Το clawback είναι μία από τις απεχθέστερες μορφές του κρατικού ολοκληρωτισμού. Πρόκειται για καραμπινάτη ληστεία και μάλιστα επαναλαμβανόμενη. Το κράτος, ανίκανο να εξορθολογίσει τις δαπάνες υγείας με σύγχρονα εργαλεία σύγκρισης και παρακολούθησης, μέσω πληροφορικής, επιτίθεται οριζοντίως στους ιδιώτες, οδηγώντας τους σε οικονομική ασφυξία.
Επειδή κάποιοι μπορεί να μην φαντάζονται τον βαθμό χυδαιότητας και κυνισμού αυτού του μέτρου, το εξηγούμε εν συντομία: το κράτος υποχρεώνει τους Εργαστηριακούς Γιατρούς να εκτελούν όλες τις εξετάσεις που τους προωθεί το σύστημα Υγείας, και μετά τους λέει «επειδή δεν έχουμε χρήματα να σας πληρώσουμε, δεν θα σας πληρώσουμε. Διαγράφουμε τις κρατικές οφειλές. Το ότι εσείς έχετε αφιερώσει χρόνο, έχετε αναλώσει υλικά, έχετε πληρώσει εργαζόμενους και συνεργάτες, απλώς δεν μας ενδιαφέρει. Κόψτε τον λαιμό σας.»
Αυτή η καταχρηστική άσκηση εξουσίας, που έχει οδηγήσει έναν ολόκληρο κλάδο ένα βήμα πριν τη χρεοκοπία, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί πολιτική ενός κράτους που θέλει να λέγεται ευρωπαϊκό. Ζητάμε να πληρωθούν οι γιατροί τα χρωστούμενα και ο έλεγχος να γίνεται με διασταύρωση και σύγκριση στοιχείων στην πηγή, στη συνταγογράφηση, ώστε εκεί να διαπιστώνεται κάθε πιθανή υπερβολή ή κατάχρηση, ή να αλλάξει το όριο των 300 εκατομμυρίων κατ’ έτος που έχει τεθεί για το σύνολο των εργαστηριακών εξετάσεων όλων των Ελλήνων. (Συγκριτικά: κάθε χρόνο το κράτος ενισχύει με 579 εκατομμύρια τους συνταξιούχους της ΔΕΗ και 213 εκατομμύρια έχουν προϋπολογισθεί για τις δαπάνες του Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου – πέρα από τα «ευρωπαϊκά λεφτά».)
Είναι οξύμωρο από τη μία να προπαγανδίζει το κράτος την αξία της πρόληψης, η οποία εξοικονομεί χρήματα από το σύστημα υγείας και, φυσικά, προϋποθέτει εξετάσεις, και από την άλλη να την τορπιλίζει μέσω του clawback. Ούτε είναι δυνατόν όταν απαιτείται συχνή παρακολούθηση κάποιων δεικτών, λόγω ασθένειας, το κράτος να την αρνείται. Το «ακριβοί στα πίτουρα και φτηνοί στο αλεύρι» δεν είναι ούτε σοβαρή πολιτική ούτε ανθρωπιστική στάση.