Το The Sandman, από την γέννησή του, θεωρούνταν από αυτές τις “αδύνατες” μεταφορές στη μικρή ή τη μεγάλη οθόνη. Η γοητεία του ωστόσο ήταν τέτοια που τα σενάρια και οι φημολογίες γύρω από το όνομά του, ήταν ένα μόνιμο γεγονός. Το comic του Neil Gaiman που ξεκίνησε το 1989 και ολοκληρώθηκε το 1996, είχε ήδη προσελκύσει το ενδιαφέρον του Hollywood από την δεκαετία του 90, πριν καλά καλά τελειώσει. Όλο για ένα Sandman που ετοιμάζεται διαβάζαμε κι όλο κάπου στράβωνε το πράγμα στο τέλος. Μετά από σχεδόν τριάντα χρόνια λοιπόν, το Netflix κάνει την πολυσυζητημένη αυτή μεταφορά πραγματικότητα και μάλιστα με την ενεργό συμμετοχή του ίδιου του Gaiman.
Κάθε έργο που χαρακτηρίζεται ως “αδύνατη” μεταφορά, δε σημαίνει παρά ένα πράγμα: είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες του μέσου του, οπότε οποιαδήποτε απόπειρα να διασπαστεί από αυτό, θα οδηγούσε σε μια αναπόφευκτη υποβάθμισή ή αλλαγή του. Και η αλήθεια είναι ότι το The Sandman είναι ακριβώς τέτοιο έργο. Ο Gaiman και η μεγάλη -ανά τα χρόνια- ομάδα των καλλιτεχνών από πίσω του, δημιούργησαν ένα έργο “ρευστό” και αφηρημένο, που κυλάει από πάνελ σε πάνελ, από σελίδα σε σελίδα, από τεύχος σε τεύχος, σαν την άμμο ανάμεσα στα δάκτυλα, παίζοντας συχνά με τις δομικές συμβάσεις των comics και εξερευνώντας μια πληθώρα από αισθητικά στιλ. Από τη σουρεαλιστική μελαγχολία των εξωφύλλων του, στον πολύ συχνά εξπρεσιονιστικό σχεδιασμό του πρωταγωνιστή του που ορίζεται μέσα στις αντιθέσεις της σκιάς και του φωτός, την art deco, τα έργα του Aubrey Beardsley, των ρομαντικών αλλά και του γκροτέσκ, το Sandman είναι ένα πολύ περιπετειώδες αισθητικό ταξίδι.
Ταυτόχρονα “στέρεο” και φευγαλέο, οι εικόνες του στηρίζονται κυρίως στην υποβολή, διεγείροντας πρώτα απ’ όλα τη φαντασία, υπαινίσοντας στο μυαλό του αναγνώστη έναν κόσμο από τον οποίο βλέπει παρά μόνο, αφαιρετικά αποσπάσματα. Κι έτσι το σύμπαν του είναι πολύ συγκεκριμένο και αναγνωρίσιμο σαν αίσθηση: νεφελώδες, σουρεάλ, γεμάτο μυστήριο, σαν να είναι φτιαγμένο από κάτι που δεν μπορεί να συλλάβει με στενούς ρεαλιστικούς όρους ο ανθρώπινος νους. Μιλάμε εξάλλου, για ένα μεταφυσικό έργο του οποίου οι ήρωες είναι προσωποποιήσεις εννοιών όπως ο θάνατος, τα όνειρα, η επιθυμία, η απελπισία κ.ο.κ. και ο πρωταγωνιστής του, ο άρχοντας των ονείρων, κινείται κατά βούληση από τον κόσμο των ονείρων στην πραγματικότητα και από εκεί στο βασίλειό του και την κόλαση και πάλι πίσω. Τα όρια ανάμεσά τους γίνονται ρευστά, όπως και τι λογίζεται στην τελική ως αλήθεια ή πραγματικότητα για τον άνθρωπο. Θεματικά, το Sandman είναι, πάνω απ’ όλα, μια οντολογική εξερεύνηση: ποιες είναι οι αιώνιες κινητήριες δυνάμεις της ζωής και πώς μας διαμορφώνουν. Ή αλλιώς, τι στο καλό θα ήμασταν χωρίς τη φαντασία και την ονειροπόληση; Η φόρμα και το περιεχόμενο του comic, δημιουργούν ένα αδιάσπαστο σύνολο λοιπόν, όπως σε όλα τα σπουδαία έργα.
Όλος αυτός ο αισθητικός πλούτος μέσα από τον οποίο εκφράζεται, δυστυχώς χάνεται στην τηλεοπτική αυτή μεταφορά. Ήταν αναμενόμενο μέχρι ενός σημείου φυσικά, αλλά θεωρώ ότι οι δημιουργοί επιδεικνύουν και ελάχιστη κινηματογραφική ευρηματικότητα για να μεταφράσουν, όχι τις μεμονωμένες εικόνες, τις οποίες μιμούνται καλά, αλλά την αίσθηση του comic. Η μίμηση σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι κάτι ρηχό και κυρίως, άστοχο. Αν θες να αναπαραγάγεις κάτι σε άλλο μέσο, πρέπει να σκεφτείς με τους όρους αυτού του μέσου και να γίνεις αληθινά δημιουργικός. Δεν είναι σαν να παίρνεις ένα κείμενο και να το μεταφράζεις λόγου χάρη από τα ελληνικά στα γαλλικά, είναι μια επαναδημιουργία που πρέπει να έχει ως στόχο την εντύπωση, δηλαδή το συναισθηματικό και αισθαντικό αποτύπωμα του πρωτότυπου έργου και όχι την αυστηρή αναπαραγωγή μεμονωμένων σημείων του. Κάπως έτσι, η κυριολεκτική φύση της κάμερας εδώ, προσγειώνει συχνά την ιστορία και τους πρωταγωνιστές σε μια πεζότητα που θεωρώ ότι υποβιβάζει την αφήγηση. Χάνει το ονειρικό της στοιχείο, χάνει το ιδιαίτερα εμπνευσμένο πλαίσιό της και καταλήγει σε μια μάλλον “τυπική” αποτύπωση που αποτελείται μεν από πανομοιότυπες εικόνες και στήσιμο, αλλά μοιάζει αισθητικά στείρα και επίπεδη. Ο κόσμος του, σαν υφή, δε διαφέρει και πολύ από άλλους fantasy κόσμους που έχουμε δει τόσες και τόσες φορές και αυτό είναι απογοητευτικό. Από ένα έργο ξεχωριστής ομορφιάς, εδώ έχει καταλήξει σε κάτι τετριμμένο.
Κι όμως, παρόλα αυτά, μου είναι αδύνατον να το απορρίψω ως αποτυχία. Γιατί, ενώ την αίσθηση μπορεί να την έχασε στο δρόμο προς τις οθόνες μας, το πνεύμα του, ωστόσο, κατάφερε και το κράτησε ζωντανό και ακμαίο. Αυτή η πρώτη σεζόν φτάνει μέχρι και το τέλος του The Doll’s House και είναι μια αρκετά πιστή μεταφορά, αλλά σε αυτό το επίπεδο, οι μικρές του σεναριακές αλλαγές, εντυπωσιακά, το κάνουν ακόμα πιο δεμένο. Ουσιαστικά έχει ενώσει τις δύο πρώτες ιστορίες του comic, τόσο σε επίπεδο πλοκής, αλλά κυρίως βάζοντας από κάτω τους μια θεματική ραχοκοκαλιά που αναπτύσσεται από την αρχή μέχρι το τέλος. Τα comics δε γράφτηκαν με τέτοιες συνδέσεις και θεματική συνοχή στο μυαλό κι έτσι κάθε κεφάλαιο μοιάζει σχεδόν αυτόνομο, αλλά εδώ οι Gaiman, Goyer και Heinberg έχουν την πολυτέλεια να δουν τις δύο αυτές ιστορίες ως σύνολο και να της βάλουν κάτω από την ομπρέλα του σημαντικότερου ίσως θέματος του έργου: την αλλαγή ως μια αναγκαία συνθήκη της ζωής, ακόμα και για τους αιώνιους. Βρήκα πολύ εύστοχη την ένωση των «The Sound of Her Wings» και “Men of Good Fortune” σε ένα επεισόδιο στο κέντρο του κύκλου γιατί συνθέτουν ένα κομβικό εσωτερικό πορτραίτο του Dream, όπως και τις αλλαγές στο Doll’s House. Αυτό το Sandman του Netflix, ευτυχώς, είναι το ίδιο πλούσιο σε προβληματισμούς και το ίδιο βαθύτατα ουμανιστικό.
Ο Tom Sturridge είναι πειστικός ως αιώνιο ον και παρότι, σκηνοθετικά δεν βοηθιέται όπως θα μπορούσε, μου άρεσε ιδιαίτερα η χροιά της φωνής του και οι μετρημένες εκφράσεις του. Νομίζω ότι αποτυπώνει τόσο τη μοναξιά και τη θλίψη του Dream, όσο και την ευαισθησία και την σοφία του. Μπορεί σαν ήρωας να μην έχει την υποβλητικότητα του comic, αλλά σίγουρα εντοπίζει την ουσία του. Ο Corinthian δεν είναι ιδιαίτερα τρομακτικός αλλά παραμένει ένας ενδιαφέροντας και πλούσιος χαρακτήρας, ενώ, η Lucien έχει, πολύ έξυπνα, έναν αναβαθμισμένο ρόλο. Μεγάλο ερμηνευτικό highlight της σεζόν όμως είναι ο David Thewlis, ως John Dee. Έχει καταφέρει να βρει σε αυτόν τον διαταραγμένο χαρακτήρα μια ανθρωπιά που τον κάνει εξίσου τρομακτικό όσο και θλιβερό. Η μόνη επιλογή η οποία δε με ενθουσίασε, ήταν της Jenna Coleman ως Constantine, η οποία νομίζω παίζει τον ρόλο με λίγο πιο “cool” και αλαζονικό ύφος απ’ ότι ταιριάζει στον χαρακτήρα της στην συγκεκριμένη ιστορία.
Εν κατακλείδι, νομίζω είναι φανερό πως το The Sandman του Netflix, είναι ένα έργο που φαίνεται να έχει από πίσω του σπουδαίους καλλιτέχνες αλλά όχι απαραίτητα σπουδαίους κινηματογραφιστές. Έχει σίγουρα “ψυχή” και έχει πιάσει απόλυτα τους χαρακτήρες και τον μύθο του πρωτότυπου, αλλά για να εξυψωθεί σε μια ανάλογη εμπειρία στο νέο του μέσο, θα χρειαζόταν την ματιά κάποιου που θα κατάφερνε να το επαναδημιουργήσει με την κινηματογραφική γλώσσα. Όπως έκανε ο Fincher με το Fight Club, ο Jackson με τον Άρχοντα των Δακτυλιδιών ή ο Edgar Wright με το Scott Pilgrim. Είναι λοιπόν σίγουρα ένα έργο μικρότερης αισθητικής αξίας από τα comics στα οποία βασίζεται, ωστόσο, οι λίγες αλλά εύστοχες παρεμβάσεις στο σενάριο και η απόλυτα ζυγισμένη αποτύπωση του πνεύματος του comic, το κάνει, τουλάχιστον, μια μεταφορά που δεν στερείται λόγο ύπαρξης. Και αυτό, είναι αρκετό για να αναμένουμε με ενδιαφέρον και την δεύτερη σεζόν του.
- Πηγή: unboxholics.com