Το Avatar: The Way οf Water είναι το must-see μπλοκμπάστερ γεγονός της σεζόν

Στο 13 χρόνια αργότερα σίκουελ της εμπορικότερης ταινίας όλων των εποχών, ο Τζέικ Σάλι (Σαμ Γουόρθινγκτον) κι η οικογένειά του ζουν ειρηνικά στον πλανήτη Πανδώρα μέχρι που η επιστροφή των στρατιωτικών δυνάμεων της Γης αναγκάζει τους Νά’βι να σχηματίσουν ομάδες αντίστασης. Καθώς ο Τζέικ, η Νεϊτίρι (Ζόι Σαλντάνια) και τα παιδιά τους αναγκάζονται να αναζητήσουν νέο καταφύγιο για να προστατευθούν, ταξιδεύουν σε μακρινά χωριά του πλανήτη, όπου γνωρίζουν τις φυλές του νερού. Τα πράγματα εκεί θα αποδειχθούν εχθρικά αλλά με διαφορετικό τρόπο.

Πρώτη αφηγηματική ταινία εδώ και 13 χρόνια (και μόλις δεύτερη τα τελευταία 25) για τον πιο πετυχημένο σκηνοθέτη στην ιστορία του αμερικάνικου box office, οπότε το “Avatar: The Way of Water” είναι μια ντε φάκτο ταινία-γεγονός. Το κατά πόσον τόσα χρόνια αναμονής αξίζαν τον κόπο έχει υποθέτω να κάνει με τις προσδοκίες καθενός, αλλά αυτό που μπορούμε με σιγουριά να πούμε είναι πως, αν περιμένατε μία ταινία του Τζέιμς Κάμερον, με αυτό το σίκουελ είναι σα να παίρνετε πολλές σε συσκευασία μίας. Έχεις από τους «πεζοναύτες στο διάστημα» του “Aliens” μέχρι τις φιλοσοφικές αναζητήσεις περί σώματος και συνείδησης των “Εξολοθρευτών” κι από ένα εκπληκτικό τελευταίο set piece δράσης α λα “Τιτανικός” μέχρι –περισσότερο από κάθε τι άλλο– όλη την σπουδαία “Άβυσσο”: Μια κυριολεκτική υδάτινη εμβύθιση, με οικογενειακούς δεσμούς σε κρίση και μια εξωγήινη παρουσία στο ρόλο της συλλογικής συνείδησης που οι άνθρωποι έχουμε χάσει.

Υπό αυτή την οπτική, δεν είναι τελικά περίεργο αλλά ούτε και δυσάρεστο όταν αποδεικνύεται πως σχεδόν κάθε δραματικό στοιχείο και κάθε μοτίβο της περιπέτειας το έχουμε συναντήσει ξανά, και συχνά μάλιστα στις ίδιες τις ταινίες του Κάμερον. Ξέρει όμως πολύ καλά τι κάνει και υπάρχει γοητεία και –γιατί όχι– και μια κάποια ελευθερία στο να παρακολουθείς κάποιον να παίζει τόσο αποτελεσματικά τα χιτς. Ειδικά καθώς φαίνεται στην πορεία πως ίσως εν τέλει να πρόκειται και για κάτι παραπάνω από αυτό.

Αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει όλο τον χρόνο κι όλο του τον χώρο, σα να λέει «τώρα που επιτέλους ήρθατε, θα κάτσετε να σας τα πώ», το φιλμ περνάει το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μισού της διάρκειάς του απλώς κάνοντας βόλτες στον θαυμαστό κόσμο του, με καλά τοποθετημένα διαλείμματα για τις απαραίτητες επεξηγήσεις. Είναι περίπου σαν το National Geographic ντοκιμαντέρ ενός κατασκευασμένου κόσμου που φαντάστηκε ένας άνθρωπος που έχει ταξιδέψει σε κάθε γωνιά του αληθινού κόσμου.

Με αναφορές σε υπαρκτές πολυνησιακές κουλτούρες, με αφηγηματικές αναφορές σε πρώιμο γουέστερν επανατοποθετημένο (και θεματικά αναποδογυρισμένο) σε εξωγήινους κόσμους, και με μια αίσθηση εξερεύνησης που συμπεριλαμβάνει από αφιλόξενες γωνιές του ωκεανού μέχρι μια σειρά από νέα πλάσματα, το “Avatar: The Way of Water” μοιάζει όχι απλά με αποτελεσματικό world building, αλλά με την παρανοϊκή απόφαση ενός δημιουργού να χτίσει ξανά τον κόσμο από την αρχή, αποφασίζοντας τι θα έκανε εκείνος διαφορετικά αν μπορούσε.

(Η ταινία ζητά από τον θεατή ας πούμε να ακολουθήσει με απόλυτα ειλικρινή τρόπο την περιπέτεια μιας φάλαινας με υποτιτλισμένους διαλόγους. Γιατί όχι;)

Μέσα σε αυτό τον κόσμο, σταδιακά μαθαίνουμε περισσότερα για τοπικές συνήθειες αλλά και για τοπικές απειλές, για τους τοπικούς ήρωες και τους τοπικούς δαίμονες. Μέσα από εντελώς γνώριμα αφηγηματικά στάδια, ο Κάμερον χτίζει τελικά προς κάτι όχι ακριβώς απρόσμενο, αλλά περιέργως καινοτόμο σε σχέση με τις άλλες ιστορίες του. Ακολουθεί τις περίπλοκες οικογενειακές δυναμικές, τις υπαρξιακές sci-fi αναζητήσεις περί σώματος, συνείδησης και μνήμης, και τις συγκρούσεις που σιγοβράζουν για δυόμιση ώρες, σε ένα τελικά εκστατικό τελευταίο act. Αποστομωτικό ως δράση και αγνά συγκινητικό ως θεματική κατακλείδα, το αποκορύφωμα αυτό του φιλμ είναι από τα κορυφαία σημεία της φιλμογραφίας του Κάμερον.

Κι εκεί, εν τέλει, τα πάντα πίσω στη βάση επιστρέφουν. Σε ιδέες αλληλοκατανόησης ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, στις διαφορετικές φυλές και στα διαφορετικά στάδια ανθρώπου-μηχανής-εξωγήινου. Σε ιδέες αρμονίας με τη φύση. Σε ιδέες αναζήτησης και πλήρους αμφισβήτησης του «εαυτού» (όπως εξερευνάται μέσα από τον συναρπαστικό εδώ Κουάριτς του Στίβεν Λανγκ, έναν χαρακτήρα οπωσδήποτε γεννημένο μέσα από το υποσυνείδητο του Κάμερον).

Τίποτα από αυτά μπορεί να μην είναι απίστευτα βαθύ ή ριζοσπαστικό, όμως ο Κάμερον –υποτιμημένος ως σεναριογράφος για ακόμη μια φορά– ξέρει ακριβώς πώς να δομήσει μια αχανή περιπέτεια ώστε να μοιάζει απολύτως συναρπαστική, οικεία και σαφής. Προσφέρει ασφάλεια και γνώριμους κώδικες για να μας βοηθήσει να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας μέσα σε ένα πανέμορφο άγνωστο κόσμο, εκεί όπου τελικά και αντικατοπτρίζεται κάθε όραμα ενός καλύτερου Εγώ μας. Και τελικά καταφέρνει να μεγαλώσει τον κόσμο του με τρόπο οργανικό, χωρίς ειρωνείες, χωρίς κλεισίματα του ματιού, χωρίς easter eggs: Στο τέλος, όλο αυτό το σύμπαν μοιάζει πιο μεστό, και πιο έτοιμο να μας προσφέρει κι άλλες περιπέτειες.

Δείτε και αυτά