40 χρόνια Ελλάδα στην  Ευρωπαϊκή Ένωση. Η ιστορία μιας σοφής  επιλογής..

Του Γρηγόρη Παπαχαραλάμπους

Κάθε σημαντική επέτειος αποτελεί μια εξαιρετική  ευκαιρία  να  αξιολογήσουμε  όσα  έχουν επιτευχθεί στην πορεία, αλλά και  να αναλογισθούμε προς ποια κατεύθυνση θέλουμε να προχωρήσουμε.

Και ενώ η ατζέντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία  40  χρόνια διαμορφώνεται με πολυποίκιλη θεματολογία όπως:  εμβάθυνση ή διεύρυνση, κερδισμένοι/χαμένοι του προϋπολογισμού, συνεχές κυνήγι ευημερίας, ρυθμός ανάπτυξης ΑΕΠ χωρών–μελών, ενιαίο νόμισμα – ενιαία οικονομική πολιτική (?), δημοσιονομική πειθαρχία, συνταγματική συνθήκη, Ευρώπη πολλών ταχυτήτων, κοινή εξωτερική πολιτική, χάσμα που χωρίζει του Ευρωπαίους πολίτες με τους θεσμούς, απόμακρο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, γραφειοκρατία, μείωση Ευρωπαϊκού πληθυσμού, μεταναστευτικό, περιβάλλον, η χώρα μας είναι πλέον ένα «παλιό» κράτος-μέλος με εμπειρία και γνώση για την Ευρώπη που συνδιαμορφώνει  τις πολιτικές.

Πως φτάσαμε έως εδώ

O Ευρωπαϊκός προσανατολισμός  της  Ελλάδας   έλαβε συγκεκριμένη διάσταση με την υποβολή της αίτησης για σύνδεση με την ΕΟΚ, τον Ιούνιο του 1959, αίτηση που οδήγησε στην υπογραφή της Συμφωνίας Σύνδεσης Ελλάδας – ΕΟΚ, τον Ιούνιο του 1961, την πρώτη Συμφωνία Σύνδεσης που σύναψε η ΕΟΚ.

Η Συμφωνία αυτή, η οποία ουσιαστικά αποτελούσε το πρώτο βήμα στην πορεία της Ελλάδας για την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, «πάγωσε» με την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας στην Ελλάδα τον Απρίλιο 1967 και ενεργοποιήθηκε εκ νέου μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας τον Ιούλιο 1974.

Η ενσωμάτωση της χώρας μας  στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ως πλήρους μέλους αποτέλεσε κεντρικό στόχο της πρώτης μεταπολιτευτικής Ελληνικής κυβέρνησης. Πράγματι, η αίτηση για πλήρη ένταξη υποβλήθηκε στις 12 Ιουνίου 1975, με επιστολή του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή στον πρόεδρο του Συμβουλίου Υπουργών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Υπουργό Εξωτερικών της Ιρλανδίας, G. Fitzgerald. Η πρώτη αντίδραση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στην Ελληνική αίτηση εκδηλώθηκε αρχικά από την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, η οποία σύμφωνα με το (τότε) άρθρο 237 της Συνθήκης της Ρώμης, έπρεπε να διατυπώσει «γνώμη» πάνω στην αίτηση τρίτης χώρας για ένταξη στην Κοινότητα. Η Επιτροπή δημοσίευσε τη «γνώμη» της στις 28 Ιανουαρίου 1976. H Επιτροπή, ενώ αρχικά τόνιζε ότι πρέπει να δοθεί «σαφώς θετική απάντηση» στο αίτημα της Ελλάδας για ένταξη, εντούτοις πρότεινε θέσπιση προ-ενταξιακής μεταβατικής περιόδου πριν από την πλήρη θεσμική ενσωμάτωση της χώρας προκειμένου να πραγματοποιηθούν οι αναγκαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις.

Με παρέμβαση του πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή προς τις κυβερνήσεις των εννέα κρατών – μελών και ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας, η πρόταση αυτή της Επιτροπής απορρίφθηκε. Έτσι, τον Ιούλιο 1976 άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για την ένταξη, οι οποίες ολοκληρώθηκαν τον Μάιο 1979 με την υπογραφή, στην Αθήνα (Ζάππειο Μέγαρο), της Πράξης Προσχώρησης. Η Βουλή των Ελλήνων κύρωσε την Πράξη Προσχώρησης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες στις 28 Ιουνίου 1979. Η πλήρης ένταξη έλαβε χώρα δύο χρόνια αργότερα, την 1η Ιανουαρίου 1981.

Είναι  εξαιρετικά  χρήσιμο  -για να μπορούμε να αξιολογούμε αντικειμενικά- να γνωρίζουμε σήμερα  ότι -σύμφωνα με στοιχεία του Υπουργείου Εξωτερικών-,  οι βασικοί  λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα επέλεξε την πλήρη ένταξη στην Κοινότητα ήταν οι εξής:

1.    Θεώρησε την Κοινότητα ως το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσε να εδραιώσει το δημοκρατικό πολιτικό της σύστημα και τους δημοκρατικούς θεσμούς.

2.   Επεδίωκε την ενίσχυση της ανεξαρτησίας και της θέσης της στο περιφερειακό και διεθνές σύστημα,  με την ανάπτυξη των σχέσεων της και με άλλους διεθνείς δρώντες πέραν των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.

3.    Θεώρησε την ένταξη στην Κοινότητα ως ισχυρό παράγοντα που θα συνέβαλε στην ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.

4.    Επιθυμούσε, ως ευρωπαϊκή χώρα, να είναι «παρούσα» και να επηρεάζει τις διεργασίες για την ευρωπαϊκή ενοποίηση και το πρότυπο της Ευρώπης.

 

Όσον αφορά τα καθοριστικά σημεία στην πορεία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα / Ένωση από το 1981 μέχρι σήμερα θα  πρέπει να  αναφερθούν τα εξής:

-Η χώρα  μας  ασκεί  την πρώτη Προεδρία  της  το β’ εξάμηνο του 1983 σε  μια  εποχή  έντονης αμφισβήτησης ορισμένων βασικών πτυχών της Ευρωπαϊκής ενοποίησης. Παράλληλα, επιδιώχθηκε με επιτυχία η διαμόρφωση ενός «ειδικού καθεστώτος» σχέσεων και ρυθμίσεων. Για το σκοπό αυτό, η Ελλάδα υπέβαλε, το Μάρτιο του 1982, υπόμνημα με το οποίο ζήτησε πρόσθετες αποκλίσεις από την εφαρμογή ορισμένων κοινοτικών πολιτικών καθώς και πρόσθετη οικονομική ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας. Η Επιτροπή αναγνώρισε ως βάσιμο μόνο το δεύτερο αίτημα, το οποίο ουσιαστικά ικανοποιήθηκε (μετά και την αναμόρφωση των διαρθρωτικών ταμείων)  με την έγκριση, το 1985, των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων (ΜΟΠ). Η πολιτική σημασία των ΜΟΠ, όμως, ήταν πολύ μεγαλύτερη των πρόσθετων πόρων που εγκρίθηκαν τότε για την Ελλάδα, γιατί εγκαινίασαν την προσπάθεια για την ανάπτυξη διαρθρωτικής πολιτικής από πλευράς Ε.Ε., η οποία αποκρυσταλλώθηκε το 1988 στη νέα διαρθρωτική πολιτική, το πρώτο «πακέτο Delors».

-Το Α’ εξάμηνο του1988  όταν άσκησε τη δεύτερη Προεδρία της αλλά  και μετά, η Ελλάδα άρχισε, αναπτύσσοντας ευρωπαϊκό προσανατολισμό, να υποστηρίζει το «ομοσπονδιακό» πρότυπο ενοποίησης καθώς και την ανάπτυξη κοινής πολιτικής σε νέους τομείς (παιδεία, υγεία, περιβάλλον), την ενίσχυση των υπερεθνικών θεσμών (Επιτροπή και Κοινοβούλιο) και την ανάπτυξη κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Ωστόσο, υπήρχαν ακόμη αντιφάσεις, τόσο στον οικονομικό τομέα, με την απόκλιση της χώρας από το μέσο «κοινοτικό» επίπεδο ανάπτυξης

-Το α’ εξάμηνο του 1994 η Ελλάδα  ασκεί την τρίτη προεδρία της. Η εποχή χαρακτηρίσθηκε από ακόμα μεγαλύτερη υποστήριξη της ιδέας και της διαδικασίας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης καθώς και της εμβάθυνσης της ενοποίησης σε όλους τους τομείς. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται στα κράτη-μέλη που υποστήριξαν την προσπάθεια υιοθέτησης του Ευρωπαϊκού Συντάγματος αλλά και την προσπάθεια επίτευξης υψηλότερης οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης με τη υποστήριξη  των «κριτηρίων σύγκλισης» της Συνθήκης του Μάαστριχτ καθώς και τη συμμετοχή της, ως πλήρους μέλους, στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) και την υιοθέτηση του ενιαίου νομίσματος (ευρώ) από την 1η Ιανουαρίου 2002. Παράλληλα με την εμβάθυνση, η Ελλάδα τάχθηκε σταθερά υπέρ  της διεύρυνσης της Ένωσης και πρωτοστάτησε σε αυτόν τον τομέα παρέχοντας σταθερή στήριξη  στην ένταξη των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, παρά τη γενικότερη εφεκτικότητα.

-Η τέταρτη Ελληνική Προεδρία της Ε.Ε., το πρώτο εξάμηνο του 2003, συνέπεσε με την μεγαλύτερη διεύρυνση στην  ιστορία της Ενωμένης Ευρώπης (10 νέα κράτη μέλη).

-H πέμπτη ελληνική Προεδρία της Ε.Ε., το πρώτο εξάμηνο 2014, διεξήχθη εν μέσω της χειρότερης οικονομικής και κοινωνικής κρίσης της ιστορίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

 

Που βρισκόμαστε σήμερα

-Εάν το 1981  στην εποχή του «είσαι στην ΕΟΚ, μάθε για την ΕΟΚ» μας μιλούσαν για κοινό νόμισμα, για ελεύθερη διακίνηση, για διακρατικά προγράμματα, για χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας μας με πάνω από 160 δις. μόνον από τα ΚΠΣ, πολλοί θα το εκλάμβαναν ως ακραίο σενάριο πολιτικής φαντασίας  φανατικών Ευρωπαϊστών.

Τα πράγματα όμως προχώρησαν δυναμικά τόσο για την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και για την πορεία της Ελλάδας μέσα σ’ αυτή. Έτσι θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι οι αρχικοί 4 στόχοι που είχαν τεθεί επιτεύχθηκαν στο ακέραιο. Αλλά και πέραν αυτών, σήμερα (και παρά τα θέματα με την ποιοτική απορροφητικότητα) πρακτικά όλες οι πολιτικές, όλα τα έργα στη χώρα μας είτε δημόσια, είτε ιδιωτικά χρηματοδοτούνται άμεσα ή έμμεσα από την Ένωση, το κοινό μας νόμισμα συμβάλλει στην ανάπτυξη της εξωστρέφειας της οικονομίας μας, το ERASMUS δίνει την Ευρωπαϊκής ευκαιρία συνεργασίας σε φοιτητές, επιχειρηματίες, επιστήμονες, η FRONTEX υποβοηθά τη φύλαξη των συνόρων μας, το ResquEU βοηθάει σε φυσικές καταστροφές και φυσικά τα  κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης αναμένουν μεταρρυθμίσεις και ουσιαστική αξιοποίηση.

Τελικά η σχέση Ελλάδας- Ευρωπαϊκής Ένωσης μάλλον εναρμονίζεται   με την ιστορική διαδρομή της ίδιας της Ένωσης. Παρά τις διχογνωμίες, τις προκλήσεις, τον προβληματισμό, την αμφισβήτηση  στο τέλος πάντα αυτή πετυχαίνει το πολύτιμο “consensus” που δίνει  δύναμη στην αναζήτηση νέου ρόλου και νέου οράματος.

—————————————————————-

*Πηγές : proedria.gr, mfa.gr, ec.europa.eu/greece

Δείτε και αυτά