Τα τελευταία χρόνια επανήλθε στη δημόσια συζήτηση η πρόταση για εισαγωγή του φόρου καθαρού πλούτου, η περιουσία δηλαδή του φορολογούμενου αφού αφαιρέσουμε τις δανειακές υποχρεώσεις).
Η συνήθης κριτική στην πρόταση αυτή είναι ότι εισάγει στρεβλώσεις στην οικονομική δραστηριότητα, δεν είναι αποτελεσματική στη μείωση των ανισοτήτων και δεν οδηγεί σε ουσιαστική αύξηση των φορολογικών εσόδων.
Οι φόροι πάνω σε περιουσιακά στοιχεία είναι λιγότερο στρεβλωτικοί σε σχέση με τους φόρους στην εργασία ή στις επενδύσεις, που επηρεάζουν σημαντικά τα οικονομικά κίνητρα προς εργασία ή επένδυση. Συνεπώς ένα φορολογικό σύστημα που στηρίζεται σε φόρους πλούτου και χαμηλούς φόρους στους παραγωγικούς συντελεστές προκαλεί λιγότερες στρεβλώσεις στην οικονομική δραστηριότητα σε σχέση με ένα σύστημα που στηρίζεται στο αντίστροφο.
Υπάρχει οικονομική λογική να στραφούμε στο φόρο πλούτου για να μειώσουμε τις ανισότητες. Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ναι (OECD 2019, The Role and Design of Net Wealth Taxes in the OECD). Είναι ο φόρος πλούτου πιο αποτελεσματικός, δίκαιος και εύκολος στην εφαρμογή για να μετριάσουμε τις ανισότητες σε σχέση για παράδειγμα με τη φορολογία εισοδήματος από το κεφάλαιο. Εδώ η ετυμηγορία μέχρι σήμερα είναι ότι ο φόρος πλούτου έχει λόγο καθιέρωσης μόνο στην περίπτωση που η φορολογία εισοδήματος από το κεφάλαιο είναι χαμηλή με πολλά παράθυρα και εξαιρέσεις και ιδιαίτερα αν η φορολογία κληρονομιάς, δωρεών η υπεραξίας από μεταβιβάσεις δεν είναι καλά σχεδιασμένη και διαρθρωμένη. Αν συντρέχουν οι λόγοι αυτοί τότε η φορολογία πλούτου είναι η δεύτερη καλύτερη επιλογή για να μετριαστούν οι ανισότητες.
Η αξιολόγηση της πρότασης καθιέρωσης φορολογίας πλούτου πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φορολογικού συστήματος μιας χώρας αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες σε αυτήν. Αν στόχος είναι να μειωθούν ταχύτερα οι εισοδηματικές ανισότητες και οι ανισότητες στην κατανομή του πλούτου τότε η εισαγωγή του φόρου πλούτου πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα.
Η επιλογή των χωρών κατά την τελευταία τριακονταετία να προχωρήσουν σε μεγάλες μειώσεις στη φορολογία εισοδήματος από το κεφάλαιο και να περιορίσουν τον προοδευτικό χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος οδήγησε σε έξαρση των ανισοτήτων. Στις περισσότερες περιπτώσεις αιτιολογήθηκε ως αναγκαία υποχώρηση για να μην φύγουν οι εταιρείες από τις χώρες και να μην χαθούν θέσεις εργασίας και φορολογικά έσοδα. Στην πραγματικότητα και με βάση την εμπειρία των πρώτων δεκαετιών μετά τον πόλεμο -τότε η υψηλή φορολογία κεφαλαίου συνυπήρχε με υψηλά ποσοστά επενδύσεων και υψηλά φορολογικά έσοδα- η απόφαση για ελαφρύνσεις στη φορολογία κεφαλαίου υπήρξε πρωτίστως πολιτική επιλογή στη βάση πολιτικών και όχι κατ’ ανάγκη οικονομικών προτεραιοτήτων.
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι μειώσεις έγιναν με το πρόσχημα να ελαφρυνθούν τα μεσαία κοινωνικά στρώματα. Τελικά κατέληξαν να νομιμοποιούν πρακτικές φοροαποφυγής κυρίως και δευτερευόντως φοροδιαφυγής. Δημιουργήθηκε μια ολόκληρη βιομηχανία συμβουλευτικών εταιρειών οι οποίες παρείχαν στους πολύ ισχυρούς και πλούσιους υπηρεσίες για το πώς θα μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία σε φορολογικούς παραδείσους ώστε να αποφεύγουν την πληρωμή φόρων.
Το αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών επιλογών ήταν η παγκοσμιοποίηση σε συνδυασμό με την ελευθερία στη κίνηση κεφαλαίων και στην επιλογή διαφορετικής φορολογικής έδρας για επιχειρήσεις να δημιουργήσει κερδισμένους -τους πολύ ισχυρούς- και χαμένους. Οι τελευταίοι είτε έχασαν τη δουλειά τους ή κατέληξαν να πληρώνουν δυσανάλογα περισσότερους φόρους γιατί δεν μπορούν να αποκρύψουν τα εισοδήματα τους και τα περιουσιακά τους στοιχεία ή να τα μεταφέρουν σε εξωχώριες εταιρείες. Έτσι, σήμερα μεγάλα τμήματα της κοινωνίας σε πολλές χώρες έχουν μια αρνητική στάση έναντι της παγκοσμιοποίησης αφού βλέπουν ότι τα οφέλη από αυτήν περιορίζονται σε πολύ λίγους.
Με βάση τα παραπάνω κριτήρια η Ελλάδα ανήκει στις χώρες που πρέπει να επιβάλλουν φορολογία καθαρού πλούτου. Αυτό προϋποθέτει τη συμπλήρωση των στοιχείων που έχει στη διάθεση της ήδη η ΑΑΔΕ ώστε να υπάρχει ένα επαρκώς ενημερωμένο περιουσιολόγιο. Με αυτό θα αποκτήσει μια εικόνα για τα δυνητικά έσοδα.
Άρνηση καθιέρωσης του φόρου καθαρού πλούτου δεν μπορεί να γίνει με βάση οικονομικά κριτήρια ιδιαίτερα μετά την πρωτοβουλία της κυβέρνησης της ΝΔ να μειώσει τους φορολογικούς συντελεστές στη φορολογία κερδών επιχειρήσεων και των μερισμάτων. Με την καθιέρωση του φόρου θα μετριαστούν οι ανισότητες πλούτου και εισοδήματος στην Ελλάδα αλλά θα αντιμετωπιστεί μερικώς η απώλεια εσόδων από την αναγκαία μείωση της φορολογίας στο εισόδημα από την εργασία και την αναδιάρθρωση έμμεσης και άμεσης φορολογίας.
Ο Φίλιππος Σαχινίδης είναι πρώην υπουργός Οικονομικών.