Του Μάξιμου Χαρακόπουλου
Ο «περίπατος» των Ταλιμπάν προς την εξουσία, χωρίς να εκδηλωθεί ουσιαστική αντίσταση από τον κυβερνητικό στρατό του Αφγανιστάν, και ο, «αλά Σαϊγκόν», τρόπος αποχώρησης των Αμερικανών και λοιπών δυτικών από την χώρα διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο στις παγκόσμιες διεθνείς σχέσεις. Γιατί είναι βέβαιο ότι οι συνέπειες της νίκης των φανατικών ισλαμιστών στην κεντροασιατική χώρα, αλλά και του συντριπτικού πλήγματος στο κύρος των ΗΠΑ, θα είναι ποικίλες και δραματικές, κάποιες από τις οποίες θα βιώσει σύντομα και η Ευρώπη.
Δυστυχώς, στο Αφγανιστάν αποδείχθηκε, μεταξύ άλλων, για μια ακόμη φορά, το δραματικό κενό στην κοινή ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική και την πολιτική άμυνας, που στερείται στρατιωτικού βραχίονα, ακολουθώντας τις προτεραιότητες του υπερατλαντικού συμμάχου της. Την ίδια ώρα, άλλοι δρώντες παίκτες του παγκόσμιου συστήματος, όπως η Ρωσία ή η Κίνα, κινούνται με συνεκτικό σχεδιασμό προωθώντας τα συμφέροντά τους. Η παράταση αυτής της «χαλαρότητας», που προκαλείται από τον ετεροκαθορισμό στη λήψη των αποφάσεων της ΕΕ, την αμυντική στάση στα τεκταινόμενα, την εσωτερική πολυφωνία και την απόκλιση των ιδιαίτερων συμφερόντων, κινδυνεύουν να την οδηγήσουν σε ανυποληψία στο διεθνές σύστημα, αλλά και σε μεγαλύτερη κρίση εμπιστοσύνης των ίδιων των Ευρωπαίων πολιτών.
Αναμφίβολα, το μείζον ζήτημα που καλείται να διαχειριστεί η Ευρώπη σε σχέση με το Αφγανιστάν είναι οι αναμενόμενες μεταναστευτικές ροές από τη χώρα αυτή. Τόσο άνθρωποι που έχουν λόγους να φοβούνται από την πολιτική τρόμου και καταστολής που μπορεί να ασκήσουν οι Ταλιμπάν -όπως έκαναν και κατά τα έτη 1996-2001- όσο και άλλοι που θα πάρουν τους δρόμους της μετανάστευσης για ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο είναι πολύ πιθανό να επιχειρήσουν να φθάσουν μαζικά στα ευρωπαϊκά σύνορα.
Απέναντι σε αυτό το ενδεχόμενο η Ευρώπη οφείλει να έχει μια σχεδιασμένη και συνεκτική πολιτική, η οποία θα προσφέρει ουσιαστική χείρα βοηθείας στους πρόσφυγες, αποτρέποντας μια ανθρωπιστική κρίση τραγικών διαστάσεων, αλλά και την πιθανότητα εργαλειοποίησης των μεταναστευτικών ροών από συνήθεις ύποπτους, όπως η Άγκυρα. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορούμε να μην συμφωνήσουμε με την πρόταση της καγκελαρίου Μέρκελ να ενισχυθούν ουσιαστικά οι γειτονικές χώρες του Αφγανιστάν, προκειμένου να υποδεχθούν τους πρόσφυγες, κάτι που δεν έγινε στη διάρκεια του συριακού εμφυλίου. Ως εκ τούτου είναι απαραίτητο να διοχετευθούν σημαντικά κεφάλαια στην ευρύτερη κεντροασιατική περιφέρεια, και όχι να αναμένουμε άπραγοι τη μοιραία πορεία των γεγονότων. Ούτε, βεβαίως, θα συνιστά σώφρονα στάση η Ε.Ε. να «καλοπιάσει» για μια ακόμη φορά τον Ερντογάν, δήθεν για τη διαχείριση των μεταναστών, επιτρέποντάς του να συνεχίσει την αναθεωρητική του πολιτική.
Όσο για τους πρόσφυγες που θα καταφύγουν στην Ε.Ε. θα επαναλάβω αυτό που τόνισα και στην 7η συνάντηση της Μικτής Ομάδας Κοινοβουλευτικού Ελέγχου της Europol, τον Σεπτέμβριο του 2020, χρειάζεται «δικαιότερη κατανομή βαρών από όλα τα κράτη μέλη», και όχι να μένουν οι χώρες του νότου να βγάλουν μόνες τους τα «κάστανα από τη φωτιά».