Σα βρεθείς στα παράλια της Λάρισας μη ξεχάσεις να ανέβεις στη γη τη μυθική. Στη γη του Φιλοκτήτη. Ένας καφές στη Μελιβοία είναι ξεχωριστός όχι μόνο γιατί πρόκειται για μέρος πανέμορφο αλλά κυρίως γιατί πρόκειται για χωριό ιστορικό.
Φωτορεπορτάζ Λεωνίδας Τζέκας
Όπως πληροφορούμαστε από τον Γρηγόρη Καλαγιά η Μελιβοία είναι κτισμένη στις παρυφές της Όσσας σε ένα φυσικό μπαλκόνι με θέα το Αιγαίο πέλαγος. Το όνομά της είναι συνδεδεμένο με την ιστορία, αφού την αρχαιότερη αναφορά του οικισμού τη συναντούμε στα τέλη της βυζαντινής εποχής. Το παλιότερο όνομα του χωριού ήταν Αθανάτη λόγω των πολλών κακουχιών που υπέστησαν οι κάτοικοι ανά τους αιώνες.
Σε Μελιβοία μετονομάστηκε το 1920. Το κρασί και το μετάξι είχαν κάνει ονομαστή τη Μελιβοία στη γύρω περιοχή.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι οι βυζαντινές αλλά και οι νεότερες εκκλησίες: της Κοίμησης της Θεοτόκου (1800), της Αγ. Παρασκευής, του Προφ. Ηλία, της Αγ. Κυριακής και του Αγ. Θωμά. Στον οικισμό της Βελίκας συναντά κανείς την Ιερά Μονή του Ιωάννου του Θεολόγου, την εκκλησία της Παναγίας (12ος-13ος αι), των Αγ. Αποστόλων και του Τιμίου Προδρόμου.
Η πεζοπορία στο περιπατητικό μονοπάτι Μελιβοίας-Βελίκας αποτελεί μοναδική εμπειρία. Ο επισκέπτης του μονοπατιού περνά από 5 ξύλινες γέφυρες, συναντά τοπία με μοναδική θέα, τον καταρράκτη της Μελιβοίας και 2 πέτρινες βρύσες.
Παλιότερα ο πληθυσμός του χωριού ξεπερνούσε τους 2.500 κατοίκους. Απ’ το 1965 ο πληθυσμός άρχισε να μειώνεται δραστικά γιατί αρκετά μεγάλος αριθμός κατοίκων μετανάστευσε στο εξωτερικό (Γερμανία, Αυστραλία, Η.Π.Α, Καναδά) και ελάχιστοι επέστρεψαν και εγκαταστάθηκαν ξανά στο χωριό. Τις τελευταίες δεκαετίες οι νεότεροι κάτοικοι εγκατέλειψαν το χωριό (εσωτερική μετανάστευση) και εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις, κυρίως στη Λάρισα, η οποία απέχει σχετικά λίγα χιλιόμετρα (47 χιλ.), και στην Αθήνα, που παρέχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης. Είναι δε τόσο μεγάλο το κύμα αστυφιλίας τα τελευταία χρόνια, που αν επισκεφτεί κάποιος το χωριό καθημερινή ημέρα, ελάχιστους νέους θα συναντήσει. Η μεγαλύτερη ομάδα των κατοίκων είναι άτομα άνω των 50 ετών.
Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με την γεωργία και πολύ λίγο με την κτηνοτροφία και την αλιεία. Η ορεινή φύση του χωριού δε βοήθησε ιδιαίτερα προσοδοφόρες καλλιέργειες, γι’ αυτό και δεν υπάρχει πλούτος. Τα πεδινά κτήματα είναι λίγα αναλογικά με τους κατοίκους και το γεγονός ότι οι καλλιέργειες δεν αποδίδουν ιδιαίτερα ανάγκασε τους περισσότερους κατοίκους να μεταναστεύσουν. Παλαιότερα το χωριό ασχολούνταν ιδιαίτερα με την εκτροφή μεταξοσκώληκα και ήταν από τους σημαντικούς τροφοδότες εργοστασίων μεταξιού στη Βιέννη. Σήμερα κανένας κάτοικος πλέον δεν εκτρέφει μεταξοσκώληκα. Εδώ και μερικές δεκαετίες σταμάτησαν την εκτροφή και έχουν μείνει μόνο οι μουριές, το δέντρο που με το φύλλωμα του τρέφεται ο μεταξοσκώληκας. Τώρα καλλιεργούνται κυρίως κάστανα, λίγα οπωροφόρα (κεράσια, μήλα, αχλάδια) και πολλές ελιές. Υπάρχουν μάλιστα και πέντε ελαιοτριβεία νέας τεχνολογίας που δουλεύουν από την αρχή Νοεμβρίου έως τα μέσα Φεβρουαρίου. Το χωριό προμηθεύεται κυρίως σιτηρά και χειμερινά λαχανικά ενώ προμηθεύει άλλες περιοχές με μεγάλες ποσότητες ελαιόλαδου, ελιές, οπωρικά και κάστανα. Την εποχή της συγκομιδής του κάστανου στο χωριό γίνεται πανηγύρι από τους εμπόρους και τους παραγωγούς. Ορισμένοι κάτοικοι του χωριού παράγουν σε ιδιωτικά αποστακτήρια τσίπουρο φτιαγμένο από σύκα. Ονομαστό ήταν παλαιότερα το τσίπουρο από κούμαρο που παρήγαγαν ορισμένοι κάτοικοι αλλά, επειδή είναι δύσκολη η συγκομιδή του κούμαρου, πλέον δεν παράγεται. Πολλά από τα προϊόντα πουλιούνται κυρίως στις λαϊκές αγορές της Αγιάς και της Λάρισας και τους καλοκαιρινούς μήνες στους παράλιους οικισμούς.