Εικόνα δύο όψεων εμφανίζουν οι προοπτικές για τον τουρισμό στην Ελλάδα το 2023 με βάση τα πρώτα στοιχεία κρατήσεων για το επόμενο έτος από τους μεγάλους και τους μικρότερους ξενοδοχειακούς ομίλους, αλλά και τις έρευνες για τις προθέσεις των Ευρωπαίων σχετικά με τα ταξίδια του χρόνου σε ένα περιβάλλον πληθωρισμού και ενεργειακής ανασφάλειας. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει μεταξύ των top πέντε επιλογών των Ευρωπαίων και για το 2023.
Ειδικότερα, οι μεγάλες ελληνικές αλυσίδες ξενοδοχείων που απευθύνονται σε υψηλότερα εισοδήματα γνωρίζουν ήδη αυξημένη ζήτηση για τη θερινή περίοδο του 2023, και μάλιστα σε επίπεδο ισχυρότερο και από αυτό που εκδηλωνόταν το αντίστοιχο διάστημα του 2019, πριν δηλαδή ξεσπάσει η πανδημία. Είναι μάλιστα τόσο ισχυρή η ζήτηση για τα πολυτελή αυτά συγκροτήματα, τα περισσότερα εκ των οποίων προσφέρουν αναβαθμισμένες υποδομές και υπηρεσίες, ώστε το μάνατζμεντ επιλέγει να κρατήσει ελεύθερο ένα αυξημένο ποσοστό της δυναμικότητάς τους για να διατηρήσει τη δυνατότητα να το διαθέσει σε ακόμα υψηλότερες τιμές, μέσα από ελεύθερες πλατφόρμες και όχι μέσω πακέτων.
Ενώ δηλαδή οι τιμές που δίνουν σήμερα για το 2023 τα μεγάλα τουριστικά γραφεία είναι αυξημένες και διατίθενται να καλύψουν την προσφορά, οι Ελληνες επιχειρηματίες επιλέγουν να κρατήσουν έναν σημαντικό αριθμό δωματίων κενά προς βελτιστοποίηση της εκμετάλλευσής τους αργότερα. «Η απόφαση αυτή λαμβάνεται μετά και τη φετινή εμπειρία, που έδειξε πως όσοι υιοθέτησαν τέτοια τακτική κατάφεραν να πάρουν πολύ υψηλότερες τιμές καθώς πλησίαζε το καλοκαίρι. Στον αντίποδα, ξενοδοχεία τεσσάρων και κυρίως τριών αστέρων και πολύ περισσότερο τα ακόμη χαμηλότερης κατηγορίας αντιμετωπίζουν σοβαρό πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις, τόσο όσον αφορά τις τιμές όσο και τον αριθμό δωματίων που μπορούν να διαθέσουν», αναφέρουν στην «Κ» πηγές της αγοράς.
Αυτό αποδίδεται στο γεγονός πως οι πιέσεις στο διαθέσιμο εισόδημα των μεσαίων και χαμηλότερων εισοδηματικά ταξιδιωτών σε ολόκληρη την Ευρώπη από τον πληθωρισμό και, προοπτικά, από το κόστος θέρμανσης διαβρώνει τη ζήτηση αυτής της αγοράς τόσο σε επίπεδο διαρκείας διακοπών όσο και σε επίπεδο προϋπολογισμού των ταξιδιών. Αλλά οι πιέσεις για τις ελληνικές αυτές επιχειρήσεις των μικρότερων σε δυναμικότητα αλλά και κατηγορία ξενοδοχείων μεταφράζονται σε πολύ μεγαλύτερη πίεση στα περιθώρια μεικτού κέρδους τους, που τώρα ενδέχεται να κινηθούν και σε αρνητικά, δηλαδή ζημιογόνα, επίπεδα. Πάντως, η εικόνα αυτή δεν διαφέρει πολύ από αυτήν της φετινής χρονιάς, η οποία έδειξε πως το high end της αγοράς σημειώνει επιδόσεις ρεκόρ, σε αντίθεση με έναν μεγάλο αριθμό υποδεέστερων καταλυμάτων.
Οπως εξηγούν στην «Κ» κύκλοι της ελληνικής τουριστικής βιομηχανίας, οι τάσεις αυτές οδηγούν και στην περαιτέρω συγκέντρωση τον κλάδο, καθώς οι μεγάλοι όμιλοι μπορούν να βρουν παράθυρο για εξαγορές, ενώ οι μικρότερες επιχειρήσεις προσπαθούν να αποφύγουν τη ζημιογόνο λειτουργία τους.
Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα καταγράφει ταχύτερη ανάκαμψη σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, προσπερνώντας ακόμη και βασικούς ανταγωνιστές στη Μεσόγειο. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία έρευνας της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, για το διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου η Ελλάδα προσείλκυσε το 88% των τουριστών του 2019, έναντι 85% στη Μεσόγειο και 57% παγκοσμίως. Ετσι, κατάφερε να αυξήσει το μερίδιό της στη Μεσόγειο σε 19% το πρώτο 7μηνο του 2022, έναντι 17% το 2019 (και 13% το 2013). Το προβάδισμα της Ελλάδας έγινε αισθητό κυρίως κατά τους θερινούς μήνες, αφού ήταν η μοναδική χώρα στην Ευρώπη που κατέγραψε θετικό πρόσημο στις πτήσεις σε σύγκριση με το 2019.
Η τάση αυτή εμφανίζει στοιχεία ανθεκτικότητας, παρά την κρίση, με βάση μελέτη που έγινε τις προηγούμενες εβδομάδες από τη Mindhaus για λογαριασμό της European Travel Commission (ETC) σε δείγμα από 100.000 Ευρωπαίους ταξιδιώτες, οι οποίοι κατατάσσουν την Ελλάδα μέσα στους top 5 προορισμούς που είναι πιο πιθανό να επισκεφθούν. Παρ’ όλη τη μεγάλη ανησυχία, η διάθεση για διεθνή ταξίδια εντός Ευρώπης βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές της συγκεκριμένης έρευνας (Σεπτέμβριος 2020), +7% σε σύγκριση με ακριβώς ένα χρόνο πριν, ενώ πλέον και η προτίμηση για ταξίδια σε αστικούς προορισμούς ανακάμπτει ελαφρά, +5% συγκριτικά με την ίδια περίοδο του 2021, αποκαλύπτει στην «Κ» ο επικεφαλής της Mindhaus, Θεόφιλος Κυρατσούλης.
Και ενώ οι Ευρωπαίοι ανησυχούν πλέον έντονα για τα οικονομικά τους, κρατούν στάση αναμονής και φαίνεται να διατηρούν το ταξιδιωτικό τους budget για τα φθινοπωρινά και χειμωνιάτικα ταξίδια τους σχεδόν στα ίδια επίπεδα με ένα χρόνο πριν. Αντιθέτως, «ο βασικός όγκος των Ευρωπαίων δηλώνει ότι θα πραγματοποιήσει το μέγιστο δύο ταξίδια έως τον Μάρτιο του 2023, συντομεύοντας σημαντικά τη διάρκειά τους σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο (Οκτώβριος – Μάρτιος) του 2021». Και τα δύο θα αποτελέσουν μία ακόμη πίεση στα έσοδα και στην κερδοφορία των ξενοδοχειακών μονάδων 12μηνης λειτουργίας. Ομως, «δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι πέρυσι οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί δεν επέτρεψαν στο σύνολο της πρόθεσης αυτής να μεταφραστεί σε πραγματική ζήτηση, κάτι που δεν περιμένουμε φέτος, αφού ο κόσμος ταξιδεύει ελεύθερα», σημειώνει η Mindhaus.
ΗΛΙΑΣ ΜΠΕΛΛΟΣ
- Πηγή: moneyreview.gr