Το καφενείο του Δήμτσα επί της οδού Φιλελλήνων

Το καφενείο του Δήμτσα επί της οδού Φιλελλήνων. Πίσω ο τρούλος του τουρκικού λουτρού (χαμάμ). Φωτογραφία του Ολλανδικού Φωτογραφικού Μουσείου. 1957. Αρχείο Φωτοθήκης Λάρισας
Του κ. Νικ. Αθ. Παπαθεοδώρου (nikapap@hotmail.com)
Το καφενείο του Δήμτσα μπορεί να μην ήταν το παλαιότερο, ήταν όμως σίγουρα το ιστορικότερο της Λάρισας. Σ΄ αυτό συγκεντρώνονταν προπολεμικά μεγάλες παρέες από γνωστούς Λαρισαίους της εποχής, για να γευθούν τον καθημερινό καφέ, που ο ιδιοκτήτηςτου είχε την ικανότητα να τον σερβίρει σύμφωνα με τις απαιτήσεις καθενός. Και όπως θυμούνται οι παλιοί, ο ελληνικός καφές είχε πολλές παραλλαγές. Όμως ο «πολλά βαρύς και όχι» μου είχε κάνει από παιδί μεγάλη εντύπωση και δεν μπορούσα να εξηγήσω τι ακριβώς σήμαινε.
Μία από τις θορυβοδέστερες παρέες που σύχναζαν ανελλιπώς στο καφενείο του Δήμτσα ήταν οι δημοσιογράφοι (Θρασύβουλος Μακρής, Σωκράτης Γκολφινόπουλος και η θορυβώδης παρέα τους). Το καφενείο του αποτελούσε το μόνιμο εντευκτήριό τους για πολλά χρόνια και μαζί σύχναζαν και οι φίλοι τους, οι οποίοι παθιάζονταν για τη συντροφιά τους.
Αρχικά θα σκιαγραφήσουμε τον ιδρυτή του καφενείου, τον Σπύρο Δήμτσα. Η οικογένειά του, σύμφωνα με τις αφηγήσεις των προγόνων του, καταγόταν από το Σούλι της Ηπείρου, αλλά κατά τη διάρκεια των διωγμών του Αλή πασά των Ιωαννίνων κατέφυγε στη Θεσσαλία και εγκαταστάθηκε στο Ζάρκο των Τρικάλων. Εκεί γεννήθηκε ο ίδιος το 1861, όταν η περιοχή βρισκόταν ακόμα κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ήταν παιδί αγροτικής οικογένειας, αλλά από έφηβος πήρε αίσθηση της ζωής κάτω από συνθήκες δουλείας. Για τους αγρότες του Ζάρκου η ζωή ήταν ακόμα δυσκολότερη, καθώς εκτός από τους Τούρκους, την περιοχή αυτή καταδυνάστευε ο Χρήστος Ζωγράφος, γνωστός και ως Χρηστάκη εφέντης, που είχε αγοράσει από τους Τούρκους μπέηδες τα τσιφλίκια της περιοχής, τα οποία και εκμεταλλευόταν. Νέος ακόμη έδειξε σημεία ανυπακοής στους δυνάστες, με αποτέλεσμα να καταδιωχθεί. Επειδή όμως δεν μπόρεσαν να τον βρουν, συνέλαβαν τον ανύποπτο και αθώο μικρότερο αδελφό του Κώστα, τον οποίο έσφαξαν έξω από το χωριό. Οι διωγμοί αυτοί ανάγκασαν τον ίδιο, αλλά και πολλούς Ζαρκινούς να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Ο Σπύρος Δήμτσας και αρκετοί άλλοι εγκαταστάθηκαν στη Λάρισα, στον Αρναούτ μαχαλά[1]. Χωρίς άλλα εφόδια εκτός από τα δύο δυνατά χέρια του, για να επιβιώσει πέρασε από πολλά επαγγέλματα πριν καταλήξει στον πάγκο του καφενείου (τεζάκι όπως λεγόταν παλιά). Για να αποφεύγει τις πολλές εμφανίσεις στην πόλη, από φόβο μήπως γίνει αντιληπτός από τους Τούρκους, αγόρασε μια μικρή ποταμόβαρκα και επιδόθηκε στο ψάρεμα. Επειδή ήταν άπειρος, οι επαγγελματίες ψαράδες γνωρίζοντας την κατάστασή του, του έμαθαν τα μυστικά του επαγγέλματος, του υπέδειξαν τους ψαρότοπους και τον πήραν μαζί τους για να του μάθουν να αλιεύει τα μεγάλα ποταμόψαρα (σαζάνια και γουλιανοί) που θεωρούνταν τα καλύτερα. Η καλοσύνη των ψαράδων έφθασε μέχρι το σημείο να παίρνουν τα ψάρια του νέου ψαρά, να τα πωλούν και να του δίνουν τα χρήματα, αρκεί να μην εκτεθεί στον κίνδυνο της σύλληψής του από τους Τούρκους.
Όταν το 1881 ελευθερώθηκε η Θεσσαλία, ο Σπύρος Δήμτσας άφησε την ποταμόβαρκα και αγόρασε ένα κάρο με το οποίο έκανε μεταφορές. Ήταν καλός άνθρωπος και φιλότιμος σαν χαρακτήρας και καθώς δεν είχε πλέον να φοβηθεί κανέναν, εκτελούσε ελεύθερα μεταφορές μέσα και έξω από την πόλη. Κάποια στιγμή έφθασε η ώρα για να δημιουργήσει και αυτός οικογένεια. Φεύγοντας από το Ζάρκο αναγκάστηκε να αφήσει τη μνηστή του απροειδοποίητα. Ήταν ένα καλό κορίτσι, η κόρη του Γιάννη Καμώτα και τον περίμενε. Πήγε στο Ζάρκο, βρήκε τη μνηστή του, την έφερε στη Λάρισα και την έκανε γυναίκα του. Μετά τον γάμο του προσανατολίσθηκε σε νέους επαγγελματικούς ορίζοντες. Σκέφθηκε αρκετά και ξαφνικά του δόθηκε η ευκαιρία να νοικιάσει ένα κατάστημα, το οποίο βρισκόταν στη γωνία των οδών Πανός και Φιλελλήνων. Το συντήρησε, το επίπλωσε κατάλληλα και γύρω στα 1900 άνοιξε το πρώτο του καφενείο, το οποίο ονόμασε «Ζάρκον». Η πελατεία που συγκέντρωνε ήταν από την πρώτη στιγμή μεγάλη, ο χώρος όμως ήταν μικρός, για τον λόγο αυτό τον επόμενο χρόνο (1901) μετακόμισε ακριβώς στην απέναντι πλευρά της οδού Πανός, σε ένα πιο ευρύχωρο κατάστημα. Στους πελάτες του σερβίριζε μόνον καφέδες και τσίπουρο. Για τους καφέδες εξυπηρετούσε ολόκληρη την οδό Πανός και μέρος της Φιλελλήνων, όταν δε άνοιξε και η Στοά Κουτσίνα, οι καφέδες του έφθαναν και στα καταστήματα της Στοάς. Τον καφέ τον έψηνε σε καυτή άμμο και εκτελούσε τις παραγγελίες ανάλογα με τις προτιμήσεις των θαμώνων και των πελατών του. Οι μεζέδες που συνόδευαν το τσίπουρο ήταν απλοί (τουρσιά, φρέσκα σαλατικά και στραγάλια αλμυρά). Η δουλειά πήγαινε καλά και η πελατεία αυξανόταν. Διέθετε τρεις τουλάχιστον νεαρούς σερβιτόρους, οι οποίοι γυρνούσαν στα διάφορα καταστήματα και έπαιρναν παραγγελίες.
Μετά τους νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, άλλαξε την επιγραφή του καταστήματός του και το μετονόμασε σε «Καφενείον Ελλάς». Στα 1917, όταν την Ελλάδα βάραινε ο εθνικός διχασμός, η Θεσσαλία και η υπόλοιπη νότια χώρα βρίσκονταν σε αποκλεισμό. Τα τρόφιμα και πολλά άλλα είδη πρώτης ανάγκης είχαν εξαφανισθεί από την αγορά. Παρ’ όλα αυτά όμως ο Δήμτσας κατάφερνε να διασπά τον αποκλεισμό και να φέρνει από το Βενιζελικό κράτος της Θεσσαλονίκης εκλεκτό καφέ, ενώ οι άλλοι συνάδελφοί του σερβίριζαν ανάμεικτο καφέ με ρεβίθια. Την ίδια περίοδο, εκτός από τον καλό καφέ φρόντιζε να προμηθεύεται πάντοτε και εκλεκτό τσίπουρο, το οποίο μπορεί να πλήρωνε ακριβότερα, όμως συγκέντρωνε τις προτιμήσεις όλων των «εραστών» του ποτού αυτού[2].
Από τον γάμο του ο Σπύρος Δήμτσας είχε αποκτήσει έξι αγόρια, τους Γιάννη, Γιώργο, Κώστα, Μήτσο, Ξενοφώντα και Αλέκο. Από αυτά, τα τρία πέθαναν σε πολύ μικρή ηλικία. Τα υπόλοιπα τρία, ο Γιάννης, ο Μήτσος και ο Αλέκος, έζησαν και παντρεύτηκαν. Από αυτούς ο Γιάννης ήταν ο πρώτος που έπιασε δουλειά στο καφενείο. Ο Μήτσος έμεινε και αυτός στο καφενείο, βοηθώντας και ξεκουράζοντας τον πατέρα του. Ο Αλέκος έγινε μηχανοσιδηρουργός, αλλά όταν είχε ελεύθερο χρόνο βοηθούσε κι αυτός όσο μπορούσε. Μετά τον θάνατο του πατέρα τους, το 1931, τον διαδέχθηκαν με επιτυχία ο Γιάννης και ο Μήτσος.
Είχαν μάθει πολύ καλά τη δουλειά τους και η πελατεία του μαγαζιού συνέχισε να τους εμπιστεύεται. Εν τω μεταξύ από το 1927 και πριν πεθάνει, ο Σπύρος Δήμτσας φρόντισε να αγοράσει ένα ιδιόκτητο κατάστημα στην οδό Φιλελλήνων, στο οποίο μεταστεγάστηκε το 1932 το καφενείο. Μετά από λίγα χρόνια πέθανε ο Γιάννης και τη διεύθυνσή του ανέλαβε αποκλειστικά ο Μήτσος, ο οποίος και συνέχισε την επιχείρηση ακαταπόνητος, μέχρις ότου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 το ιστορικό αυτό καφενείο έκλεισε οριστικά την πορεία του. Ο Μήτσος έζησε έντονα την ατμόσφαιρα του καφενείου, στο οποίο σύχναζαν οι ωραιότεροι τύποι της παλιάς Λάρισας και κράτησε τη φήμη που είχε δημιουργήσει ο πατέρας του. Μεταπολεμικά ο Μήτσος Δήμτσας λειτουργούσε το καφενείο όπως ακριβώς ήταν όταν ιδρύθηκε και είχε γίνει ο τόπος συνάντησης των εργατών, καθώς εκεί κλείνονταν διάφορες εργατικές συμφωνίες. Στη μνήμη πολλών παραμένει ο σερβιτόρος Θανάσης, ένας αεικίνητος άνθρωπος, ο οποίος επί χρόνια εξυπηρετούσε τη διακίνηση των καφέδων στα διάφορα καταστήματα της περιοχής με έναν ιδιάζοντα τρόπο[3].
Μετά τη διακοπή της λειτουργίας του καφενείου Δήμτσα, στο σημείο αυτό λειτούργησε το κρεοπωλείο των Τσιτώτα-Μπούτου.
Στη φωτογραφία που συνοδεύει το κείμενο απεικονίζεται το τελευταίο κατάστημα του καφενείου Δήμτσα. Η επιγραφή στην ανοικτή τέντα το επιβεβαιώνει. Δίπλα του διακρίνεται τμήμα από το οπωροπωλείο Σασών και στο επάνω μέρος της εικόνας επικάθεται ο τρούλος του παρακείμενου τουρκικού λουτρού (χαμάμ).
————————————
[1]. Στη συνοικία αυτή κατοικούσαν από την εποχή του Αλή πασά Αρβανίτες, οι οποίοι αποκαλούνταν Αρναούτηδες και απ’ αυτούς πήρε το όνομα και η συνοικία. Ο μεγάλος δωρητής του Δημοτικού Νοσοκομείου Ιωάννης Κουτλιμπανάς καταγόταν από το Ζάρκο και για την εξυπηρέτηση και δωρεάν φιλοξενία των συγχωριανών του ίδρυσε στα τέλη του 19ου αιώνα τον «Ξενώνα των Ζαρκινών» στον Αρναούτ μαχαλά (συνοικία Αγ. Αθανασίου). Την ίδια περίοδο στη συνοικία αυτή έμεναν από τον καιρό της τουρκοκρατίας, αλλά και μετά την απελευθέρωση, όλες οι εύπορες αστικές οικογένειες της Λάρισας (Ζαρμάνης, Αρσενίδης, Σηλυβρίδης, κ.λπ.), οι οποίες δεν μπορούσαν να κατοικήσουν στο κέντρο της πόλης, γιατί αυτό κατεχόταν από τους Τούρκους μπέηδες. Μόνον μετά την απελευθέρωση του 1881 και κυρίως μετά την ανταλλαγή πληθυσμών το 1924, όλοι τους μετακινήθηκαν στο κέντρο όπου οικοδόμησαν τα αρχοντικά τους.
[2]. Ολύμπιος [Περραιβός Κώστας], Περιπέτειες ενός ιδιότυπου καφετζή, εφ. «Λάρισα», φύλλο της 28ης Ιανουαρίου 1974.
[3]. Ευχαριστίες οφείλω στον Βαγγέλη Βοζαλή για τη βοήθεια που μου προσέφερε στην ανάπτυξη του σημερινού κειμένου.

Δείτε και αυτά