και αυτά