Για έναν προϋπολογισμό δύο ταχυτήτων, που ευνοεί τους αριθμούς αλλά όχι την κοινωνική πλειοψηφία, έκανε λόγο ο βουλευτής Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. κ. Βασίλη Κόκκαλης από το βήμα της βουλής, στο πλαίσιο της συζήτησης του προϋπολογισμού του κράτους για το 2022.
Ο κ. Κόκκαλης κατηγόρησε την κυβέρνηση για μία ακόμη φορά σε ότι αφορά τους χειρισμούς της για την πανδημία, ζητώντας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό να ζητήσει συγνώμη. Επικαλέστηκε μάλιστα και τη δήλωση του καθηγητή κ. Τσιόδρα ότι «χάνονται ασθενείς που αναμένεται να ζούσαν αν νοσηλεύονταν υπό άλλες συνθήκες».
Στο επίπεδο της οικονομίας ζήτησε από την κυβέρνηση να σταματήσει την «καραμέλα» πως για όλα φταίνε οι διεθνείς συγκυρίες, καταθέτοντας προτάσεις για την ανάσχεση της ακρίβειας.
Μεταξύ άλλων ο Λαρισαίος πολιτικός ανέφερε τα εξής: «Καλούμαστε να ψηφίσουμε τον προϋπολογισμό στην κορύφωση της υγειονομικής αλλά και οικονομικής κρίσης. Πριν εισέλθω στα θέματα του προϋπολογισμού, επιτρέψτε μου να αναφερθώ σε ένα μεγάλο και σημαντικό θέμα για την πανδημία, μια συνέπεια της πανδημίας που έχει να κάνει και με το δημοκρατικό μας πολίτευμα.
Αγωνιούν οι δυτικές κοινωνίες για την ανθεκτικότητα του Συντάγματος. Αγωνιούν εάν οι συνταγματικοί θεσμοί θα αντέξουν ή δεν θα αντέξουν. Είναι γεγονός ότι επεβλήθησαν περιορισμοί στην κοινωνία μας, περιορισμοί που έχουν να κάνουν και είχαν να κάνουν με την κίνηση των πολιτών -κρίθηκαν νόμιμοι, έπρεπε να κριθούν νόμιμοι- με την επιχειρηματική δραστηριότητα και με άλλα δικαιώματα. Το αντίβαρο σε αυτούς τους περιορισμούς ήταν και είναι η ελευθερία της έκφρασης, η πολυφωνία, ο πλουραλισμός. Διαφορετικά το κράτος τείνει προς την αυταρχικότητα, όπως έγινε στην Ουγγαρία.
Δυστυχώς η Κυβέρνηση τροποποίησε το άρθρο 191, το αδίκημα των ψευδών ειδήσεων, και αυτό το αντίβαρο δεν υπάρχει. Όπως διαχειρίστηκε την πανδημία, δίχασε την κοινωνία ρίχνοντας αποκλειστικά και μόνο την ευθύνη στους πολίτες χωρίς ούτε μία συγγνώμη.
Επειδή ακούστηκε σε αυτήν την Αίθουσα για τυμβωρυχία, θα αναφέρω τη δήλωση του ενός εκ των δύο καθηγητών. Οι δύο καθηγητές είναι ο κ. Τσιόδρας και ο κ. Λύτρας. Ο κ. Λύτρας είπε σε δήλωσή του: «Χάνουμε ασθενείς που αναμένεται να ζούσαν αν νοσηλεύονταν υπό άλλες συνθήκες. Επιπλέον έχουμε κραυγαλέα και απαράδεκτη υγειονομική ανισότητα μεταξύ Αττικής και υπόλοιπης Ελλάδας».
Αυτό, είναι τυμβωρυχία; Μια συγγνώμη από τον Πρωθυπουργό; Από τούτο εδώ το Βήμα κουνούσε το χέρι στην αντιπολίτευση, στην Αξιωματική Αντιπολίτευση λέγοντας ότι δεν υπάρχουν μελέτες. Πώς λέγεται αυτός ο άνθρωπος; Πώς θα χαρακτηριζόταν αυτός ο άνθρωπος αντικειμενικά ο οποίος ενώ ήξερε, το έκρυβε ή αν δεν ήξερε, δεν είχε ενημερωθεί;
Όμως, δεν έχετε το στοιχειώδες. Η αλαζονεία δεν σας αφήνει τουλάχιστον να αναγνωρίσετε ότι οι καταστάσεις είναι δύσκολες, ότι κάνατε και κάνετε πολλά λάθη. Θα ήταν πιο έντιμο να πείτε ευθέως στον ελληνικό λαό ότι ναι, κάναμε λάθη. Αντ’ αυτού διχάσατε και διχάζετε ελληνική κοινωνία.
Έρχομαι στην οικονομική και υγειονομική κρίση. Όπως αποδεικνύεται, η στήριξή του ΕΣΥ είναι πολύ λιγότερη στον προϋπολογισμό τον οποίο μας καλείτε να ψηφίσουμε. Δώσατε ψίχουλα στο υγειονομικό προσωπικό χωρίς ουσιαστική στήριξη.
Όσον αφορά το μόνιμο προσωπικό, ζητούν ένταξη στα βαρέα και ανθυγιεινά. Οι χιλιάδες συμβασιούχοι οι οποίοι εργάζονται στις δομές υγείας αγωνιούν. Δεν λέτε τίποτα γι’ αυτούς.
Όμως, μια και αναφέρετε συνέχεια ότι δεν κάνουμε λόγο για τον προϋπολογισμό και ότι δεν έχουμε προτάσεις, τι λέει ο προϋπολογισμός για την ακρίβεια; Κάποια στιγμή πρέπει να τελειώσει αυτή η καραμέλα, ότι για όλα φταίει ο διεθνής παράγοντας. Αυτό μπορούσατε να το πείτε πριν πολλούς μήνες, αλλά όχι τώρα. Τώρα, λόγω της αδιαφορίας σας και της αδράνειάς σας, το χρέος των επιχειρήσεων, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καλείται να το πληρώσει το νοικοκυριό. Πώς γίνεται αυτό; Επαναλαμβάνω, το χρέος των μικρομεσαίων επιχειρηματιών καλείται να το πληρώσει ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, τα νοικοκυριά, οι καταναλωτές.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είχαν χρέη από το 2010, λόγω των μνημονίων. Μετά ήρθε η πανδημία 2020-2022 και δημιουργήθηκαν καινούργια χρέη, δεύτερη γενιά χρεών. Τα χρέη πληρώνονται είτε με αποθεματικά είτε με αύξηση των κερδών. Μπορούσε να έχει αποθεματικά μια μικρομεσαία επιχείρηση; Όχι. Πώς μπορεί να γίνει η αύξηση των κερδών; Με αύξηση των πωλήσεων, η οποία είναι δύσκολο να συμβεί στις μέρες μας, λόγω μείωσης της αγοραστικής δύναμης της κοινωνίας. Άρα, μονόδρομος πλέον η αύξηση των τιμών στα αγαθά.
Το δίλημμα το οποίο έχουν οι επιχειρηματίες είναι αν θα πληρώσουν τα παλιά χρέη ή αν θα πληρώσουν τα τρέχοντα για την επιχείρησή τους, ώστε η επιχείρησή τους να παραμείνει ανοιχτή; Και εννοείται ότι θα επιλέξουν τη δεύτερη λύση, αφήνοντας τα χρέη. Έτσι και η Κυβέρνηση βρίσκεται και θα βρεθεί στο δίλημμα, αλλά επειδή στρατηγική της επιλογή είναι να μην υπάρχουν μικρομεσαίες επιχειρήσεις, γι’ αυτό και πρέπει, έστω και στο παραπέντε, να λάβει μέτρα για τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με διαγραφή μέρους της οφειλής. Εάν κλείσουν αυτές οι επιχειρήσεις, το κόστος αυτό θα είναι πολύ μεγαλύτερο από το κόστος για να στηριχθούν. Αυτό θέλουν να ακούσουν σήμερα οι μικρομεσαίοι επιχειρηματίες.
Όμως, φαίνεται πως δεν έχετε στρατηγική επιλογή και για τον πρωτογενή τομέα. Όσοι Βουλευτές είμαστε από αγροτικές περιοχές γνωρίζουμε ότι το ρεύμα είναι δυσβάσταχτο. Κακά τα ψέματα! Ας μην κρυβόμαστε! Θα υπάρξει μέχρι και 150% αύξηση στους λογαριασμούς.
Η πρότασή μας είναι η εξής: Ο μοναδικός τρόπος για να υπάρχει ένα αντίβαρο στο ηλεκτρικό ρεύμα για τους αγρότες είναι να δεσμευτεί δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τους αγρότες. Να δεσμευτεί δίκτυο, όχι για να γίνει επιχειρηματίας ο αγρότης και να πουλάει το ρεύμα από τα φωτοβολταϊκά, αλλά για να συμψηφίζει.
Τι γίνεται σήμερα; Υπάρχει έγγραφο του ΔΕΔΔΗΕ όπου φαίνεται ότι έχει απορρίψει αιτήσεις αγροτών -θα το προσκομίσω στα Πρακτικά- για υπαγωγή στα σχέδια βελτίωσης των γνωστών «net metering», λόγω υπερφόρτωσης δικτύου.
Ερωτάσθε, λοιπόν, κύριοι της Κυβέρνησης, το εξής: Γιατί δεν προνοήσατε, ώστε οι αγρότες να μετέχουν σε αυτό που λέμε… «ενεργειακή δημοκρατία». Επειδή προφανώς ο Προϋπολογισμός είναι δύο ταχυτήτων η μία για τους αριθμούς και η άλλη για τους πολίτες και επειδή για τους πολίτες δεν υπάρχει σαφής πρόβλεψη και επειδή δεν ευνοεί την κοινωνική πλειοψηφία, γι’ αυτό και τον καταψηφίζουμε.»