Μια Μάνα που αρνήθηκε να πεθάνει

Της Ευαγγελίας Λιακούλη

Άφησε το αυτοκίνητο μπροστά στη βρύση του κοιμητηρίου, που μάλλον τώρα την έφτιαξαν, αφού πριν από τρεις μήνες που είχε ξαναπάει στον τάφο της γιαγιάς της, δεν θυμόταν να υπήρχε…

Η Αθηνά, φοιτήτρια της Φιλολογίας , επισκεπτόταν κάθε φορά που επέστρεφε στο πατρικό της σπίτι , τον τάφο της αγαπημένης γιαγιάς- Αθηνάς, που είχε το όνομά της και «όλες τις χάρες της» , όπως έλεγε διαρκώς  ο πατέρας της…

Δυναμική, χαρούμενη, ανθρώπινη, αλλά πολλές φορές σκεπτική, ξεροκέφαλη και ιδιόρρυθμη

«Το πακέτο πάει ολόκληρο», απαντούσε με γαργαριστή φωνή η Αθηνά, σε κάθε τέτοιο χαρακτηρισμό του πατέρα της, που περισσότερο την προκαλούσε, παρά την ενοχλούσε

Σήμερα, ημέρα Κυριακή, είχε ιδιαίτερη κίνηση στο κοιμητήριο. Πολλοί στο χωριό, συνήθιζαν μετά την εκκλησία να επισκέπτονται τους αγαπημένους τους που έχουν φύγει..

Κρατώντας ένα μπουκέτο ανεμώνες, κατευθύνθηκε στο γνωστό πια σημείο, αλλά κοντοστάθηκε , καθώς δίπλα ακριβώς από το μνήμα της γιαγιάς της , είδε ένα καινούριο. Στο κέντρο του είχε μια μεγάλη φωτογραφία, μιας γελαστής, νέας γυναίκας  και δίπλα ακριβώς μια επιγραφή που έγραφε :

«Η Ευτυχία, ταξίδεψε, αλλά δεν έφυγε. Ετών 45. Ήταν η Μάνα, που αρνήθηκε να πεθάνει»

Άναψε το κεράκι στη γιαγιά της, τοποθέτησε τις ανεμώνες, αλλά τα μάτια της δεν έφευγαν από την παράξενη επιγραφή…

Άκου πέθανε, αλλά …αρνήθηκε να πεθάνει!

Την ώρα που αυτά σκεπτόταν, έφτασε η Αλεξάνδρα μαζί με τον Γιώργο, γνωστοί της συγχωριανοί,  που την καλημέρισαν και άρχισαν αμέσως να καθαρίζουν το τάφο με την περίεργη επιγραφή.

Δεν υπήρχε περίπτωση η Αθηνά να φύγει από εκεί, χωρίς απαντήσεις.

Έπιασε αμέσως την κουβέντα με την Αλεξάνδρα που ήταν συνομήλικη της μητέρας της και ξαφνικά, μπροστά της, ξετυλίχθηκε μια απίστευτη ιστορία:

Η Ευτυχία ήταν μια γυναίκα που αγόρασε  μαζί με τον πρώην σύζυγό της, ένα οικόπεδο στο χωριό και μετά από  χρόνια, αποφάσισαν να χτίσουν ένα σπίτι .

Απέκτησαν ένα  παιδί, που εξαιτίας μιας σπάνιας επιπλοκής, γεννήθηκε τετραπληγικό και με μερική νοητική στέρηση.

Ο άντρας της αυτό δεν το άντεξε και η επιμονή του να μεταφέρουν το παιδί σε ίδρυμα, βρήκε τη σθεναρή αντίδραση της μητέρας, με αποτέλεσμα  οι καθημερινές συγκρούσεις να οδηγήσουν το ζευγάρι  σε συναινετικό διαζύγιο.

Η Ευτυχία  ανέλαβε εξολοκλήρου τη φροντίδα του γιου της, που τον απέκτησε περίπου στα 35 και τώρα ήταν ήδη 10 ετών.

Πούλησε στην Θεσσαλονίκη το πατρικό της σπίτι, ένα οικόπεδο στον Εύοσμο και ένα μαγαζί στο κέντρο και κατάφερε να μαζέψει αρκετά  χρήματα για τις ανάγκες του παιδιού και της ίδιας.

Δούλευε για χρόνια σε ένα εστιατόριο και είχε μεγάλη αγάπη για τη δουλειά της, αλλά αναγκάστηκε να τα εγκαταλείψει  όλα και να αφοσιωθεί στο παιδί της.

Ο πατέρας του ,εξαφανίστηκε μετά το διαζύγιο και οι φήμες έλεγαν ότι μετακόμισε μόνιμα στην Αμερική.

Η ίδια ποτέ δεν τον αναζήτησε. Ο ίδιος ποτέ δεν φάνηκε.

Έβαλε τη ζωή της , στους ρυθμούς του παιδιού και των αναγκών του

Η κάθε μέρα ήταν μια νέα αρχή για την Ευτυχία. Ξυπνούσε το παιδί και αφού φρόντιζε να το καθαρίσει και να το περιποιηθεί, ξεκινούσε να του διαβάζει ιστορίες , να του δείχνει ντοκιμαντέρ με θέμα τη φύση , τα ζώα,  διάφορες χώρες και τους πολιτισμούς τους,  ιστορικά γεγονότα και πολλές φωτογραφίες, επεξηγώντας ποιος, που και πότε για να «γνωρίσει το παιδί συγγενείς και φίλους».

Όλα τα ετοίμαζε από το προηγούμενο βράδυ, ώρες ολόκληρες μπροστά στον υπολογιστή και στην τεράστια  βιβλιοθήκη της , με κέφι, με χαμόγελο και ελπίδα

Καλούσε συχνά στο σπίτι συνομήλικα παιδιά και τις μαμάδες τους, έφτιαχνε γλυκά και έκανε πάρτι, γεμίζοντας το σπίτι με τα γέλια και τις φωνές των παιδιών.

Των άλλων παιδιών .

Ο Μιχάλης της, ο μονάκριβός της, λίγα από αυτά καταλάβαινε, αλλά σε κάθε περίπτωση,  αυτή πίστευε ότι όλα τα καταλάβαινε και πράγματι η διάθεσή του ήταν πολύ καλή και ήταν γαλήνιος και ήρεμος.

Αυτό για εκείνη ήταν η μεγάλη νίκη της.

Στην αρχή στο χωριό την σχολίαζαν σαν σαλεμένη από την στενοχώρια της, μετά όμως, όταν την γνώριζαν, καταλάβαιναν ότι ήταν μια αγωνίστρια, μια μάνα που δεν τα παράτησε ποτέ και που πάλευε με πείσμα για το παιδί της.

Η Αλεξάνδρα, συγκινημένη συνέχισε την αφήγησή της στην Αθηνά

Εξι μήνες πριν, η Ευτυχία κάλεσε σε μια συγκέντρωση στο σπίτι της περίπου δέκα φίλες από το χωριό. Στη συγκέντρωση αυτή ζήτησε να μην πάρουν μαζί τους τα παιδιά.

Όλες παραξενεύτηκαν..Αυτό γινόταν πρώτη φορά .

Χωρίς τα παιδιά ; Τι σκάρωνε πάλι η Ευτυχία-  όνομα και πράγμα; Μήπως οργάνωνε νέες εκπλήξεις, νέου τύπου , απ’ αυτές που μόνο το δικό της μυαλό μπορούσε να γεννήσει  ;

Όταν έφτασαν στο σπίτι, μπήκαν στο σαλόνι και πρώτη φορά ήταν κλειστή η πόρτα που το συνέδεε με το καθιστικό, όπου βρισκόταν ο μικρός Μιχάλης, στο κρεβάτι του και με όλο τον εξοπλισμό του.

Δεύτερο παράξενο και ανεξήγητο…

Όλα εξηγήθηκαν στη συνέχεια και μάλιστα  με κάθε συνταρακτική λεπτομέρεια

Μέσα σε δύο ώρες, που ήταν σαν δυο αιώνες .

Τα κουλουράκια στο τραπέζι ανέγγιχτα, οι καφέδες παγωμένοι, τα πρόσωπα χλωμά, τα μάτια δακρυσμένα, τα μαντήλια μούσκεμα, οι άνθρωποι σκιές, οι τοίχοι γκρίζοι και η σιωπή τρομακτική.

Η Ευτυχία τους κάλεσε για να τους ζητήσει μια «μεγάλη χάρη», όπως είπε και μια «δέσμευση ζωής».

Αποκάλυψε στις φίλες της, ότι ήταν πολύ άρρωστη, με καρκίνο στο πάγκρεας τελευταίου βαθμού και της είχαν απομείνει μόνο λίγοι μήνες ζωής. Η ίδια, με το γνήσιο χαμόγελό της,  δήλωσε ότι ήταν πολύ ικανοποιημένη από τη ζωή της και ότι καθόλου δεν λυπόταν που θα φύγει, αλλά ήταν  πολύ προβληματισμένη για τον Μιχάλη της και τι θα απογινόταν .

Ήταν αυστηρή και  κατηγορηματική : ο Μιχάλης της , δεν έπρεπε να καταλάβει την απώλειά της, έπρεπε να συνεχιστεί η καθημερινότητά του, σαν  αυτή να είναι παρούσα .

Τους είπε ότι σκέφτηκε πολύ, έψαξε πολύ, παιδεύτηκε πολύ και βρήκε τελικά τη λύση, αρκεί να είχε την βοήθειά τους.

Από τότε που ο γιατρός της έδωσε τελεσίγραφο, άρχισε να δουλεύει νυχθημερόν, ηχογραφώντας και μαγνητοσκοπώντας τον εαυτό της να μιλάει στον Μιχάλη, να του λέει ιστορίες , να του κάνει αστεία, να τον γαργαλάει, να ακούγεται η φωνή της όταν τον περιποιείται και τον καθαρίζει, να τον ταϊζει και να τον νανουρίζει , να μοιράζεται συναισθήματα, να σχολιάζει τις ταινίες και τα ντοκυμαντέρ, όπως ακριβώς κάθε μέρα…

Τους έδειξε όλα όσα είχε φτιάξει και τότε τα αναφιλητά τους,  έφτασαν στα αυτιά του Θεού!

Πόση τρυφερότητα, πόσο πάθος, πόση ανυπόκριτη, αυθεντική, απόλυτη αγάπη, ήταν η κάθε λέξη στα χείλη της

Είχε ήδη μεταβιβάσει όλη την περιουσία της σε μια γυναίκα που θα έμενε δίπλα στο Μιχάλη , με όρους που διασφάλιζαν τη φροντίδα του για όσο ζει.

Ζήτησε από τις φίλες της να πηγαίνουν καθημερινά,  εναλλάξ , για κάποιες ώρες και να παίζουν στο βίντεο όλα όσα είχε η ίδια δημιουργήσει για το παιδί της, με τη δική της φωνή.

Αυστηρά επεσήμανε σε όλες, ότι όταν θα παίζει το βίντεο, πάντα θα τον αγγίζουν, γιατί αλλιώς θα καταλάβαινε  τη διαφορά …

Αμίλητες όλες, άφησαν το κλάμα,  να γίνει  η μοιραία κατάφαση..

Κι εκείνη , η Ευτυχία, η Μάνα ,  μετά από λίγες βδομάδες, πέθανε μόνο για μια στιγμή, όσο κάνει κάποιος , μόνο για να πει τη λέξη !

Κάθε μέρα είναι δίπλα στο γιο της, αφηγείται, τραγουδάει, φωνάζει, γαργαλάει, σχολιάζει, νανουρίζει..

Με την  ψυχή της, που η  ίδια ανέστησε για χάρη του, πριν ακόμη πεθάνει»

Δείτε και αυτά