Οκ, καταστράφηκες. Και τώρα; Τι θα σε βοηθήσει να σηκωθείς ξανά; (Όνομα, γνωριμίες, γνώσεις και επιμονή)

Του  Ηλία Παπαγεωργιάδη

Με την καρδιά και το μυαλό σε όλους τους ανθρώπους του επιχειρείν που έπαθαν καταστροφές φέτος, από φωτιές ή πλημμύρες, έλα να συζητήσουμε για την «επόμενη μέρα» τους…)

Ένα απόγευμα, μετά από άλλη μία μέρα ξυπνήματος από τις 05.00, ταξιδιού στη Θεσσαλονίκη και αποτυχημένων προσπαθειών στην Ελεύθερη Ζώνη, καθόταν αποκαμωμένος σε μία άκρη, σκεφτικός. Προσπαθούσε να μαζέψει τις σκέψεις του και μετά να βρει τον οδηγό για να γυρίσουν πίσω. Πληρώνοντάς τον θα έμενε με απειροελάχιστα χρήματα στην τσέπη… γέλασε στη σκέψη ότι η γυναίκα του είχε «κατάσχει» όλα τα υπόλοιπα λεφτά για να καλύψει τις υποχρεώσεις τους στο τέλος του μήνα…

Όταν ξεκίνησε να περπατάει ξανά, πέρασε από μία περιοχή της Ζώνης στην οποία συνήθως δεν είχε πρόσβαση, όμως εκείνο το απόγευμα δεν τον σταμάτησε κανείς. Περπάτησε για να δει τι γίνεται και εκεί και βρήκε κάποιο μοσχάρι σε ένα μεγάλο κλουβί, που δεν είχε μπροστά του φαγητό και νερό. Το πλησίασε και το είδε πολύ ταλαιπωρημένο… αμέσως έψαξε γύρω και βρήκε λίγο φαγητό και ένα λάστιχο με νερό, δίνοντάς του να φάει και να πιει…

Δεν πρόσεξε ότι την ώρα που φρόντιζε το ζώο, τον πλησίασε κάποιος από πίσω και τον ρώτησε με αυστηρή φωνή: «Ποιος είσαι εσύ και γιατί βοηθάς το μοσχάρι αυτό;»

Αθήνα, Φθινόπωρο 2019
– «Και που θέλεις να βρεθούμε;»

Η: «Θα πάμε στη Μεγάλη Βρεταννία, μέσα στο καφέ»

– «Εκεί είναι πολύ ακριβά, ρε Ηλία»

Η: «Θα δώσουμε 15 – 20 Ευρώ αντί για 7 – 10, αλλά θα γιορτάσουμε την επίλυση του προβλήματός σου, κερνάω εγώ!»

– «Εσύ το έλυσες και αντί να σε πληρώσω, θα με πληρώσεις;»

Η: «Δέχομαι να μου κάνεις τραπέζι με ψάρια, μη φοβάσαι!»

Καθίσαμε λοιπόν με τον Γ (πελάτη που και αυτός έγινε στην πορεία φίλος) εκεί και συζητήσαμε για το πώς κατάφερε να σηκώθει και πάλι οικονομικά, μετά από μερικά δύσκολα χρόνια. Είχα τη χαρά να τον συμβουλεύσω σε όλη αυτή τη διαδρομή και μου ορκίστηκε πως από εδώ και πέρα θα απέφευγε τα λάθη που τον είχαν καταστρέψει. Μετά συζητήσαμε για τις περιπτώσεις που και εγώ έφτασα σε οικονομικό αδιέξοδο.

– «Γίνεται και χειρότερα από εμένα;»

Η: «Αν γίνεται λέει… εγώ είχα την «τύχη» να τα περάσω νέος, που να φανταστείς ο πατέρας μου από τι πέρασε…»

– «Θα ήθελα να μου πεις την ιστορία του»

Η: «Θα σου πω μία από τις πολλές…»

Δεν ξέρω αν μας άκουγε ο πιανίστας του bar, πάντως το My Way του Frank Sinatra ήταν ιδανικό «χαλί» για να ξεκινήσω την αφήγησή μου…

Οι προηγούμενες γενιές μόνο καταστροφές και δυσκολίες ήξεραν…
Η: «Η οικογένειά μου ήρθε από τον Πόντο. Αφού πέρασαν τα πάνδεινα εκεί, ο παππούς μου και οι δικοί του άφησαν πίσω τους πλούτη, εμπόριο και καλή ζωή και ήρθαν στην Ελλάδα. Για να μπουν στο καράβι, οι τούρκοι τους πήραν όλα τους τα λεφτά και κάθετι αξίας που είχαν πάνω τους… εδώ έφτασαν με τα ρούχα που φορούσαν, μόνο. Τους είχαν υποσχεθεί ότι στην πατρίδα θα τους δώσουν όσα άφησαν στην Τουρκία… αλλά όταν έφτασαν, έμαθαν πως δικαιούνταν «7.000 μέτρα χέρσο χωράφι, είτε είχες λεφτά στην Τουρκία, είτε όχι…»

– «Για σκέψου… πραγματική εξαθλίωση, καταστροφή…»

Η: «Μέσα σε λίγα χρόνια ο παππούς μου Ηλίας Παπαγεωργιάδης πέρασε από το εμπόριο υφασμάτων κλπ στον Πόντο να ανοίξει κρεοπωλείο στη δημοτική αγορά της Κατερίνης, νομίζω το 1926. Μετά τον πόλεμο η δουλειά τους μεγάλωσε και σιγά σιγά συνδύασαν χονδρικό και λιανικό εμπόριο. Ο πατέρας μου, γεννημένος το 1930, δούλευε από μικρός και πήρε στη ζωή του πολλές και εντυπωσιακές πρωτοβουλίες, ενώ παράλληλα αυτός ήταν ο πρώτος που έβαλε πλάτη όταν η οικογένειά μας πήρε μία απόφαση ζωής στα τέλη της δεκαετίας του ΄50, που τους οδήγησε σε ένα τεράστιο δάνειο, για να κρατήσουν καθαρό το όνομά τους.

Ο παππούς μου πέθανε το 1976 και σειρά ατυχιών / λαθών έκαναν τον πατέρα μου να εγκαταλείψει πρακτικά το χονδρικό εμπόριο εθνικής κλίμακας και να επικεντρωθεί στο κρεοπωλείο στην Κατερίνη και το χονδρεμπόριο μικρής κλίμακας, τοπικά».

– «Πήγες και εσύ στο κρεοπωλείο από μικρός, μου είπες…»

Η: «Ναι, νομίζω πως έχω και φωτογραφία εκεί, ενώ θυμάμαι σαν όνειρο ότι μου είπαν να φωνάξω δυνατά για αρνιά από τη Βουρβουρού της Χαλκιδικής και το έκανα με καμάρι, ήμουν 7 χρονών. Είχε έρθει όλη η αγορά και γελούσε… ξεπουλήσαμε και καμάρωνα.

Εκείνη την περίοδο όμως η ηρεμία που είχε η οικογένειά μου έμελλε να ανατραπεί ολοκληρωτικά…

Κατερίνη, 1982: Ο δήμος «θα σας ταλαιπωρήσει για λίγους μήνες» και η λάθος απόφαση
Το 1982 η τότε δημοτική αρχή αποφάσισε να γκρεμίσει τη δημοτική αγορά, που όντως ήθελε ριζική ανακαίνιση. Τι είπαν σε όλους τους ιδιοκτήτες καταστημάτων εκεί; «Για 6 μήνες θα έχετε μία ταλαιπωρία, βρείτε ένα άλλο προσωρινό μαγαζί και γρήγορα θα ξαναπάρετε τα μαγαζιά που έχετε τώρα, δικά σας είναι, θα τα πάρετε πίσω καινούρια, όπως τα έχετε τώρα, με την ίδια χωροθέτηση». Με αυτά τα δεδομένα ο πατέρας μου αποφάσισε να μη νοικιάσει κάποιο ακριβό μαγαζί στην περιοχή: «Αν είναι μόνο για 6 μήνες, δεν έγινε κάτι τόσο τραγικό, θα τη βρούμε την άκρη» είπε στη μητέρα μου…

Σε λίγες εβδομάδες νοικιάστηκε ό,τι καλό υπήρχε και απέμειναν μαγαζιά «κρυμμένα» στα στενά. Η τοποθεσία είναι πάντα το πιο σημαντικό στοιχείο στα ακίνητα και είναι δύσκολο να καταλάβει κάποιος πόσο μεγάλη διαφορά μπορεί να έχει ένα ακίνητο 50 – 100 μέτρα πιο μακριά από εκεί που πρέπει. Ο πατέρας μου έκανε το λάθος να πιστέψει τους τοπικούς πολιτικούς της εποχής (που ήταν όλοι φίλοι του) και επέλεξε ένα μαγαζί σε ένα στενό κοντά στην παλιά δημοτική αγορά. Θεωρητικά ήταν στα 80 μέτρα από την «πιάτσα», στην πράξη είχε κρυφτεί «πίσω από τον κόσμο» και τα επόμενα χρόνια έλεγε πως «πήγα και νοίκιασα στην οδό Βουλιαγμένης».

Η λαϊκή αγορά ήταν δίπλα στη δημοτική αγορά που κατεδαφίστηκε και συνέχισε να σφύζει από ζωή, όμως αντί να κάνει τις συνηθισμένες μεγάλες πωλήσεις, ο πατέρας μου βρέθηκε ξαφνικά σε μία νέα κατάσταση: Μέρες που είχε ελάχιστους πελάτες, Σάββατα που είχε -90% έσοδα σε σχέση με το παρελθόν…

Τα έξοδα όμως παρέμεναν μεγάλα, μιας και είχε να αποπληρώσει το τεράστιο δάνειο του 1958 συν άλλα ανοίγματα που είχε κάνει τα προηγούμενα χρόνια βασισμένος στα έσοδα της δουλειάς του.  Όταν μάλιστα έπαθε μία μεγάλη οικονομική ζημιά μέσω προδοσίας, ένιωσε να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια του…

Το αδιέξοδο…
Οι έξι μήνες έγιναν ένας χρόνος… ο ένας χρόνος «δίπλωσε» και έγιναν δύο τα χρόνια. Ο πατέρας μου κατάλαβε ότι στην πράξη είχε εξαπατηθεί από τους πολιτικούς, όμως αυτό δεν τον βοηθούσε κάπου. Είχε βρεθεί ξαφνικά σε μεγάλο οικονομικό αδιέξοδο:

Με τρία μικρά παιδιά
Με δάνεια και προβλήματα του παρελθόντος να «τρέχουν» κάθε μήνα
Προδομένος από ανθρώπους που δεν περίμενε ποτέ του να του φερθούν έτσι
Χωρίς σοβαρά έσοδα, χωρίς κέρδη, χωρίς προοπτική να αλλάξει κάτι τα επόμενα χρόνια
Με τις τράπεζες «σφραγισμένες» (και τα επιτόκιά τους στο 25%)
Αδιέξοδο…

Το να είσαι 54 το 1984 ήταν το αντίστοιχο με το να είσαι 65 – 70 σήμερα, μην το ξεχνάς αυτό. Οι συμμαθητές του ήδη είχαν αρχίσει να βγαίνουν στη σύνταξη προ πολλού…

Ο πατέρας μου πέρασε μέρες και νύχτες σκεπτόμενος τις εναλλακτικές του επιλογές… αποφάσισε να πάρει δύσκολες αποφάσεις…

«Κάτω η μύτη…»
Το πρώτο που έκανε ήταν να «καταδεχθεί» (εκείνα τα χρόνια) να αναθέσει στη μητέρα μου τα οικονομικά του μαγαζιού. Τότε οι γυναίκες στην επαρχία δεν είχαν τέτοιες «αρμοδιότητες»… μέσα σε λίγες εβδομάδες σταμάτησε να πληρώνει πρόστιμα για καθυστερήσεις στις πληρωμές και άρχισε να αποκτά έλεγχο της κατάστασης, εντοπίζοντας και ποιοι τον έκλεβαν…

Μετά κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει τους υπαλλήλους που είχε = έπρεπε να «ρίξει κάτω τη μύτη του» και να «αποδεχθεί» να φέρει στο μαγαζί τη γυναίκα του για να τον βοηθήσει… γρήγορα τα κουτσομπολιά στην πόλη άρχισαν να οργιάζουν… «ανήκουστο! Να βάλει τη γυναίκα του στη δουλειά! Σε κρεοπωλείο; Τόσο πια δεν έχει λεφτά;»

Η μητέρα μου δεν είχε ιδέα από όλα αυτά, όμως αμέσως «έβαλε πλάτη», άρχισε να εργάζεται εκεί, να μαθαίνει, δουλεύοντας 10 – 12 ώρες κάθε μέρα στο μαγαζί της οικογένειας και μετά φροντίζοντας εμάς, μαζί με τη μητέρα της, τη γιαγιά μας…

Δεν ήταν όμως αρκετό… τα έσοδα παρέμειναν «αναιμικά».

Ξεβόλεμα
Δεν πέρασε πολύς καιρός που η μητέρα μου άρχισε να «τσιγκλάει» τον πατέρα μου να ανοίξει ξανά το κεφάλαιο του χονδρεμπορίου, τουλάχιστον σε περιφερειακό επίπεδο.

Σ: «Ξέρω πως είσαι κουρασμένος, πως δεν σου είναι εύκολο, όμως πρέπει να αποκτήσουμε και πάλι ροή εσόδων, μικρή ή μεγάλη».

Π: «Και ποιον θα αφήσω στο μαγαζί; Θα πάρουμε υπάλληλο;»

Σ: «Εμένα θα αφήσεις».

Π: «Μα εσύ δεν ξέρεις, Σοφία».

Σ: «Θα με βοηθήσεις να μάθω, άλλωστε δεν έχουμε πολλούς πελάτες».

Η μητέρα μου βρέθηκε στη δουλειά, προσπαθώντας να μάθει ό,τι και όπως μπορούσε, ενώ ο πατέρας μου σήκωσε τα μανίκια και ξεκίνησε να ενεργοποιήσει ξανά όλες τις επαφές που είχε από το παρελθόν. Με ένα παλιό φορτηγό ψυγείο, την περίφημη «Μαρμάρω» όπως τη λέγαμε εμείς τα παιδιά, επειδή έκανε μαρ μαρ μαρ, πλήρωνε οδηγό κατ’ αποκοπή και άρχισε να γυρνάει σε όλη τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία. Συχνά έλειπε όλη μέρα, ή και δύο μέρες…

Τον βοήθησε το καλό του όνομα και οι γνωριμίες που είχε κτίσει στο παρελθόν. Έτσι σιγά σιγά άρχισε να κλείνει κάποιες συμφωνίες και να «μπαίνει ξανά στο παιχνίδι». Δεν κατάφερνε όμως να κάνει κάτι μεγάλο… η αγορά είχε αρχίσει να αλλάζει μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση… τα έξοδα έτρεχαν, ενώ τα έσοδα παρέμεναν μικρά, μιας και πλήρωνε τους πάντες και δεν άφηνε κάποιον απλήρωτο…

Όμως δεν το έβαζε κάτω…

Υπομονή, επιμονή και δοκιμές…
Ο καιρός περνούσε και ο αγώνας των γονιών μου γινόταν όλο και πιο σκληρός… η δημοτική αγορά αργούσε να τελειώσει, το χονδρεμπόριο δεν ανέβαινε όσο ήθελε ο πατέρας μου, μιας και δεν μπορούσε να βρει το προϊόν που θα τον απογειώσει. Είχε μελετήσει καλά το τι θέλουν οι πελάτες του, όμως αυτή τη φορά δυσκολευόταν να το βρει, ούτε είχε κεφάλαια προς επένδυση…

Δοκίμασε τόσα πολλά και διαφορετικά πράγματα στον κλάδο του, που πραγματικά θα μπορούσα να σου τα απαριθμώ για ώρες… αποτύγχανε και με το κεφάλι ψηλά συνέχιζε στην επόμενη προσπάθεια…

Η μητέρα μου είχε αρχίσει να εξυπηρετεί μόνη της τους λιγοστούς μας πελάτες, ενώ η οικονομική της διαχείριση κρατούσε την οικογένεια «με το καλαμάκι πάνω από το νερό»…

Χαμογελούσαν ο ένας στον άλλον, παρά το ότι κάθε μήνα πάλευαν να κρατηθούν όρθιοι…

Λιμάνι Θεσσαλονίκης, Ελεύθερη Ζώνη
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου βρέθηκε σε μία συζήτηση στη Θεσσαλονίκη, μιας και μπορεί να ήταν ζορισμένος οικονομικά, όμως είχε κρατήσει το όνομα και την αξιοπρέπειά του = οι πόρτες του κλάδου παρέμεναν ανοιχτές. Εκεί κάποιος μίλησε για την Ελεύθερη Ζώνη της Θεσσαλονίκης και τα εμπορικά πλοία που πηγαινοέρχονταν σε αυτή, συχνά με προϊόντα που για διάφορους λόγους δεν συνέχιζαν για τον τελικό τους προορισμό…

Αυτή η αναφορά άναψε ένα λαμπάκι στον πατέρα μου και ξεκίνησε να ψάχνει με μανία την αγαπημένη του οικονομική εφημερίδα, τη Ναυτεμπορική, ψάχνοντας να εντοπίσει τις αφίξεις εμπορικών πλοίων στη Θεσσαλονίκη. Ξεκίνησε να πηγαίνει στην Ελεύθερη Ζώνη του λιμανιού, προσπαθώντας να εντοπίσει τα πλοία, να δει ποια είχαν κρέατα / ζώα και να βρει ανθρώπους για να δει τι εναλλακτικές υπήρχαν για πιθανή έρευση προϊόντων, εναλλακτικές επιλογές που ήταν αθέατες στους πολλούς.

Δεν έβγαζε άκρη όμως… ίσως είχε μεγαλώσει και είχε χάσει το ένστικτό του (το flair που λέμε εμείς στην Κατερίνη), ίσως είχε ατυχία, ίσως πίεζε πολύ τη δουλειά και «δεν την άφηνε να έρθει προς αυτόν»… πάντως δεν κατάφερνε να «τρυπήσει τον τοίχο»…

Οι γνώσεις και η ευκαιρία
Ένα απόγευμα, μετά από άλλη μία μέρα ξυπνήματος από τις 05.00, ταξιδιού στη Θεσσαλονίκη και αποτυχημένων προσπαθειών στην Ελεύθερη Ζώνη, καθόταν αποκαμωμένος σε μία άκρη, σκεφτικός. Προσπαθούσε να μαζέψει τις σκέψεις του και μετά να βρει τον οδηγό για να γυρίσουν πίσω. Πληρώνοντάς τον θα έμενε με απειροελάχιστα χρήματα στην τσέπη… γέλασε στη σκέψη ότι η γυναίκα του είχε «κατάσχει» όλα τα υπόλοιπα λεφτά για να καλύψει τις υποχρεώσεις τους στο τέλος του μήνα…

Όταν ξεκίνησε να περπατάει ξανά, πέρασε από μία περιοχή της Ζώνης στην οποία συνήθως δεν είχε πρόσβαση, όμως εκείνο το απόγευμα δεν τον σταμάτησε κανείς. Περπάτησε για να δει τι γίνεται και εκεί και βρήκε κάποιο μοσχάρι σε ένα μεγάλο κλουβί, που δεν είχε μπροστά του φαγητό και νερό. Το πλησίασε και το είδε πολύ ταλαιπωρημένο… αμέσως έψαξε γύρω και βρήκε λίγο φαγητό και ένα λάστιχο με νερό, δίνοντάς του να φάει και να πιει…

Δεν πρόσεξε ότι την ώρα που φρόντιζε το ζώο, τον πλησίασε κάποιος από πίσω και τον ρώτησε με αυστηρή φωνή: «Ποιος είσαι εσύ και γιατί βοηθάς το μοσχάρι αυτό;»

Απάντησε στον άνθρωπο εκεί και έπιασαν την κουβέντα… έμαθε σε λίγα λεπτά πως η Ρουμανία έστελνε εξαιρετικής ποιότητας μοσχάρια προς τον Λίβανο, μέσω του λιμανιού της Θεσσαλονίκης. Όμως δεν κατάφερναν όλα τα ζώα να φτάσουν εκεί, μιας και κάποια παρουσίαζαν προβλήματα / κτυπούσαν κλπ. Οι υπάλληλοι της Ελεύθερης Ζώνης «απέσυραν» τα ταλαιπωρημένα ζώα που εκτιμούσαν ότι δεν θα κατάφερναν να αντέξουν το δεύτερο ταξίδι και είχαν ένα μεγάλο πρόβλημα: Τους έμεναν εκεί υγιή ζώα, που δεν θα συνέχιζαν το ταξίδι και δεν μπορούσαν να επιστρέψουν πίσω στη Ρουμανία. Τα μάτια του πατέρα μου έλαμψαν…

Π: «Δεν μπορείτε να τα στείλετε πίσω;»

– «Δεν τα θέλουν και δεν ξέρουμε τι να τα κάνουμε, δεν είναι η δουλειά μας να ταϊζουμε ζώα…»

Π: «Θα μπορούσα να τα αγοράσω εγώ».

– «Και πώς θα διαχειριστείς το θέμα της μεταφοράς; Θα προλάβεις; Δεν έχουμε κάθε μέρα ζώα με προβλήματα, αλλά όταν εμφανίζονται δεν μπορούμε να σε περιμένουμε, θέλουμε να φεύγουν από εδώ σε 12 – 24 ώρες το πολύ. Θα προλάβεις;»

Π: «… ναι, μόλις με πάρεις τηλέφωνο, θα προλάβω να έρθω, να τα φορτώσω, να πάω σε κτηνίατρο, να τα ελέγξει ότι είναι εντάξει και να τα πάω στο σφαγείο, ξέρω τι πρέπει να κάνω για να τηρήσω όλους τους υγειονομικούς κανόνες».

– «Είσαι σίγουρος; Δεν είναι εύκολο…»

Π: «Δώσε μου μία ευκαιρία».

(Εκτός από την ευκαιρία, οι δυο τους συμφώνησαν και για το «πώς θα είναι όλοι ευχαριστημένοι»).

Ο πατέρας μου επέστρεψε στο σπίτι για πρώτη φορά με ένα μεγάλο χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη του…

Π: «Σοφία, ίσως να βρήκα την άκρη που έψαχνα. Θα παίρνουμε εξαιρετικής ποιότητας κρέατα σε πολύ χαμηλή τιμή, απλά θα χάνουμε ένα τμήμα, λόγω πχ ορθοπεδικού προβλήματος».

Ανατροπή
Από την επόμενη μέρα το πρωί ο πατέρας μου ξεκίνησε τα τηλέφωνα για να προπωλήσει τις ποσότητες που θα εμφανίζονταν… τα ρουμανικά μοσχάρια ήταν φημισμένα και η έκπτωση 20% σε σχέση με την τιμή των «απλών» μοσχαριών ήταν αρκούντως δελεαστική + μία σειρά από λεπτομέρειες που έκαναν εύκολη την απόφαση των υποψήφιων αγοραστών… πρακτικά προσπάθησε να τους απαντήσει κάθε ερώτημα προκαταβολικά… το καλό του όνομα τον βοήθησε να γίνει πιστευτός, δεν θα ήταν εύκολο στον οποιονδήποτε…

Τον οδηγό τον προσέλαβε σε μόνιμη βάση, για να είναι πάντα διαθέσιμος, «μόλις κτυπήσει το τηλέφωνο»…

Σε λίγες μέρες το τηλέφωνο άρχισε να κτυπάει… μέρα ή νύχτα, ο πατέρας μου και ο οδηγός (που πληρωνόταν και αμοιβές νυχτερινής εργασίας) έτρεχαν να φτάσουν σε 1,5 ώρα από την Κατερίνη στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης… στην πορεία προστέθηκε και ένας Θεσσαλονικιός κτηνίατρος που έλεγχε τα ζώα επί τόπου, έτσι ώστε ο πατέρας μου να είναι σίγουρος πως όλα ήταν σωστά και εντάξει υγειονομικά.

Το σφαγείο ήταν πάντα ενημερωμένο, συνήθως στη Νέα Χαλκηδόνα, στον δρόμο για τα Γιαννιτσά. Από εκεί τα κρέατα κατευθύνονταν είτε πίσω στη Θεσσαλονίκη, είτε στην Κατερίνη ή άλλες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας και της Θεσσαλίας. Στόχος του πατέρα μου ήταν να πουλάει όλα τα κιλά στη χονδρική, γρήγορα και με πληρωμή μετρητοίς. «Να μη μένει στοκ».

Σε μερικούς μήνες άρχισαν να ηρεμούν οικονομικά μαζί με τη μητέρα μου, «να βγάζουν το κεφάλι από το νερό». Βήμα βήμα, με άπειρη δουλειά, ταξίδια και ξενύχτια, κατάφεραν να φτάσουν στην ανατροπή…

Η πολύτιμη «γέφυρα» μέχρι το επόμενο βήμα
Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για μερικά χρόνια, βοηθώντας την οικογένειά μου να επιστρέψει στην οικονομική «ησυχία» που είχε νωρίτερα. Μάλιστα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο να καταφέρει να αποπληρώσει το δάνειο του 1958 το… 1988, μιας και η μητέρα μου χρησιμοποίησε τα σημαντικά κέρδη που αποκόμισαν από το εμπόριο αυτό για να κλείσει κάθε πρόβλημα και «πληγή» του παρελθόντος (όταν οι μισοί και παραπάνω στον περίγυρό τους ξόδευαν τα λεφτά σε μπουζούκια κλπ). Έτσι όταν το 1988 τελείωσε επιτέλους και η νέα δημοτική αγορά, η οικογένειά μου είχε καταφέρει να «βρει την οικονομική γέφυρα» για να φτάσει στο επόμενο βήμα, χωρίς να «πνιγεί».

Τυχαία, ή όχι, οι Ρουμάνοι σταμάτησαν να στέλνουν μοσχάρια στον Λίβανο μέσω Θεσσαλονίκης περίπου την ίδια περίοδο που τα μαγαζιά στη νέα δημοτική αγορά βγήκαν σε πλειστηριασμό. (Ναι, δεν τηρήθηκε καμία υπόσχεση, όλα βγήκαν σε διαγωνισμό και μάλιστα αρκετοί πλειοδότησαν με υπέρογκα ποσά και πήραν τις καλές θέσεις χωρίς ποτέ τους να πληρώσουν τα μεγάλα ενοίκια. Αυτούς δεν τους πείραξε κανείς από τις επόμενες δημοτικές αρχές…)

Για το πώς ο πατέρας μου έκανε πλέον τις ενδεδειγμένες επιλογές και κατάφερε να πάρει το σωστό μαγαζί για να επιστρέψει στη δημοτική αγορά της πόλης θα τα πούμε άλλη φορά. Σκέψου όμως πως πέρασε μία τρομερά δύσκολη περίοδο, βασισμένος στο καλό του όνομα, τις γνώσεις, τις γνωριμίες και το ξεβόλεμα…»

Γ: «… και τη γυναίκα του, που τον στήριξε στα δύσκολα, παρά τη νοοτροπία της εποχής».

Η: «Φυσικά, χωρίς την ενεργό βοήθεια της μητέρας μου, θα είχε καταστραφεί».

Καμία καταστροφή δεν είναι εύκολη. Καμία καταστροφή δεν σημαίνει το τέλος του κόσμου…
Η ζωή δυστυχώς δεν είναι μία ευθεία γραμμή, έχει τα πάνω και τα κάτω της. Συχνά αυτά τα «κάτω» είναι και τα πιο σκληρά, μιας και μας ανατρέπουν όσα ξέραμε και είχαμε συνηθίσει.

Έχω περάσει πολλές δύσκολες στιγμές στη ζωή μου, το ίδιο και η οικογένειά μου. Αν είσαι και εσύ άνθρωπος του επιχειρείν, όπου και αν βρίσκεσαι, όποια ζημιά και αν έπαθες, πίστεψέ με πως σε καταλαβαίνω. Για αυτό και σου προτείνω να μην τα παρατήσεις και να ξεκινήσεις ξανά, αποφεύγοντας τα λάθη του παρελθόντος, ενδεχομένως με νέες ιδέες και πάντα με υπομονή και κουράγιο. Το ξέρω πως δεν είναι εύκολο, όμως το χρωστάς στον εαυτό σου και την οικογένειά σου!

Αν πάλι είσαι από τους τυχερούς που μέχρι τώρα δεν σου έχει τύχει κακό, σου εύχομαι ολόψυχα να παραμείνεις έτσι! Όμως επειδή η ζωή πάντα είναι απρόβλεπτη, σκέψου σε παρακαλώ και την αξία του ονόματος, των αρχών, των γνωριμιών, της σκληρής δουλειάς, του ξεβολέματος και των γνώσεων στη δουλειά σου, στοιχείων που θα χρειαστείς αν πάθεις το κακό…

Ψηλά το κεφάλι, τίποτε δεν τελειώνει αν δεν το αποδεχθούμε εμείς!

Δείτε και αυτά