Γιατί το ΥΠΟΙΚ δεν φοβάται μια νέα κρίση χρέους

Η σχετικά πρόσφατη εμπειρία της πολυετούς οικονομικής κρίσης έχει οδηγήσει πολλούς -ειδικούς και μη- να συγκρίνουν τη σημερινή συγκυρία, με τον υψηλό πληθωρισμό, τις επικείμενες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ και την αβεβαιότητα λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, με τον προθάλαμο μιας νέας κρίσης χρέους για την Ελλάδα.

Η αλήθεια είναι ότι και η πρώτη κρίση χρέους ξεκίνησε από μια παγκόσμια κρίση. Μετά τον σεισμό που είχε προκαλέσει το 2007 η κατάρρευση των επενδυτικών τραπεζών στις ΗΠΑ και τη διάχυση της κρίσης στην Ευρώπη το 2008 και το 2009, η Ελλάδα βρέθηκε να είναι ο «αδύναμος κρίκος» της Ευρώπης. Η οικονομία έπασχε από τεράστια δίδυμα ελλείμματα (το δημοσιονομικό έλλειμμα είχε φτάσει το 2009 στο 15,8% του ΑΕΠ και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών το 16,2% του ΑΕΠ) και χρέος στο 120% του ΑΕΠ, διπλάσιο από τον ‒ τότε‒ μέσο όρο της Ευρωζώνης. Η κρίση ξέσπασε τη χρονιά κατά την οποία η Ελλάδα θα έπρεπε να αναχρηματοδοτήσει σε έναν χρόνο χρέος περίπου 50 δισ., από τα οποία τα 16,8 δισ. ήταν τόκοι. Οι αγορές είπαν τότε «όχι», ζητώντας υπερβολικά υψηλά επιτόκια. Έτσι, άνοιξε ο φαύλος κύκλος των Μνημονίων.

Σήμερα τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Η Ελλάδα μαζί με την Ε.Ε. βιώνει μια καθαρά εξωγενή κρίση, με πολλά επεισόδια. Το πρώτο ήταν η πανδημία του κορονοϊού, που πάγωσε την οικονομική δραστηριότητα και αύξησε χρέος και ελλείμματα. Μετά το άνοιγμα της αγοράς, στα μέσα το 2021, μετατράπηκε σε ενεργειακή, λόγω ανεπαρκούς προσφοράς και προβλημάτων στην εφοδιαστική αλυσίδα. Το πρόβλημα μεγέθυνε ο πόλεμος στην Ουκρανία, ο οποίος πρόσθεσε τον κίνδυνο της επισιτιστικής κρίσης και των ακόμα υψηλότερων τιμών των καυσίμων λόγω του ενεργειακού εκβιασμού της Μόσχας κυρίως στην Ε.Ε. , σε απάντηση των κυρώσεων που επέβαλαν εναντίον της. Η διαφορά, όμως, είναι ότι, από μια ύφεση της τάξης του 9% το 2020 λόγω του κορονοϊού, η Ελλάδα ανέκαμψε πλήρως ουσιαστικά σε μισό χρόνο (το πρώτο μισό του 2021 είχαμε ακόμη περιορισμούς λόγω του κορονοϊού), καταγράφοντας ανάπτυξη 8,3%, ενώ μείωσε το έλλειμμά της κατά 3% του ΑΕΠ και το χρέος της κατά 13% του ΑΕΠ, διατηρώντας προσδοκίες για θετική ανάπτυξη τουλάχιστον για τα επόμενα 5 χρόνια.

Η ανθεκτικότητα της οικονομίας δεν ήρθε χωρίς τίμημα. Χρειάστηκαν οκτώ χρόνια, τρία Μνημόνια, σκληρή λιτότητα, κατάρρευση των εισοδημάτων, πολύ υψηλή ανεργία και εκατοντάδες αλλαγές στο Δημόσιο, την οικονομία, την εργασία, τις τράπεζες αλλά και τις υπόλοιπες επιχειρήσεις και, φυσικά, 275 δισ. δάνεια από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ για την οχύρωση που έχει η οικονομία απέναντι στις διαδοχικές κρίσεις.

Ασφαλές το χρέος 
Το πρώτο στοιχείο σταθερότητας είναι ότι σήμερα το δημόσιο χρέος, παρότι παραμένει το υψηλότερο εντός Ευρωζώνης, στο 193,3% του ΑΕΠ, είναι πιο «ασφαλές» από ό,τι αυτό της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Πορτογαλίας και πολλών χωρών της Κεντρικής Ευρώπης. Ο λόγος είναι ότι μέσω των Μνημονίων, από τα 355 δισ. του σημερινού χρέους, τα 2/3 του (242 δισ.) είναι στα χέρια του λεγόμενου επίσημου τομέα (δηλαδή στα χέρια της Ευρωζώνης και του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας), κλειδωμένα σε επιτόκια κάτω από 1% και λήγουν σε 30 χρόνια. Το κυριότερο: Από το χρέος αυτό αποπληρώνεται σήμερα μόνο το διμερές δάνειο των 52,3 δισ. με τις χώρες της Ευρωζώνης. Από τα υπόλοιπα 103 δισ. που βρίσκονται στην αγορά, τα 38,7 δισ. τα έχει αγοράσει η ΕΚΤ μέσω του PEPP. Οι χρηματοδοτικές ανάγκες φέτος δεν ξεπερνούν τα 16 δισ. ευρώ, από τα οποία οι τόκοι είναι 3,2 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα έχει σήμερα διαθέσιμα ύψους 38,6 δισ. ευρώ, που μπορούν να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες για πάνω από τρία χρόνια. Η γειτονική Ιταλία, για χρέος 2,7 τρισ. ευρώ, θα πρέπει να δανειστεί από τις αγορές περίπου 900 δισ. ευρώ. Είναι φανερό, λοιπόν, ποια από τις δύο χώρες επιβαρύνεται από την επικείμενη αύξηση επιτοκίων της ΕΚΤ.

Εν όψει της αύξησης των επιτοκίων της ΕΚΤ που θα ξεκινήσει από τον επόμενο μήνα, η διοίκηση της Κεντρικής Τράπεζας του ευρώ έχει δεσμευτεί ότι θα συνεχίσει να στηρίζει την Ελλάδα, αγοράζοντας τίτλους όπου τα επιτόκια που θα ζητά η αγορά θα είναι πάρα πολύ υψηλά. Επίσης, με την ανάκτηση του «πιστοποιητικού» της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2023, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων θα υποχωρήσουν.

Η οικονομία σε ανάκαμψη 
Εκτός από τα θετικά χαρακτηριστικά του χρέους, πλέον η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά ανάπτυξης, η οποία σε μέσα επίπεδα για την περίοδο 2021-2026 θα φτάνει το 3,5% με τη βοήθεια κοινοτικών πόρων ύψους 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ 2021-2027. Αυτό σημαίνει ταχεία μείωση του χρέους, το οποίο αναμένεται να φτάσει το 150% του ΑΕΠ το 2025, επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα το 2023 και ισοσκελισμένος Προϋπολογισμός επίσης το 2025.

Παράλληλα, το εισόδημα των νοικοκυριών στηρίζεται και αυξάνεται σταδιακά και οι αντοχές των ίδιων των πολιτών είναι πια μεγαλύτερες. Ο προγραμματισμός της κυβέρνησης θέλει την αναπλήρωση μέρους της απώλειας του εισοδήματος κατά τις κρίσεις. Τα μέτρα στήριξης έφτασαν τα 43 δισ. στην πανδημία, ενώ από τον Νοέμβριο του 2021 μέχρι και τώρα υπήρξε στήριξη των εισοδημάτων με μέτρα ύψους κατά της ακρίβειας ύψους περίπου 8,5 δισ. Η ανεργία μειώθηκε από 17,2% το 2020 στο 13,2%. Παράλληλα, έχουν γίνει μειώσεις φόρων και εισφορών περίπου 5 δισ., μοιράστηκαν αναδρομικά ύψους 1,4 δισ. σε 1,7 εκατομμύρια συνταξιούχους , ενώ ο κατώτερος μισθός αυξήθηκε φέτος κατά 9,7%.

Οι τράπεζες δανείζουν ξανά 
Οι τράπεζες επανέρχονται στο σκηνικό της οικονομίας , έχοντας μειώσει τα κόκκινα δάνεια στο 11,6% στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2022, και αναμένεται να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του χρόνου. Παράλληλα, έχουν κάνει και τις πρώτες κινήσεις για να αυξήσουν την πιστωτική επέκταση και προς τα νοικοκυριά.

Μεταξύ άλλων, μέσα στην πανδημία η Ελλάδα μεταρρύθμισε άλλη μία φορά το ασφαλιστικό της, δημιουργώντας ένα ανταποδοτικό ταμείο για την επικουρική ασφάλιση, και συνέστησε ένα πλέγμα διευθέτησης οφειλών για να εκκαθαρίσει οριστικά τα κόκκινα δάνεια από τις τράπεζες. Με τη βοήθεια και των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης, έχει προγραμματίσει άλλες 108 δομικές μεταρρυθμίσεις που φιλοδοξούν να βελτιώσουν τη λειτουργία του Δημοσίου και το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας.

Του Τάσου Δασόπουλου

Δείτε και αυτά