Dead Can Dance: Το πρώτο διεθνές sold-out της θερινής σεζόν

Ο ολοένα και εμπλουτιζόμενος προγραμματισμός για το φετινό καλοκαίρι αναμένεται να βάλει δύσκολα σε κάποιες συναυλίες, γιατί, όσο κι αν διψά το κοινό για τη μεγάλη επιστροφή στις ζωντανές εμφανίσεις, είναι λογικό κι αναμενόμενο να μην υπάρχουν χρήματα για όλα· πόσο μάλλον αν στη μέση μπαίνουν και τα πλάνα για θερινές διακοπές. Αλλά οι Dead Can Dance δεν ανησυχούν: βρίσκονται στην ευχάριστη θέση να έχουν το πρώτο διεθνές sold-out της σεζόν, καθώς τα εισιτήρια για τη βραδιά τους στο «Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» (Πέμπτη 19/5) έχουν κι επισήμως εξαντληθεί.

Ασφαλώς, η ανταπόκριση αυτή του ελληνικού κοινού δεν είναι κεραυνός εν αιθρία, καθώς το ίδιο είχε συμβεί και στην τελευταία τους έλευση πριν την πανδημία (Ιούλιος 2019), όταν το Ηρώδειο έγινε sold-out αρκετές ημέρες πριν τη συναυλία. Επιβεβαιώνεται έτσι για ακόμα μία φορά ότι, στα 41 χρόνια πορείας τα οποία διανύουν, οι Αυστραλοί έχουν σφυρηλατήσει πολύ ισχυρούς δεσμούς με τη χώρα μας, βλέποντας την απήχησή τους να εξαπλώνεται: μπορεί στην αρχή να τους ακολούθησαν κυρίως τα παιδιά του post-punk και του goth rock ή όσοι αγάπησαν τους δίσκους της θρυλικής 4AD, μα σιγά-σιγά ήρθε κοντά τους και κόσμος με κλασικά ή world ακούσματα, ακόμα και θιασώτες του heavy metal ή της ambient. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι έχουν παίξει ακόμα και ως επικεφαλής Rockwave Festival, πίσω στο 2013.

Σημαντική παράμετρος αυτής της μαζικής εκτίμησης είναι σίγουρα η φωνή της Lisa Gerrard, η οποία χαίρει εκτίμησης σε ευρύ φάσμα ακροατών –γι’ αυτό και την έχουμε δει στην Ελλάδα κι εκτός Dead Can Dance, είτε μόνη της (όπως λ.χ. στο Παλλάς, το 2007), είτε σε συναυλίες άλλων καλλιτεχνών (π.χ. του Zbigniew Preisner). To δραματικό της κοντράλτο, η ικανότητα για άψογα μέτζο σοπράνο ανεβάσματα και κυρίως εκείνη η αίσθηση θρήνου που χαρακτηρίζει τις ερμηνείες της, αποπνέει κάτι το σαγηνευτικά απόκοσμο· επιτρέποντας ταυτόχρονα μεγάλη ευελιξία έκφρασης, όσον αφορά τις ανάγκες διαφορετικών ειδών μουσικής. Η απήχησή της στη χώρα μας έχει βέβαια να κάνει και με τα world music ενδιαφέροντά της, πάντως δεν πρέπει να παραβλέπεται και το γεγονός ότι μεγαλώνοντας στη Μελβούρνη περιστοιχιζόταν από πολλούς Έλληνες μετανάστες, με αποτέλεσμα να αποκτήσει αρκετή εξοικείωση με τη μουσική μας κουλτούρα.

Ακόμα πιο σημαντική, όμως, είναι η σταθερή ποιότητα των καταθέσεων των Dead Can Dance. Μπορεί να τους άνοιξαν την πόρτα οι Cocteau Twins, μπορεί να μπήκαν στη δισκογραφία με ένα μάλλον rock πόνημα («Dead Can Dance», 1984), όμως η Lisa Gerrard με τον Brendan Perry τα μεταχειρίστηκαν όλα τούτα ως έναν άτυπο μίτο της Αριάδνης. Μέσω του οποίου περιπλανήθηκαν τελικά στον λαβύρινθο ενός πολύ προσωπικού ήχου, ήδη από τα δειλά βήματα του «Spleen And Ideal» (1985), όπου πρωτοξάνοιξαν τη ματιά τους στο άγνωστο. Με τη σειρά του, ο ήχος αυτός μετατράπηκε σε ισχυρό σήμα κατατεθέν του ποιοι είναι και τι κάνουν, πόσο μάλλον αν συνυπολογίσουμε ότι πέτυχαν να γίνουν όνομα δίχως καμία αξιοσημείωτη εμπορική επιτυχία: θα έπρεπε να έρθει το 1993 για να καταγράψουν την πρώτη τους παρουσία στα βρετανικά charts, έχοντας ήδη πίσω τους αριστουργηματικές δουλειές σαν το «Within The Realm Of A Dying Sun» (1987) ή το «Aion» (1990).

Κατά ειρωνικό τρόπο, βέβαια, το άλμπουμ που τους έκανε ορατούς στους καταλόγους επιτυχιών («Into The Labyrinth», 1993), ήταν κι εκείνο που έδειξε κάποιους πρώτους τριγμούς στο όραμά τους, οδηγώντας στο στραβοπάτημα του «Spiritchaser» (1996) και στην απόφασή τους να τερματίσουν την κοινή τους πορεία (1998). Φυσικά, εδώ παίζουμε κάπως με τα ακριβή νοήματα των λέξεων, αφού ό,τι λογιζόταν ως «στραβοπάτημα» για τους Dead Can Dance παρέμενε ένας καλός δίσκος, συγκρινόμενος με το υπόλοιπο μουσικό γίγνεσθαι. Γι’ αυτό και όταν ο χρόνος τους ξανάφερε μαζί δεν δυσκολεύτηκαν να συνεχίσουν από εκεί ακριβώς όπου είχαν σκοντάψει, κηρύσσοντας μια μεταφορική και κυριολεκτική ανάσταση με τον δίσκο «Anastasis» (2012).

Κοιτώντας λοιπόν τη δράση τους με την πολυτέλεια που μας προσφέρει ο χρόνος, το δίδυμο από την Αυστραλία προβάλλει ως κλασική περίπτωση που ποτέ δεν θα χωρέσει σε καμία best of συλλογή. Πολύ απλά, κανείς δεν γίνεται να κατανοήσει τους Dead Can Dance ακούγοντάς τους αποσπασματικά. Και μέρος αυτής της «συνέχειας» είναι και η live εμπειρία, όπως αποδείχθηκε ήδη από το 1994, όταν κυκλοφόρησαν το ζωντανά ηχογραφημένο «Toward The Within». Η σημασία μιας τέτοιας μέθεξης έχει κατανοηθεί καλά, εξηγώντας ίσως και το νέο sold-out στο «Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος».

Δείτε και αυτά