Εσείς ξέρετε τον άνθρωπο που φιλοτέχνησε το έµβληµα των τσιγάρων Ασσος της εταιρείας Παπαστράτου; Γνωρίζετε τον λησμονημένο γραφίστα που κρύβεται πίσω από το σήμα της ομάδας του Ολυμπιακού, που σχεδιάστηκε αρχικά το 1924 ως λογότυπο της εκδοτικής σειράς του μεσοπολεμικού περιοδικού «Παντογνώστης»;
Η έκθεση και η εξαιρετική συνοδευτική έκδοση της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος (ΕΒΕ) για τον Αγγελο Σπαχή (1903-1960) δεν είναι ούτε μια απλή έκθεση ούτε μια απλή έκδοση. Είναι ένας οφειλόμενος, καθυστερημένος φόρος τιμής σε έναν πρωτοπόρο Ελληνα του 20ού αιώνα, του οποίου το μέγεθος του ταλέντου και της προσφοράς του αγνοούμε γιατί η τέχνη του συνέπεσε χρονικά με μια περίοδο που η οπτική επικοινωνία δεν είχε τη σημερινή αναγνώριση, ενώ και ο σχετικά σύντομος βίος φαίνεται να συνέβαλε στην ακούσια λήθη. Αλλά δεν ήταν μόνον αυτό. Η σιωπή γύρω από το πληθωρικό έργο του Σπαχή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό και στις πολιτικές του πεποιθήσεις και στον τρόπο που ο ίδιος επέλεξε να τις περιφρουρήσει: μέσα από τη διακριτική απόσυρση από την κοινωνική και καλλιτεχνική ζωή της Αθήνας. Από τον Εμφύλιο και μετά, ο ιδεολόγος κομμουνιστής Αγγελος Σπαχής (ο οποίος ωστόσο δεν υπήρξε ποτέ μέλος του ΚΚΕ) δεν υπέγραψε καμία δημιουργία του. Αυτό επιβεβαιώνει στη συνομιλία μας και καταγράφει με απόλυτη καθαρότητα στη σχετική ενότητα της λαμπρής έκδοσης ο Νίκος Παΐσιος, εκ των επιμελητών της έκθεσης που προλαβαίνετε να δείτε στον τέταρτο όροφο της Εθνικής Βιβλιοθήκης (αίθριο), στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, μέχρι τις 20 Νοεμβρίου. «Δεν δοκίμασε να προβάλει τον εαυτό του, είτε γιατί δεν θέλησε, εξαιτίας της πολιτικής του δράσης και έκθεσης, να τραβήξει τα φώτα επάνω του – μπορεί και τα δύο μαζί: ένας συνδυασμός πραγματικής ταπεινοφροσύνης και φόβου άγριας πολιτικής δίωξης. Ετσι, δεκαπέντε μόλις χρόνια μετά, έχει ξεχαστεί όχι μόνον ο ίδιος αλλά και το έργο του», μας λέει.
Η έκθεση για τον Σπαχή, μια επιχείρηση «να βγάλουμε το έργο του από αυτή την αξημέρωτη νύχτα», όπως πολύ εύστοχα και ποιητικά επισημαίνει στον τόμο της ΕΒΕ ο κ. Παΐσιος, δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς την πρωτοβουλία και την αποφασιστικότητα του ανιψιού του, αρχιτέκτονα – πολεοδόμου Αλέξανδρου Παπαγεωργίου-Βενετά, που συμπληρώνει τη βασική δυάδα των επιμελητών (με τη συνεργασία της Κωνσταντίνας Ντακόλια και της Αθηνάς Κυριακώδη). «Η πρώτη μου ανάμνηση τον βρίσκει στο εργαστήρι της συντρόφου του Μαρίας Κοζαδίνου (1895-1985) στην οδό Ομήρου 8, στα χρόνια της Κατοχής. Υπήρχε εκεί μια μικρή αυλή με ένα μεγάλο δένδρο και δύο παράσπιτα τριώροφα. Η αυλή των “θαυμάτων” ήταν μια φωλιά καλλιτεχνικής παρέας μέσα στην καρδιά της Αθήνας. Είχαν εγκάρδια φιλία με τον χαράκτη Τάσσο, τον ζωγράφο Νίκο Νικολάου και τον γλύπτη Χρήστο Καπράλο. Ιδιαίτερα θυμάμαι και τον ζωγράφο Περικλή Βυζάντιο, άνθρωπο με μεγάλο χάρισμα συνομιλητού, με χιούμορ και καλοσυνάτη ειρωνεία. Πολύ φίλη τους και η Σοφία Θανοπούλου, η περίφημη “Μαρουλίνα” της Μυκόνου με τα ωραία της κοσμήματα, για την οποία ο Αγγελος σχεδίασε μοτίβα για τις μεγάλες της μαντίλες». Στον στενό κύκλο του ζεύγους Σπαχή – Κοζαδίνου περιλαμβάνεται τόσο ο Ανδρέας Εμπειρίκος όσο και ο πολιτικός Γιώργος Καρτάλης.
Αν και σήμερα μπορούμε να συνδεθούμε περισσότερο με τη γραφιστική κληρονομιά του Σπαχή, ο αυτοδίδακτος καλλιτέχνης άφησε πίσω του αξιοσημείωτο ζωγραφικό, σκηνογραφικό και εικονογραφικό έργο, ενώ ξεκίνησε την πυκνή δημιουργική πορεία του ως ο πρώτος σκιτσογράφος – γελοιογράφος του «Ελεύθερου Βήματος» του Δημητρίου Λαμπράκη από το πρώτο κιόλας φύλλο, το 1922. Τέσσερα χρόνια αργότερα, θα εγκαινιάσει τη σκηνογραφική του καριέρα, ενώ το ζωγραφικό του έργο, αριθμητικά περιορισμένο αλλά καλλιτεχνικά πρωτοπόρο και φιλόδοξο, απλώνεται σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30. Οσο για τις γραφιστικές του επιδόσεις, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, πρόεδρος του εφορευτικού συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης, δεν έχει καμία δυσκολία να χρίσει τον Αγγελο Σπαχή ως τον «μεγαλύτερο γραφίστα του 20ού αιώνα στην Ελλάδα». Ο Σπαχής μέσα από τη στενή, πολύχρονη συνεργασία του με τις κραταιές καπνοβιομηχανίες Παπαστράτου και Κεράνη θα βρει τον χώρο, την προστασία (χάρη σε έναν ακραιφνή αντικομμουνιστή, τον Ευάγγελο Α. Παπαστράτο, δεν διώχθηκε για τις ιδέες του) και, χωρίς να το ξέρει, ένα μονοπάτι καλλιτεχνικής ελευθερίας και, τελικά, αθανασίας.
- Πηγή: kathimerini.gr