Με αφορμή την εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων στην Ελλάδα και σε όλο τον πλανήτη, έχει επανέλθει στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης, το ζήτημα της υπερθέρμανσης του πλανήτη και της κλιματικής αλλαγής. Η συζήτηση βέβαια προσπαθεί να κρύψει τους κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες που επιδρούν στην εξέλιξη του φαινομένου «κλιματική αλλαγή» και στο πού βρίσκεται η πραγματική αντιμετώπισή τους.
Για παράδειγμα, οι «ανησυχίες» των ιμπεριαλιστικών ενώσεων, της ΕΕ, των κυβερνήσεων και των κομμάτων του κεφαλαίου, των αστικών επιτελείων, ανάμεσά τους και οι ΜΚΟ, περιορίζονται κύρια στο ζήτημα του «ενεργειακού μείγματος». Αυτή η επιλεκτική επικέντρωση δεν είναι τυχαία, αφού «κουμπώνει» με την ατζέντα που βάζουν μπροστά οι επιχειρηματικοί όμιλοι και από κοντά η ΕΕ και τα αστικά κόμματα, με βάση τα συμφέροντά τους, τους σχεδιασμούς που έχουν ιεραρχήσει.
Η κλιματική αλλαγή αξιοποιείται για την ενίσχυση των καπιταλιστικών επενδύσεων, ώστε το κεφάλαιο να βγάλει και κέρδος και απ’ τα προβλήματα που το ίδιο προκαλεί. Οι «πράσινες» τεχνολογίες και η λεγόμενη «πράσινη οικονομία» που προωθούνται στο όνομα της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, αποσκοπούν στο να ανοίξουν νέα επενδυτικά πεδία στα μονοπώλια με μεγάλα και γρήγορα κέρδη.
Αλλωστε, ως βασικός μηχανισμός για την καταπολέμηση της υπερθέρμανσης του πλανήτη στην Ε.Ε παρουσιάζεται το «σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων», ένα αισχρό «χρηματιστήριο εκπομπών ρύπων», όπου βιομηχανίες που εκπέμπουν αέρια θερμοκηπίου χαμηλότερα από το πλαφόν που τους έχει τεθεί, μπορούν να πωλούν, για την ποσότητα που δεν κάλυψαν «δικαιώματα ρύπανσης». Από την άλλη, όμιλοι με ενεργοβόρες εγκαταστάσεις μπορούν να αγοράσουν το «περίσσευμα» αυτό, αποκτώντας το «δικαίωμα» να ρυπαίνουν κατά το δοκούν. Πρόκειται δηλαδή για ένα μηχανισμό επικερδούς αγοραπωλησίας της ίδιας της ρύπανσης που προκαλούν οι καπιταλιστές, που όχι απλώς δεν προστατεύει, αλλά αποδεδειγμένα έχει εντείνει την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.
Χαρακτηριστικό ακόμη είναι ότι υπάρχουν και επιχειρηματικοί όμιλοι που δεν βλέπουν με κακό μάτι κάποιες μεταβολές που θα φέρει η υπερθέρμανση του πλανήτη, όπως το λιώσιμο των πάγων στην Αρκτική. Για παράδειγμα, τμήματα του κεφαλαίου όπως ο κατασκευαστικός τομέας, προσβλέπουν ως «επιχειρηματική ευκαιρία» την αντιμετώπιση των συνεπειών στην άνοδο της στάθμης της θάλασσας, που θα πλήξει παράκτιες περιοχές. Αλλά και ενεργειακοί κολοσσοί «πιάνουν θέση» στο ζήτημα της εκμετάλλευσης του υποθαλάσσιου πλούτου που υπάρχει κάτω από το Βόρειο Πόλο.
Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής γίνεται με τους γνωστούς όρους «κόστους – οφέλους» για το κεφάλαιο. Γι’ αυτό και το πραγματικό «ακραίο» σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, όπως και στην Ελλάδα, είναι η έλλειψη ακόμα και στοιχειωδών έργων και μέσων που να υπηρετούν τις λαϊκές ανάγκες, να προστατεύουν τα λαϊκά στρώματα από τις συνέπειες των οξυμένων φαινομένων, με έργα αντιπλημμυρικής, αντιπυρικής, αντισεισμικής προστασίας, κλπ. Αλλά και όπου αυτά γίνονται, είναι και πάλι με τους όρους που επιβάλλει η κερδοφορία του κεφαλαίου.
Γι’ αυτό εξάλλου από τη συζήτηση αυτή, σταθερή είναι η προσπάθεια να περάσει ως αντίληψη στους εργαζόμενους το ζήτημα της «ατομικής ευθύνης», ενώ την ίδια αποπροσανατολιστική κατεύθυνση υπηρετούν και συνθήματα όπως π.χ. για την «ευθύνη των γενεών».
Πρόκειται για προκλητική επιχείρηση μετατόπισης της ευθύνης από τα μονοπώλια και τις κυβερνήσεις τους στα λαϊκά στρώματα, όταν σύμφωνα με έρευνες «100 εταιρείες αποτελούν την πηγή άνω του 70% των παγκόσμιων εκπομπών αερίων θερμοκηπίου από το 1988».
Σε αυτό τον αποπροσανατολισμό των εργαζομένων, σημαντικό ρόλο παίζουν διάφορες ΜΚΟ που επί της ουσίας ακυρώνουν τους διακηρυγμένους σκοπούς τους για την προστασία του περιβάλλοντος, αφού συμπλέουν τελικά με τις στρατηγικές επιλογές του μεγάλου κεφαλαίου, αποδέχονται τη φιλοσοφία της αντιλαϊκής, βαθιά ταξικής αρχής «ο ρυπαίνων πληρώνει», πιέζουν για το παραπέρα χαράτσωμα των εργαζομένων μέσα από την προώθηση των περιβαλλοντικών φόρων, αποδέχονται στο όνομα του εφικτού, αντιπεριβαλλοντικές κατά βάση συνθήκες και αναγνωρίζουν χώρο φιλοπεριβαλλοντικής δράσης στο κεφάλαιο.
Σε κάθε περίπτωση αποτελεί τουλάχιστον πρόκληση, οι πολιτικοί εκπρόσωποι των μονοπωλίων, ΕΕ και κυβερνήσεις, αυτοί που ανεβοκατεβάζουν τα όρια των εκπομπών ρύπων ανάλογα με τα συμφέροντα των βιομηχανιών, να εμφανίζονται ως προστάτες του περιβάλλοντος.
Η μείωση των εκπομπών ρύπων που επιδρούν αρνητικά στην ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον είναι αναγκαία. Για να επιτευχθεί, απαιτείται να λαμβάνονται μέτρα πρόληψης του κινδύνου στην πηγή, αξιοποιώντας τις δυνατότητες που δίνει η πρόοδος της επιστήμης και της τεχνολογίας. Τέτοια μέτρα όμως, στο βαθμό που έρχονται σε αντίθεση με το κριτήριο του καπιταλιστικού κέρδους, δεν μπορούν να εφαρμοστούν γενικευμένα στη βάση ενός ολοκληρωμένου σχεδιασμού.
Στον αντίποδα αυτής της πολιτικής, το ΚΚΕ προβάλλει τη θέση ότι η προστασία του περιβάλλοντος, προς όφελος του λαού, προϋποθέτει ένα ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης. Ο πλανήτης κινδυνεύει από την ίδια την καπιταλιστική ανάπτυξη ως σύνολο και γι’ αυτό η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος είναι αδύνατη κάτω από τις συνθήκες κυριαρχίας των εκμεταλλευτικών σχέσεων παραγωγής. Γι’ αυτό και η προστασία του περιβάλλοντος και της υγείας των εργαζομένων πρέπει να γίνει στοιχείο της πάλης του λαού για την εργατική εξουσία, την ανατροπή των μονοπωλίων και των ιμπεριαλιστικών ενώσεων που τα υπηρετούν.
Τάσος Τσιαπλές, μέλος της Κ.Ε του ΚΚΕ, επικεφαλής της «Λαϊκής Συσπείρωσης» Περιφέρειας Θεσσαλίας