Του Λεωνίδα Στεργίου
Τέσσερις παράγοντες που απειλούν με υψηλότερο πληθωρισμό και μικρότερη ανάπτυξη παραμένουν, ενώ μία βασική αιτία που προκάλεσε αλυσιδωτές πληθωριστικές πιέσεις δεν έχει ακόμα εξομαλυνθεί, όπως αναμενόταν. Πρόκειται για τα προβλήματα στην προσφορά και τις ελλείψεις στην εφοδιαστική αλυσίδα. Σε όλα αυτά προστέθηκαν οι επιπτώσεις από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο, προβλέποντας, σύμφωνα με την κυρία Λαγκάρντ, ακόμα υψηλότερο πληθωρισμό.
3+1 πηγές ανησυχίας
Σύμφωνα με σημερινή της ομιλία στην Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, τρεις βασικοί παράγοντες είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη άνοδο του πληθωρισμού, οι οποίοι σύμφωνα με την κυρία Λαγκάρντ είναι:
Πρώτον, οι τιμές της ενέργειας αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλότερα επίπεδα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, και πράγματι οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί κατά 52% από την αρχή του έτους και οι τιμές του πετρελαίου κατά 64%. Στην Κύπρο έχουν καταγραφεί παρόμοιες πιέσεις στις τιμές και η άνοδος του πληθωρισμού ανέρχεται σε 5,8% –οφειλόμενη κυρίως στις υψηλότερες τιμές της ενέργειας και των τροφίμων (26,2% και 6,8% αντιστοίχως).
Δεύτερον, οι πιέσεις στον πληθωρισμό των τιμών των τροφίμων είναι πιθανόν να αυξηθούν. Η Ρωσία και η Ουκρανία εξάγουν σχεδόν το 30% των σιτηρών παγκοσμίως, ενώ η Λευκορωσία και η Ρωσία κατέχουν περίπου το ένα τρίτο της παγκόσμιας παραγωγής ποτάσας, βασικού συστατικού για την παραγωγή λιπασμάτων, πράγμα που μεγεθύνει τις ελλείψεις στην προσφορά.
Τρίτον, τα παγκόσμια φαινόμενα συμφόρησης στον τομέα της μεταποίησης είναι πιθανόν να επιμείνουν σε ορισμένους τομείς. Για παράδειγμα, η Ρωσία είναι ο μεγαλύτερος εξαγωγέας παλλαδίου, που είναι το βασικό στοιχείο για την παραγωγή καταλυτών. Η Ουκρανία διαθέτει περίπου το 70% των παγκόσμιων αποθεμάτων του αερίου νέον, που είναι απολύτως απαραίτητο για την κατασκευή ημιαγωγών.
Τέλος, ο πόλεμος θέτει σημαντικούς κινδύνους για την ανάπτυξη.
Σε ό,τι αφορά το πρόβλημα της επανεκκίνησης της οικονομίας που προκάλεσε το φαινόμενο του ελατηρίου στον πληθωρισμό, η κυρία Λαγκάρντ σημείωσε ότι «δεν ήταν τόσο εύκολη η επανεκκίνηση της προσφοράς μετά τα περιοριστικά μέτρα για την ανάσχεση του ιού”. Αυτό προκάλεσε μια παγκόσμια αναντιστοιχία μεταξύ της απότομα αυξανόμενης ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς, η οποία οδήγησε σε ελλείψεις και σε διαταράξεις της αλυσίδας προσφοράς.
Όπως εξήγησε η ίδια, με δεδομένο τον βαθμό διασύνδεσης της παγκόσμιας οικονομίας, το φαινόμενο αυτό μεταδόθηκε αλυσιδωτά από τη μια αγορά στην άλλη, δημιουργώντας ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις. Μάλιστα έδωσε το εξής παράδειγμα: Από τον περασμένο Ιούνιο η ενέργεια και τα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν, κατά μέσο όρο, περίπου τα δύο τρίτα του πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ. Αυτό αντανακλά εν μέρει την απόφαση του ΟΠΕΚ να μειώσει την προσφορά αργού πετρελαίου κατά 9,7 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα το 2020 και, στη συνέχεια, το γεγονός ότι κάποια μέλη του δεν αποκατέστησαν την προσφορά στα προηγούμενα επίπεδά της. Αυτό συντέλεσε με τη σειρά του στην άνοδο της τιμής του φυσικού αερίου, η οποία μετακυλίστηκε στις τιμές των τροφίμων, με την αύξηση της τιμής των λιπασμάτων, και στις τιμές των βιομηχανικών αγαθών έντασης ενέργειας.
Αυτές οι δευτερογενείς επιδράσεις στις διάφορες αγορές είχαν ως αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να φτάσει το 5,9% στη ζώνη του ευρώ κατά την τελευταία μέτρησή του και ο πληθωρισμός των τιμών της ενέργειας να διαμορφωθεί σε επίπεδο πάνω από 30%.
«Περιμέναμε ότι αυτές οι διαταράξεις θα αμβλύνονταν με την επάνοδο της οικονομίας στην κανονικότητα μετά την πανδημία. Ωστόσο, ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δημιουργεί σημαντική αβεβαιότητα όσον αφορά τις οικονομικές προοπτικές”, σημείωσε η ίδια.
Το πόσο θα αυξηθεί ο πληθωρισμός και το πόσο θα επιβραδυνθεί η ανάπτυξη θα εξαρτηθούν εν τέλει από το πώς θα εξελιχθεί η πολεμική σύγκρουση και η επιβολή κυρώσεων. Αντανακλώντας αυτή την αβεβαιότητα, κατά την τελευταία συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου οι εμπειρογνώμονες της ΕΚΤ εκπόνησαν διάφορα σενάρια για να αποτυπώσουν ορισμένες από τις πιθανές εκβάσεις. Όσο μεγαλύτερη διάρκεια θα έχει ο πόλεμος τόσο υψηλότερο θα είναι και το οικονομικό κόστος, και τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να υλοποιηθούν τα δυσμενέστερα σενάρια, συμπλήρωσε η ίδια.
Κυπριακή οικονομία
Σε ό,τι αφορά την κυπριακή οικονομία, η επικεφαλής της ΕΚΤ δήλωσε ότι αυτή η κατάσταση επιφυλάσσει μεγάλες προκλήσεις και για την Κύπρο. Η χώρα θα επηρεαστεί από τις πληθωριστικές πιέσεις που ασκεί το υψηλότερο κόστος της ενέργειας λόγω της εξάρτησής της από τις εισαγωγές πετρελαίου για την παραγωγή ενέργειας.
Στον τομέα του τουρισμού θα μειωθεί ο αριθμός επισκεπτών από τη Ρωσία και την Ουκρανία, οι οποίοι αντιπροσώπευαν το 27% και το 5%, αντίστοιχα, των συνολικών αφίξεων το 2021.
Επιπλέον, δεδομένης της σπουδαιότητας της Κύπρου ως κέντρου ξένων άμεσων επενδύσεων από και προς τη Ρωσία, οι επαγγελματικές υπηρεσίες, όπως λογιστικές, συμβουλευτικές και νομικές, αναμένεται να επηρεαστούν και αυτές.
Στα θετικά, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη της κυπριακής οικονομίας έχουν γίνει πιο εύρωστα τα τελευταία χρόνια. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν από το 50% περίπου του συνόλου των δανείων το 2014 σε μονοψήφια ποσοστά στο τέλος του περασμένου έτους. Συνολικά, ο τραπεζικός τομέας έχει υψηλό επίπεδο κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας και τα ανοίγματα προς τη Ρωσία είναι περιορισμένα.
Νομισματική και δημοσιονομική πολιτική
«Με τη λήψη σωστών μέτρων πολιτικής, μπορούμε να περιορίσουμε τις οικονομικές συνέπειες του πολέμου και να διαχειριστούμε τα υψηλά επίπεδα αβεβαιότητας που αντιμετωπίζουμε”, υπογράμμισε η κα Λαγκάρντ. «Για να αντισταθμίσουν τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις των υψηλότερων τιμών της ενέργειας και των κυρώσεων, οι εθνικές δημοσιονομικές πολιτικές διαθέτουν σειρά εργαλείων, όπως οι μειώσεις των φόρων και οι επιχορηγήσεις. Σε επίπεδο ΕΕ έχει αρχίσει η χαλάρωση των κανόνων ούτως ώστε οι κυβερνήσεις να μπορούν να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία των πολιτών τους.
Τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα που ανακοινώθηκαν στη ζώνη του ευρώ μετά την εισβολή στην Ουκρανία ανέρχονται σε 0,4% του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ φέτος. Ομοίως, η Κύπρος λαμβάνει μέτρα με σκοπό τη μείωση των φόρων επί της ενέργειας και τη διαφοροποίηση των τουριστικών ροών μέσω νέων αεροπορικών δρομολογίων και προγραμμάτων ενίσχυσης του εγχώριου τουρισμού.
Ευρωπαϊκή ενοποίηση
Όμως, σε πιο μακροπρόθεσμο ορίζοντα, «χρειαζόμαστε μια ευρωπαϊκή προσέγγιση, μια διασυνοριακή συνεργασία, για να προσαρμοστούμε στον κόσμο μετά την εισβολή. Ο πόλεμος τόνισε τις βαθιές στρατηγικές ευπάθειες στις σχέσεις μας στους τομείς της ασφάλειας και του εμπορίου, ευπάθειες τις οποίες μπορούμε να αντιμετωπίσουμε μόνο αν είμαστε περισσότερο ενωμένοι. Αυτό δικαίως φέρνει στο προσκήνιο τον στόχο της Ευρώπης για επίτευξη «στρατηγικής αυτονομίας»”.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ήδη ανακοινώσει ορισμένους φιλόδοξους στόχους, όπως ο διπλασιασμός του μεριδίου της Ευρώπης στην παγκόσμια αγορά παραγωγής ημιαγωγών στο 20% μέχρι το 2030. Την περασμένη εβδομάδα, οι Ευρωπαίοι ηγέτες συμφώνησαν να μειώσουν τη ζήτηση για ρωσικά ορυκτά καύσιμα και να ενισχύσουν την ενεργειακή μας ασφάλεια διαφοροποιώντας τα αποθέματα υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) και αυξάνοντας τις επενδύσεις σε καθαρές πηγές ενέργειας.
Ο «πράσινος” πληθωρισμός
Αυτό είναι σαφώς επιθυμητό, ανέφερε η ίδια, αλλά θα επιφέρει κάποιο κόστος στη φάση της μετάβασης. Θα χρειαστεί να αναδιαρθρωθούν οι αλυσίδες προσφοράς και να αναδιοργανωθεί ο ενεργειακός εφοδιασμός, ενώ η μετάβαση προς την πράσινη οικονομία είναι πιθανόν να αυξήσει την πίεση για ορισμένα μεταλλεύματα και ορυκτά τα οποία βρίσκονται ήδη σε έλλειψη. Τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν έξι φορές περισσότερα μεταλλεύματα από ό,τι τα συμβατικά αυτοκίνητα.
Άρα, η Ευρώπη χρειάζεται ένα σχέδιο για να διασφαλίσει ότι οι αναγκαίες επενδύσεις θα πραγματοποιηθούν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και πιο ομαλά, με τη σύμπραξη δημόσιας και ιδιωτικής χρηματοδότησης, συμπλήρωσε η κα Λαγκάρντ.
Το Next Generation EU – το ταμείο των 750 δισ. ευρώ που δημιουργήθηκε για να στηρίξει την ανάκαμψη από την πανδημία – θα δώσει ώθηση στις δημόσιες επενδύσεις τα επόμενα έτη. Το 40% περίπου των δαπανών έχει κατανεμηθεί στη μετάβαση προς την πράσινη οικονομία. Στην Κύπρο, έχει ήδη ξεκινήσει η κατασκευή ενός νέου τερματικού σταθμού για τις εισαγωγές LNG, η οποία χρηματοδοτείται κυρίως από επιχορηγήσεις της ΕΕ και δάνεια από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων.
Δήλωσε ότι είναι απαραίτητο όμως να κινητοποιηθεί πιο δυναμικά και η ιδιωτική χρηματοδότηση, και προς τον σκοπό αυτόν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε καλύτερα το μεγάλο απόθεμα ιδιωτικών κεφαλαίων της Ευρώπης. Επί του παρόντος, οι ευρωπαϊκές κεφαλαιαγορές είναι κατακερματισμένες μεταξύ των διαφόρων χωρών αντί να αντιπροσωπεύουν το σύνολο της Ευρώπης. Γι’ αυτό, η Ένωση Κεφαλαιαγορών – το έργο που αφορά την ενοποίηση των αγορών κεφαλαίου της Ευρώπης – είναι πλέον σημαντικότερη από ποτέ.
Από την πλευρά της ΕΚΤ, και στο πλαίσιο της εξελισσόμενης σύγκρουσης, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει καταστήσει σαφές ότι θα προβεί σε κάθε απαραίτητη ενέργεια προκειμένου να διασφαλίσει τη σταθερότητα των τιμών και να διαφυλάξει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Επιπροσθέτως, «έχουμε εφαρμόσει συγκεκριμένα μέτρα πολιτικής ως απάντηση στην αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουμε σήμερα”.
«Όπως εξήγησα την περασμένη εβδομάδα, ο καλύτερος τρόπος με τον οποίο η νομισματική πολιτική μπορεί να διαχειριστεί αυτή την αβεβαιότητα είναι να δώσει έμφαση στις αρχές της ευχέρειας επιλογής, της σταδιακής αλλαγής και της ευελιξίας”, διευκρινίζοντας τα εξής:
Πρώτον, ευχέρεια επιλογής σημαίνει ότι «είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε σε σειρά σεναρίων, και η πορεία που θα ακολουθήσουμε θα εξαρτηθεί από τα εισερχόμενα δεδομένα”. Πιο συγκεκριμένα, αν τα εισερχόμενα δεδομένα υποστηρίζουν την προσδοκία ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό δεν θα επιδεινωθούν ακόμη και μετά τη λήξη των καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού, θα ολοκληρωθούν οι εν λόγω αγορές στο πλαίσιο του προγράμματος αγοράς στοιχείων ενεργητικού (asset purchase programme – APP) το γ΄ τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Αν όμως οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό μεταβληθούν και αν οι συνθήκες χρηματοδότησης πάψουν να είναι συμβατές με την επίτευξη περαιτέρω προόδου προς τον στόχο του 2%, «είμαστε έτοιμοι να αναθεωρήσουμε το χρονοδιάγραμμα των καθαρών αγορών στοιχείων ενεργητικού ως προς το μέγεθος και τη διάρκεια.
Δεύτερον, σταδιακή αλλαγή σημαίνει ότι «θα κινούμαστε προσεκτικά και θα προσαρμόζουμε την πολιτική μας βάσει των σχολίων που λαμβάνουμε σχετικά με τις ενέργειές μας. Τυχόν προσαρμογές των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ θα πραγματοποιηθούν κάποια στιγμή μετά τη λήξη των καθαρών αγορών μας στο πλαίσιο του προγράμματος APP και θα είναι σταδιακές”.
Τρίτον, η ευελιξία συνεπάγεται ότι «θα χρησιμοποιήσουμε όλα τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, ούτως ώστε να διασφαλίσουμε την ομοιόμορφη μετάδοση της πολιτικής μας σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ”.
- Πηγή: capital.gr