Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΗΧΟΥ, ΣΤΟΝ ΑΚΡΟΑΤΗ ΤΟΥ HI-FI.

Του Γιώργου Ηλία Αναστόπουλου

Αν παρατηρήσουμε την συμπεριφορά μας ή αυτή φίλων μας μπροστά σε ένα ηχοσύστημα κατά την ακρόαση κάποιου μουσικού έργου, θα δούμε ποικίλες αντιδράσεις που σχετίζονται τόσο με τη ψυχοσύνθεση και την μουσική παιδεία εκάστου , όσο και με την φυσιολογία μας . Δηλαδή την ικανότητα να συλλάβουμε, να ακούσουμε, να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε επαρκώς τι και πώς το ακούμε.
Aν έστω για μια στιγμή, σκεφτούμε οτιδήποτε, αγνοώντας εσκεμμένα, κάθε ηχητική πληροφορία ή ηχητικό υπόβαθρο, είναι πιθανόν να οδηγηθούμε σε ασάφεια αναγνωρίσεως τόπου, χρόνου και ποιότητος επικοινωνίας με το περιβάλλον. Η φιλοσοφική ανάλυση λοιπόν, του ήχου έρχεται σε κάποια αντίθεση αλλά και ταύτιση με μια γενική φιλοσοφία, όπου κυριαρχούν προβλήματα μεταφυσικής, γνωσιολογίας και φιλοσοφίας του νου, σε συγκερασμό με τις αισθήσεις αλληλοσυμπληρούμενες διαρκώς.
Εδώ οι ιδιότητες, ή φύση, ή προέλευση του ήχου καθώς και οι συνθήκες που μορφοποιούνται στο γνωστικό μας υπόβαθρο και επιπλέον, η αντικειμενική φιλοσοφία της αντίληψης, είναι θεμελιώδης κλάδος της φιλοσοφίας της σκέψης προς ολοκλήρωση της «μουσικής προσωπικότητας».
Η διάκριση μεταξύ αισθητηριακών αντιλήψεων και οι τυχούσες «αποφάσεις» σε έναν από αυτούς τους φιλοσοφικούς τομείς είναι άμεσα συνδεδεμένες με τους άλλους τομείς. Οι ήχοι δεν είναι ακριβώς ποιότητες, αλλά ποσοτικές καταστάσεις που αντιλαμβάνονται αμέσως ή εμμέσως υπο του εγκεφάλου μας και τον διεγείρουν ανάλογα (η ουτοπία της ψηφιακής κατατμήσεως μιας αναλογικής δομής , ήταν ανέκαθεν ο πονοκέφαλος και το άλυτο των σχεδιαστών ψηφιακών συστημάτων).
Μην ξεχνάμε ποτέ ότι, το αυτί και κατά συνέπεια ο εγκέφαλος «ακούει» αναλογικά, λογαριθμικά και με συγκεκριμένη ταχύτητα ενός επίσης συγκεκριμένου συχνοτικού εύρους και δυναμικής..
Ωστόσο, η ταξινόμηση των ήχων ως ποιοτήτων δημιουργεί μια δυσκολία: αν οι ήχοι είναι ποιότητες, τότε είναι «δυναμικές ποιότητες», που μεταβάλλονται τάχιστα, καθότι η συνηθισμένη έννοια της ποιότητας μάλλον ισχύει περισσότερο για τις «στατικές οντότητες». Είναι επίσης πιθανό ότι δεν υπάρχει οριστική «αναφορά» αλλά υπάρχει σχετική «αντίρρηση» κατά της έννοιας των «δυναμικών ποιοτήτων», σε μια πιθανώς ποσοτική αντίληψη.
Οι ήχοι μπορούν λοιπόν να θεωρούνται ως φυσικές ιδιότητες, και έχουν ταξινομηθεί από πολλούς αναλυτές, ως ένας συνδυασμός αντικειμενικών και υποκειμενικών ιδιοτήτων, «ιδανικά συγκερασμένων».
Οι υποκειμενικές ιδιότητες εξαρτώνται από τα «σχετικά» χαρακτηριστικά του αντιλαμβανόμενου «υποκείμενου», ενώ οι πρωταρχικές ιδιότητες είναι συνδεδεμένες με τα δομικά χαρακτηριστικά και πιθανών ανεξάρτητες από την κυρίαρχη αντίληψη. Η θέση ότι οι ήχοι είναι ποιότητες συχνά δικαιολογείται με βάση την αφομοίωση του ήχου σε καθορισμένες οντότητες που εξαρτώνται από τον εγκέφαλο και τους είδους (ποιότητας) της επεξεργασίας που αυτός δύναται να κάνει..
Ο ήχος στηρίζεται σίγουρα σε αισθητήριες βάσεις, οπότε οι ήχοι μπορούν να θεωρούνται και ως ηχητικά γεγονότα ή πεπραγμένα και πρέπει να εξεταστούν υποκειμενικά και αντικειμενικά ως «σχετικές ιδιότητες» μια οντότητας συνόλου αρμονικών συντεταγμένων κυμάτων με σκοπό την έγερση καταλλήλων συγκινησιακών μεταβολών (στον ακροατή).
Αντίθετες διαισθητικές συνέπειες, όπως το γεγονός ότι διαφορετικά άτομα δεν μπορούσαν ποτέ να ακούσουν τον ίδιο ήχο είναι και αυτό σημαίνων ζήτημα. Ο δυναμικός χαρακτήρας των κινήσεων όλων των αντικειμένων δημιουργεί το υπόβαθρο της ακουστικής αντίληψης. Αλλά η σχέση μεταξύ ήχων και γεγονότων είναι σαφώς εξαιρετικά στενή, όμως ισχυρότερη από μια απλή σχέση αλληλουχίας γεγονότων.
Ακούμε και βλέπουμε.
Όταν όμως έχουμε μόνον ακρόαση τα πάντα μεταβάλλονται και την άμεση αντίληψη επι της σκηνής, δημιουργεί, ως αντιστάθμισμα του οπτικού ελλείματος η φαντασία, η εμπειρία και η διηνεκή ανάλυση , μόνον βάση των ακουσμάτων του συστήματος. Βέβαια το να βλέπουμε ηχεία και ενισχυτές δεν βοηθάει στην ανάλυση, απλά αν είναι κάποιας ποιότητας προδιαθέτει (κακό αυτό).
Επιπλέον κατά την ακρόαση ενός μουσικού προγράμματος, οι ήχοι κατηγοριοποιούνται ως εκδηλώσεις/κινήσεις, πολυσύνθετων δεδομένων στοιχείων σε μικρομετρική εφαρμογή και με ταχύτατες επίσης πολυσύνθετες εναλλαγές . Επιπλέον, όπως μαθαίνουμε από την ακουστική (κλάδος της φυσικής) ότι οι ήχοι δεν πρέπει να θεωρούνται ως ιδιότητες μεμονωμένων αντικειμένων, όπως «ηχητικά χρώματα» ή «ηχητικά γεωμετρικά σχήματα», αλλά ότι πρέπει να αντιστοιχιστούν σε μια πολύ ειδική κατηγορία οντοτήτων: η κατηγορία των κυμάτων ή περιοδικών διαταραχών, επι αρμονικής συζεύξεως, συμμετρικής κατανομής.
Εδώ, να σημειωθεί ότι καθόσον η διάδοση συμβαίνει με συμπίεση/αποσυμπίεση ενός μετώπου μιας σημειακής επιφάνειας (ηλεκτροδυναμικά μεγάφωνα), η εκτεταμένης επιφάνειας (ηλεκτροστατικά/ μαγνητοστατικά μεγάφωνα) του αέρα, η περιοδικότητα και η καθαρότητα δύναται να περιορίζεται χάριν άλλων παραμέτρων. Έτσι ταυτίζουμε τον ήχο και με κύματα, δυνάμεις, τάσεις, αποσυμπιέσεις , βίαιες μετακινήσεις, ανακλάσεις, πολλαπλές αρμονικές διαφόρων τάξεων, παρεμβολές, θορύβους συστήματος και περιβάλλοντος, μεταβολές φυσικών συνθηκών ακρόασης κ.λπ.
Αν και το ανθρώπινο αυτή είναι αρκετά ευαίσθητο και αντιλαμβάνεται εκτεταμένο συχνοτικό περιεχόμενο η δυνατότητα ανιχνεύσεως μικρομεταβολών και άμεσων διακυμάνσεων είναι σχετικά περιορισμένη. Απαιτείται εξαιρετική εξάσκηση και μακρόχρονη μουσική παιδεία για να αντιλαμβάνεται κάποιος ακροατής το στερεοφωνικό πλάτος και το μουσικό υπόβαθρο με το νοητό βάθος. Η δε σκηνική τοποθέτηση των επι μέρους οργάνων είναι απόρροια αυτού του γεγονότος. Συνήθως μια διατριβή περί τα 30+ έτη είναι απαραίτητη, τόσο για τον βιρτουόζο μουσικό όσο και για τον «εξπέρ» μουσικό ακροατή.
Ωστόσο, το δυσδιάκριτο των δύο διαφορετικών ήχων σε διαφορετικές συχνότητες και εντάσεις μέσα σε μικροδευτερόλεπτα εξακολουθεί να υπάρχει, (πιθανώς σε μειωμένο βαθμό όμως). Δύο ήχοι που δεν μπορούν να είναι διακεκριμένοι μπορούν να παραμείνουν «πιθανώς» ή «σχετικά» διακριτοί.
Αν λάβουμε τον ήχο ως τμήμα της «ακουστικής πλευράς» της θεωρίας των συμβάντων, των γεγονότων ή αλλιώς των πεπερασμένων στοιχείων, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι η αναζήτηση της απολυτότητας, δια μέσου μια «πιστότητας περιγραφής» των μουσικών δρώμενων από το συγκρότημά μας καθορίζει και τον βαθμό της συγκίνησης που αυτή δύναται να μας προκαλέσει, άρα ίσως και της ψευδαίσθησης μιας «θεωρητικής» ποιότητας αναπαραγωγής. Όμως αυτή μπορεί να μην υπάρχει εντελώς.
Αρα ως ψυχοσυναισθηματικό φαινόμενο ο ήχος αποτελείται από πλείστους (πιθανώς αλληλοσυγκρουόμενους) παράγοντες, έκαστος των οποίων χρήζει ξεχωριστής ανάλυσης που ίσως ξεφεύγει από τον σκοπό του παρόντος άρθρου.

Δείτε και αυτά