Η αμερικανική Avalanche Software, γνωστή τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια για την δουλειά της σε διάφορους movie tie-in τίτλους της Disney (Toy Story 3, Cars 2), καθώς και το Disney Infinity, ένα ιδιαίτερο παιχνίδι που χρησιμοποιούσε πραγματικές φιγούρες με τις οποίες ο παίκτης ξεκλείδωνε περιεχόμενο, δεν είναι φαινομενικά ένα studio με το πιο ταιριαστό προφίλ για να φέρει εις πέρας ένα τόσο δύσκολο εγχείρημα, όπως το να μεταφέρεις το σύμπαν του Harry Potter σε (πολύ) υψηλού budget open world παιχνίδι. Παρόλα αυτά, η Warner, που την έσωσε ουσιαστικά το 2016 από την Disney, την εμπιστεύτηκε. Και μπορούμε να πούμε πλέον ότι η επιλογή της, παρά το μεγάλο ρίσκο, δικαιώθηκε.
Πιστεύω αν ζητούσαμε να μας περιγράψει κάποιος πώς φαντάζεται το ιδανικό παιχνίδι Harry Potter, αυτό που θα ακούγαμε δεν θα ήταν πολύ μακριά από το Hogwarts Legacy. Ο τίτλος της Avalanche μοιάζει λοιπόν με την απόλυτη φαντασίωση του μέσου Harry Potter fan. Ένα παιχνίδι ανοικτού κόσμου που αναπαριστά πιστά το Hogwarts και την ατμόσφαιρα του σύμπαντος, ενώ ταυτόχρονα βάζει τον παίκτη στην θέση του Harry, ενός προικισμένου παιδιού δηλαδή που εισέρχεται στην σχολή και βιώνει τόσο τα ιδιαίτερα μαγικά μαθήματα όσο και μια ευρύτερη περιπέτεια στην οποία αναδεικνύεται ως μια σωτήρια φιγούρα.
Εδώ, ο χαρακτήρας μας, που μπορούμε να φτιάξουμε όπως θέλουμε χάρη στις πολλές επιλογές που προσφέρει ο τίτλος, μπαίνει κατ’ εξαίρεση, στην σχολή στο 5ο έτος, μια αλλαγή που εικάζω έγινε κυρίως για να μην είναι ο ήρωας παιδί αλλά έφηβος. Κατά τα άλλα όμως, η πορεία του είναι η αναμενόμενη. Διαλέγεις κοιτώνα, παίρνεις το ραβδί σου, μαθαίνεις ξόρκια, εξερευνείς το Hogwarts, κάνεις φίλους, μπλέκεις σε περιπέτειες με τους συμμαθητές σου κ.ο.κ.
Το σημαντικότερο που καταφέρνει το Hogwarts Legacy είναι να πείσει ως κόσμος, ως ατμόσφαιρα, ως μεταφορά αυτού του πλούσιου σύμπαντος. Δεν έχουν γίνει εκπτώσεις εδώ. Με εξαίρεση το Quidditch (κάτι έπρεπε να αφήσουν και για το sequel, υποθέτω) όλη η υπόλοιπη εμπειρία είναι και προσεκτικά και αρκετά εύστοχα υλοποιημένη. Το αποτέλεσμα είναι χορταστικό. Από την δημιουργία potions, την καλλιέργεια φυτών, την ποικιλία των μαγικών ξορκιών που μαθαίνεις, την ιπτάμενη σκούπα, τα ίδια τα μαθήματα, τα ρούχα, μέχρι τα beasts που μπορείς σώσεις, να συλλέξεις και να εκθρέψεις στους διάφορους βιότοπούς τους, νιώθεις ότι δεν λείπει τίποτα.
Επιπλέον, η αισθητική εκτέλεση είναι αψεγάδιαστη. Το ίδιο το Hogwarts είναι, όπως θα περίμενες, ένας επιβλητικός λαβύρινθος περίεργων διαδρόμων και δωματίων, αλλά και στο Hogsmeade και στα περίχωρα (που είναι μια μεγάλη έκταση) γενικότερα, οι δημιουργοί δεν έχουν απλά συλλάβει υπέροχα την ατμόσφαιρα του σύμπαντος, αλλά θεωρώ ότι την έχουν αναπτύξει κιόλας με έμπνευση. Τα ομιχλώδη βρετανικά τοπία, ανακατεμένα άλλοτε με μια παραμυθένια ζεστασιά και άλλοτε και με πιο τους πιο σκοτεινούς φανταστικούς τόνους της μαγείας, δημιουργούν εικόνες και παραστάσεις που σε συνδυασμό με το γνώριμο ηχητικό αποτύπωμα του (κινηματογραφικού) σύμπαντος, συναρπάζουν, σχεδόν σε κάθε γωνία.
Η λεπτομέρεια και το γούστο με το οποίο έχει γίνει η σύνθεση κάθε τοπίου και τόπου είναι εντυπωσιακά, ιδίως αν σκεφτούμε ότι, όπως συνηθίζεται στα Harry Potter, το πέρασμα του χρόνου αντικατοπτρίζεται με τις εναλλαγές των εποχών, οπότε ο κόσμος γύρω μας αλλάζει από καλοκαίρι σε φθινόπωρο και σε χειμώνα. Καταλαβαίνετε ότι ο όγκος της δουλειάς που έχει γίνει, είναι τεράστιος. Αλλά αυτό είναι που αποδεικνύει την αφοσίωση της Avalanche στο πρωτογενές υλικό. Και τα επιτεύγματα δε σταματούν εδώ. Το σημαντικότερο ίσως απ’ όλα είναι πως ο πανέμορφος αυτός κόσμος σφύζει από ζωντάνια. Υπάρχει κίνηση, υπάρχει ενέργεια, υπάρχουν πολλές μικρές πινελιές που σου “πουλάνε” την ψευδαίσθηση.
Κάποιες φορές, από τα παιχνίδια σου μένουν εικόνες περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Εικόνες που εσωκλείουν μέσα τους την ουσία της εμπειρίας. Όταν σηκώθηκα, κάποια στιγμή, με την σκούπα μου και είδα στον ορίζοντα το Hogwarts με τα ζεστά φώτα των παραθύρων του, τυλιγμένο με ένα λεπτό σεντόνι ομίχλης μέσα στη νύχτα, ένιωσα στιγμιαία ακριβώς αυτό το ιδεώδες συναίσθημα κάθε εμπειρίας απόδρασης: ένιωσα “εκεί”, απορροφημένος στον μαγικό κόσμο του, σχεδόν σαν να με χτύπησε το ψυχρό αεράκι της βραδιάς. Κάθε ίχνος δυσπιστίας είχε προσωρινά χαθεί.
Μακάρι αυτό να κρατούσε καθ’ όλη τη διάρκειά του. Το Hogwarts Legacy είναι ένα open world παιχνίδι το οποίο σχεδιαστικά πατάει μεν σταθερά σε εδραιωμένες νόρμες (κυρίως της Rockstar και της Ubisoft), από την άλλη κουβαλάει μαζί του και σχεδόν όλες τις παθογένειες των open world παιχνιδιών των τελευταίων δεκαπέντε ετών. Είναι λοιπόν ένα στιβαρά υλοποιημένο παιχνίδι, με πολλά στοιχεία και ζυγισμένη αίσθηση των μηχανισμών αλλά είναι κι ένα παιχνίδι που δεν εστιάζει στην εξερεύνηση και γενικότερα την πρωτοβουλία του παίκτη. Είναι αυτό που λέμε “activity based” open world, ένας ανοικτός κόσμος δηλαδή που λειτουργεί σαν όμορφο πλαίσιο ανάμεσα σε συγκεκριμένες και ξεκάθαρα καθορισμένες δραστηριότητες. Και ο παίκτης διαλέγει και πάει στο σημείο εκκίνησης της εκάστοτε δραστηριότητας.
Ωστόσο, όπως είπαμε και από την αρχή, το Hogwarts Legacy ξέρει ακριβώς τι θέλει να προσφέρει απλόχερα στον παίκτη: μια φαντασίωση, προσβάσιμη σε ένα ευρύ κοινό χωρίς μεγάλο κόπο και τριβές. Υπό αυτό το πρίσμα είναι πιο εύκολο να καταλάβουμε κάποιες σχεδιαστικές επιλογές. Οι μηχανισμοί, οι γρίφοι, η εξερεύνηση, οι απαιτήσεις του γενικότερα δεν είναι μεγάλες και ποτέ δεν γίνεται ιδιαίτερα πολύπλοκο, παρά τις πολλές πτυχές του. Ταυτόχρονα, δεν έχει και καμία διάθεση να βγει -έστω και λίγο- έξω από το σχεδιαστικό comfort zone του.
Αυτή η συντηρητικότητα που το διακρίνει ίσως δικαιολογείται μερικώς από την απειρία της ομάδας σε τέτοιες παραγωγές. Είναι φυσιολογικό υποθέτω να στηριχτεί σε δοκιμασμένες συνταγές. Από την άλλη όμως, υπάρχουν και επιλογές εδώ που στοχεύουν -φτηνά θα έλεγα- στην εκμετάλλευση της παρόρμησης και του ψυχαναγκασμού. Ας πούμε, σχεδόν κάθε ενέργεια αποτελεί μέρος μιας λίστας (που μας υπενθυμίζεται συνεχώς), στην συμπλήρωση της οποίας δίνεται και μια μικρή ανταμοιβή.
Σκότωσε 10 αράχνες, βρες 5 κρυφές σελίδες, σπάσε 14 μπαλόνια, λύσε 4 “τέτοιους” μικρούς γρίφους. Όλοι ξέρουμε πόσο εύκολο είναι να πέσεις στην λούπα του “θέλω ακόμα δύο, ας τα κάνω μωρέ”, παρότι δεν το διασκεδάζεις. Ένας open world κόσμος τέτοιου μεγέθους καταλήγει σχεδόν νομοτελειακά σε μοτίβα δραστηριοτήτων τα οποία μπορούν με την επανάληψη να χάσουν την αίγλη τους. Η λίστα σε κάνει να εστιάζεις στον στόχο και όχι στην διαδικασία. Σαν δουλειά δηλαδή. Και, διάολε, γιατί όλοι αντλούμε ευχαρίστηση από την συμπλήρωση λιστών, από την αίσθηση ολοκλήρωσης ακόμα και για κάτι τόσο έκδηλα τεχνητό; Καταραμένη χημεία του μυαλού! Συν τοις άλλοις, όπως συμβαίνει συχνά στους “activity based” κόσμους, το παιχνίδι παίζεται ως ένα συνεχές και απόλυτα καθοδηγούμενο κυνήγι εικονιδίων.
Είναι ελάχιστες οι φορές που ο παίκτης αφήνεται να βγάλει άκρη μόνος του, κι εκεί, έχει το Revelio, ένα ξόρκι που του υποδεικνύει κάθε σημείο ενδιαφέροντος γύρω του. Πρακτικά λοιπόν, μεγάλο μέρος της εμπειρίας καταλήγει σε μια σειρά από μηχανικές, υπαγορευμένες ενέργειες με ελάχιστη ουσιαστική εμπλοκή του παίκτη. Σε κάποιους βέβαια, αυτό μπορεί να αρέσει. Και το καταλαβαίνω, είναι ξεκούραστο, είναι κοντά στην λογική του comfort game. Από την μία αυτή η ικανοποίηση της “συμπλήρωσης” που συνεχώς θρέφει το παιχνίδι και από την άλλη η εύκολα εκπληρούμενη φαντασίωση, μπορούν να δημιουργήσουν μια εθιστική και, ίσως, και απολαυστική, για κάποιους, λούπα. Ωστόσο, για μένα αυτό είναι ένα open world design με ξεκάθαρες αδυναμίες και “ταβάνι”, παρότι, όπως βλέπουμε εδώ, εκπληρώνει τον σκοπό του.
Η μοναδική του πτυχή που δεν μοιάζει να βρίσκεται στον αυτόματο πιλότο είναι οι μάχες. Ενώ η αίσθησή τους είναι λίγο “κούφια”, η ποικιλία των ξορκιών και οι ευρηματικοί τρόποι με τους οποίους μπορούν να συνδυαστούν, κάνουν τις μάχες πιο δυναμικές όσο το παιχνίδι εξελίσσεται. Κρίμα που ο σχεδιασμός των εχθρών δεν έχει την ποικιλία αλλά, ορισμένες φορές ούτε και την ποιότητα για να τα αναδείξει όλα (βλ. Trolls με τα περιορισμένα patterns επιθέσεων που γίνονται γρήγορα βαρετά).
Όσον αφορά τα ίδια τα quests, αναμενόμενα υπάρχουν μεταπτώσεις στην ποιότητά τους. Τα αγαπημένα μου αποδειχτήκαν με διαφορά αυτά που σχετίζονται με τους συμμαθητές της σχολής, παρά τα main quests. Υπάρχει κι ένα που αφορά την αγορά ενός μαγαζιού στο Hogsmeade, που μπαίνει αναπάντεχα σε horror νερά και με εξέπληξε πολύ ευχάριστα. Μην το χάσετε! Σε γενικές γραμμές, θα έλεγα πως η έλλειψη έμπνευσης φαίνεται εντονότερα στα main quests γιατί εκεί θα περίμενε κανείς να εντοπίσει το υψηλότερο επίπεδο φροντίδας. Πέρα όμως από μερικά πραγματικά αξιόλογα σημεία, τα υπόλοιπα κινούνται σε ρηχά νερά τόσο σε επίπεδο φαντασίας όσο και εκτέλεσης. Σε αυτό υποθέτω δεν βοηθάει καθόλου και η “χάρτινη” βασική ιστορία του. Θα το ξαναπώ για να βεβαιωθώ ότι δεν θα τις παραλείψετε: οι ωραιότερες αφηγήσεις, συναντώνται στα secondary quests.
H ιστορία του πέρα από αναιμικό σφυγμό, έχει και μια μπερδεμένη αξιακή πυξίδα. Ο κακός, ένα goblin που υποκινεί μια επανάσταση κατά των μάγων επειδή θεωρεί ότι η θέση τους είναι πάντα υποδεέστερη και υπάρχει μια σχέση εκμετάλλευσης μεταξύ τους, μένει πάντα σε ένα επίπεδο μανιακής καρικατούρας. Οι θέσεις του δεν εξετάζονται ουσιαστικά ποτέ, μόνο θεωρούνται de facto επικίνδυνες από όλους. Αντίθετα, η έμφαση δίνεται σε μια άλλη παράλληλη πλοκή που αφορά την ύπαρξη και χρήση μιας αρχαίας μαγείας.
Η πλοκή εξελίσσεται σταδιακά μέσα από flash backs και παρότι η βασική της ιδέα έχει ενδιαφέρον, και πάλι χωλαίνει τόσο σε ρυθμό, όσο και ανάπτυξη. Με λίγα λόγια, νιώθεις ότι αυτή η ιστορία δεν έχει δομηθεί ιδιαίτερα καλά και τεντώνεται “αφύσικα” πάνω στην εκτενέστερη δομή του παιχνιδιού με τα περισσότερα flash backs να δίνουν τις πληροφορίες με το σταγονόμετρο για να δικαιολογηθεί το επόμενο. Ο παίκτης καλείται να κάνει και επιλογές κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, αλλά πρακτικά μόνο δύο αποφάσεις του στο τέλος επηρεάζουν πραγματικά την κατάληξη.
Συνοψίζοντας : Το Hogwarts Legacy θέλει να προσφέρει μια συγκεκριμένη φαντασίωση και το κάνει στοχευμένα και επιτυχημένα. Είναι το “Harry Potter” παιχνίδι που ονειρευόταν πάντα ο μέσος fan. Η μεταφορά του σύμπαντος γίνεται πολύ εύστοχα και ο κόσμος του παιχνιδιού είναι για μένα, το μεγαλύτερό του επίτευγμα. Πανέμορφος και ζωντανός, αποτελεί, θα έλεγα, από μόνος του λόγο για να ασχοληθεί κανείς μαζί του, ακόμα και αν δεν τον συγκινούν ιδιαίτερα τα Harry Potter. Κάτω από αυτό το γυαλιστερό περιτύλιγμα, βρίσκεται ένας ικανοποιητικά υλοποιημένος μεν, τετριμμένος δε, open world κόσμος που κουβαλάει μαζί του και σχεδόν όλες τις παθογένειες του είδους, ενώ, αφηγηματικά, παρότι έχει καλές στιγμές, η βασική ιστορία κινείται σε ρηχά νερά. Παρά τις χτυπητές αδυναμίες του όμως, είναι τόσο εκτενές και λεπτομερώς κατασκευασμένο που θεωρώ ότι σαν σύνολο, εκπληρώνει τον σκοπό του.
- Πηγή: unboxholics.com