Του Ηλία Παπαγεωργιάδη
Άνοιξε την πόρτα, ήταν πολύ βαριά, δρύινη. «Πόσο χρονών να είναι άραγε;» σκέφτηκε. Μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο και περπάτησε προς στις καρέκλες στα αριστερά. Ήξερε καλά το μέρος… μία επιβλητική αίθουσα ενός ρουμανικού πανεπιστημίου. Οι καθηγητές κάθονταν στα δεξιά του. Τους κοίταξε έναν προς έναν… μπορούσε να διαβάσει στα μάτια τους πως βαριούνταν… μετά σήκωσε το βλέμμα του στους τοίχους πίσω τους. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν φοιτητής τους. Ένιωσε το βλέμμα κάποιων από αυτούς να πέφτει πάνω του. Όχι πολύ ψηλός, ντυμένος πολύ απλά, σίγουρα όχι μία εντυπωσιακή παρουσία. Αν εξαιρούσε κανείς τα μάτια του που έβγαζαν… σπινθήρες, εκφράζοντας το κοφτερό του μυαλό, δεν υπήρχε τίποτε πάνω του που να τους τραβήξει την προσοχή. Μετά από 2 ώρες έφτασε η σειρά του. Άκουσε το όνομά του και του ζητήθηκε να παρουσιαστεί μπροστά στους καθηγητές για να υποστηρίξει την αίτησή του για τη θέση του βοηθού. Τα μάτια του τους περιεργάστηκαν ξανά… αυστηροί, απόμακροι… ο νεώτερός τους ήταν 45 – 50 ετών. Όταν άκουσε την πρώτη ερώτηση, η γλώσσα του απάντησε υπακούοντας στις εντολές του μυαλού. Το άγχος και οι φόβοι έμειναν κρυμμένοι στην καρδιά του.
– «Λοιπόν, κύριε Μ, ποια είναι η γνώμη σας για τη δουλειά του καθηγητή Χ;»
Κοίταξε στα μάτια τον καθηγητή που του απηύθυνε την ερώτηση, έλεγξε πως η φωνή του ήταν αρκετά δυνατή έτσι ώστε να ακουστεί στη μεγάλη αίθουσα και απάντησε…
…
Τι άνθρωποι είναι οι Ρουμάνοι;
Πολλές φορές οι μη γνωρίζοντες κρίνουν έναν λαό αποκλειστικά από τους εκπροσώπους του που κυκλοφορούν γύρω τους. Έτσι συχνά διάφοροι Έλληνες μιλούν άσχημα για τους Ρουμάνους, κρίνοντας αποκλειστικά από αυτούς που γνωρίζουν στον περίγυρό τους. Κάθε λαός έχει καλά και κακά παραδείγματα εκπροσώπων του. Σήμερα επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω έναν από τους εκατοντάδες χιλιάδες Ρουμάνους με αρχές και αξίες, μυαλό και ικανότητες. Και ένα θάρρος (προσοχή, όχι αυθάδεια) που τον κάνει ξεχωριστό.
Ο ερχομός στο Βουκουρέστι
Η οικογένειά του δεν ήταν πλούσια. Μεταξύ μας, ποιος θα μπορούσε να είναι έντιμος και πλούσιος στη Ρουμανία της δεκαετίας του 90. Ίσως ελάχιστοι άνθρωποι. Ήρθε στο Βουκουρέστι για να σπουδάσει και «να αλλάξει τη ζωή του», αφήνοντας πίσω του μία μικρομεσαία επαρχιακή ρουμανική πόλη, εκεί που η πρόοδος είχε σταματήσει. Εκείνα τα χρόνια «οι καταφερτζήδες» (όπως τους λένε υποτιμητικά οι ρουμάνοι) είχαν καταφέρει να ελέγξουν τα πάντα στην πόλη. Έτσι η ζωή για τους νέους ανθρώπους ήταν αβάσταχτη. Ή τουλάχιστον για τους νέους ανθρώπους με φιλοδοξίες…
Όπως όλοι, σπούδαζε και παράλληλα δούλευε κατά την παραμονή του στη ρουμανική πρωτεύουσα. Το εισόδημά του ήταν αστείο για τα σημερινά δεδομένα της χώρας, όμως τότε του ήταν οριακά αρκετό για να επιβιώνει και να προχωρά. Στην πραγματικότητα αυτός ήταν και ο στόχος του: Να προχωρήσει και να διασφαλίσει πως θα τελειώσει τις σπουδές του στον ελάχιστο δυνατό χρόνο. Οι γονείς του δεν μπορούσαν να του προσφέρουν πολλά, ούτε και αυτος τους ζήτησε πολλά. Πολλοί νέοι άνθρωποι στην ηλικία του έκαναν κάθε είδους «συμβιβασμούς», «η ζωή είναι σκληρή, δεν φταίω εγώ». Για τον Μ (ας τον ονομάσουμε έτσι) η ζωή ήταν ακόμη πιο σκληρή, μιας και ήθελε να δημιουργήσει κάτι στη ζωή του. Έψαχνε κάτι πιο σημαντικό από το «να πάρω μία θέση μέσω γνωριμιών, να πάρω έναν μισθό και να ζήσω ειρηνικά τη ζωή μου, σκύβοντας το κεφάλι για να μην το κόψει το σπαθί (ρουμανική παροιμία).
Το τέλος της φοιτητικής του ζωής τον βρήκε μαζί και με μια κοπέλα, κάποια που μοιράζονταν μαζί της όχι μόνο το φτωχικό τους διαμέρισμα, αλλά και τις ίδιες αρχές και αξίες για τη ζωή. Σε μία ήδη απογοητευμένη και κουρασμένη χώρα από τον καλπάζοντα πληθωρισμό και τα δεκάδες προβλήματα που έκαναν τους πολίτες να αγανακτούν και να απελπίζονται, οι αρχές ήταν σπάνιες. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που είχε για να είναι περήφανος. Περήφανος για αυτή…
Η πρώτη δουλειά
Ακόμη και σήμερα, η πλειοψηφία των ρουμανικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι «όχι και πολύ παραγωγικές», περίπου σαν τις ελληνικές πριν την οικονομική κρίση, χρειάζονταν (και χρειάζονται) μεγάλες αλλαγές. Τότε, στις αρχές της δεκαετίας του 2000 περίπου το 95% των «επιχειρήσεων» της Ρουμανίας ήταν έτσι. Ένας ιδιοκτήτης που συνήθως δεν είχε ιδέα για τη δουλειά, συγγενείς σε νευραλγικές θέσεις στην εταιρία, κάποιοι υπάλληλοι που έλεγαν «ναι» σε ο,τιδήποτε έλεγε, μιας και είχαν ανάγκη τον μικρό τους μισθό για να επιβιώσουν. Μπορούσε να τους ουρλιάξει, να φερθεί άσχημα, ακόμη και απολίτιστα… η πλειοψηφία των υπαλλήλων θα παρίστανε πως «αυτό δεν συνέβη». Αυτονόητα σπανιότατα κάποιος υπάλληλος θα έλεγε στο αφεντικό ότι κάνει λάθος στη… «στρατηγική» του, τον άφηνε να καταστραφεί μαζί με την εταιρία. «Έτσι ήταν να γίνει»…
Tέτοιου είδους «εταιρεία» ήταν και αυτή στην οποία ο Μ βρήκε την πρώτη του δουλειά μετά το πανεπιστήμιο. 150 δολλάρια τον μήνα για να δουλέψει ως ασκούμενος, δίπλα στον παλιότερο συνάδελφό του. Του υποσχέθηκαν ότι ο μισθός του θα αυξάνονταν μετά από 3 μήνες δουλειάς. Ήταν καλοκαίρι, οι θερμοκρασίες υψηλές, αλλά δεν τον ένοιαζε. Δούλευε χωρίς κλιματιστικό, εργαζόταν στο γραφείο μέχρι αργά, λύνοντας δεκάδες προβλήματα, ξεμπλοκάροντας τη δουλειά. Μετά από δύο εβδομάδες του ζητήθηκε από τους συναδέλφους του «να μη δουλεύεις τόσο πολύ, αυτό δημιουργεί προβλήματα σε εμάς τους υπόλοιπους». Δεν τους άκουσε. Δεν δούλευε για τον μισθό, αλλά για να φέρει αποτελέσματα. «Θέλω να είμαι περήφανος για αυτό που κάνω, τα λεφτά έρχονται σε δεύτερη μοίρα» έλεγε στους φίλους του. Σχεδόν όλοι τους ήταν ακόμη κωλυμένοι στην παλιά κομμουνιστική νοοτροπία του «είναι λάθος να εργάζεσαι σκληρά για κάποιον και να τον κάνεις πλούσιο με τη δουλειά σου» (ένα σύνδρομο από το οποίο πάσχουν και αρκετοί Έλληνες στις μέρες μας). Προσπάθησε πολλές φορές να τους εξηγήσει πως δεν γίνεται να πετύχεις στη ζωή χωρίς αγώνα και απτά αποτελέσματα, αλλά δεν τους ενδιέφερε να ακούσουν. Τα αυτιά έκλειναν και η φθηνή μπύρα έρεε…
Ο παλιότερος συνάδελφος έφυγε για διακοπές τον Αύγουστο. Όταν γύρισε πίσω, ανακάλυψε πως ο Μ είχε καταφέρει να δημιουργήσει «ένα ειδικό λογισμικό που θα μας επιτρέψει να ελέγξουμε την εταιρία, τα έσοδα και τα έξοδα» ( = ένα απλό αρχείο excel). «Αυτή δεν είναι η δουλειά μας» σχολίασε ο παλιός και άρχισε να κατηγορεί τον νέο στο αφεντικό. Ο Μ δεν προσπάθησε να υπερασπίσει τον εαυτό του… δεν μπορούσε να πιστέψει πως το αφεντικό θα ήταν «τυφλό»…
Ένα ζευγάρι με αυτοσεβασμό
Όταν έληξε η περίοδος των 3 μηνών, ο Μ συναντήθηκε με το αφεντικό και ζήτησε να λάβει την αύξηση που του είχε υποσχεθεί, παρουσιάζοντας μία σελίδα με αποδείξεις πως λόγω της δουλειάς του η εταιρία είχε εξοικονομήσει περίπου 100 φορές το ποσό του μισθού του. Το αφεντικό απέφυγε να κοιτάξει την τυπωμένη σελίδα. Δεν μπορούσε να αποδεχτεί την ιδέα πως ο νεαρός άντρας μπροστά του είχε αυτοσεβασμό και επιχειρήματα. Είχε συνηθίσει να δίνει αυξήσεις σε αυτούς που ικέτευαν, ή για άλλους, υποκειμενικούς λόγους. Αυτός ο Μ πρότεινε μία επανάσταση στην εταιρία και αυτό δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό.
– «Δεν θα σου αυξήσω τον μισθό»
– «Μα μου το υποσχεθήκατε»
– «Άλλαξα γνώμη, έλα πάλι σε 3 μήνες»
– «Τότε παραιτούμαι»
Εκείνο το βράδυ δεν πήγε στο σπίτι την ώρα που συνήθιζε. Περιπλανιόταν στην πόλη και σκεφτόταν τι θα έλεγε στο κορίτσι του… αυτή δεν δούλευε, διάβαζε για το πτυχίο της… χωρίς τον μικρό του μισθό θα τους έδιωχναν από το διαμέρισμά τους και θα έπρεπε να εγκαταλείψουν το Βουκουρέστι… ήξερε πως είχε κάνει το σωστό, δεν τον ένοιαζε για τον ίδιο, αλλά για αυτή… Όταν τελικά έφτασε στο σπίτι αργά το βράδυ, η πόρτα ήταν «πιο βαρειά» από ότι συνήθως… τη βρήκε στο κρεββάτι να διαβάζει…
– «Άργησες, τι έγινε;» τον κοίταξε και χαμογέλασε.
– «Παραιτήθηκα από τη δουλειά μου»
– «Καλά έκανες. Αυτός ο άνθρωπος δεν σε σεβόταν», του είπε και σηκώθηκε για να τον αγκαλιάσει.
Τα λόγια της τον έκαναν να νιώσει ο δυνατότερος άνθρωπος στη γη…
Η αντίστροφη μέτρηση
Ο Μ ήταν περήφανος για τη γυναίκα του. Αυτή δεν το κατάλαβε εκείνο το βράδυ, αλλά η συμπεριφορά της του έδωσε ακόμη περισσότερη δύναμη. Όμως, η πραγματικότητα ήταν ωμή και απλή. Είχε λίγες μέρες προθεσμία για να βρει μία νέα δουλειά, αλλιώς θα έπρεπε να άδειαζαν το διαμέρισμά τους (στη Ρουμανία η ιδιοκτησία προστατεύεται και όταν τελειώνει ένα συμβόλαιο ενοικίασης, ο ενοικιαστής δεν μπορεί να κάνει κάτι). Κτύπησε όλες τις πιθανές και απίθανες πόρτες, όμως τίποτε δεν μπορούσε να γίνει όσο γρήγορα είχε αυτός ανάγκη.
Στο μεταξύ έπρεπε να λύσει ένα θέμα σχετικά με το πτυχίο του και έτσι πήγε στο πανεπιστήμιό του. Κάποιος εκεί τον αναγνώρισε και του έκανε μία πρόταση:
– «Δεν είδες την ανακοίνωση; Είσαι έξυπνος και εργατικός. Γιατί δεν κάνεις αίτηση για βοηθός καθηγητή;»
– «Νομίζω πως θα την έχουν ήδη δώσει σε κάποιον».
– «Δοκίμασε, δεν έχεις τίποτε να χάσεις».
Η προθεσμία υποβολής αιτήσεων έληγε στις 15.00 την ίδια μέρα. Ο Μ κατέθεσε τη δικιά του στις 14.58 και πήρε τον σχετικό αριθμό πρωτοκόλλου, τον τελευταίο εκείνης της ημέρας.
Πίσω στο σπίτι ο Μ και η γυναίκα του επεξεργάζονταν όλα τα σενάρια και προετοιμάζονταν για αυτά, ακόμη και για το χειρότερο. Όμως αρνούνταν να παραιτηθούν, προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρουν μία λύση, αρνούμενοι να υιοθετήσουν και αυτοί το σύνηθες «έτσι ήταν να γίνει».
Μερικές μέρες μετά ο Μ κλήθηκε για να περάσει από συνέντευξη. Θα ήταν η τελευταία τους ημέρα στο Βουκουρέστι. Την επόμενη θα έπρεπε να αδειάσουν το διαμέρισμα. Έφτασε στο πανεπιστήμιο 15 λεπτά πριν την ανακοινωμένη ώρα. Έλεγξε ότι ήταν ευθυτενής. Κοίταξε στα μάτια της ηλικιωμένης κυρίας στην υποδοχή, χαμόγελασε με δυσκολία και ανέβηκε προς την αίθουσα.
Η απάντηση που άλλαξε 2 ζωές
Άνοιξε την πόρτα, ήταν πολύ βαριά, δρύινη. «Πόσο χρονών να είναι άραγε;» σκέφτηκε. Μπήκε στο μεγάλο δωμάτιο και περπάτησε προς στις καρέκλες στα αριστερά. Ήξερε καλά το μέρος… μία επιβλητική αίθουσα ενός ρουμανικού πανεπιστημίου. Οι καθηγητές κάθονταν στα δεξιά του. Τους κοίταξε έναν προς έναν… μπορούσε να διαβάσει στα μάτια τους πως βαριούνταν… μετά σήκωσε το βλέμμα του στους τοίχους πίσω τους. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που ήταν φοιτητής τους. Ένιωσε το βλέμμα κάποιων από αυτούς να πέφτει πάνω του. Όχι πολύ ψηλός, ντυμένος πολύ απλά, σίγουρα όχι μία εντυπωσιακή παρουσία. Αν εξαιρούσε κανείς τα μάτια του που έβγαζαν… σπινθήρες, εκφράζοντας το κοφτερό του μυαλό, δεν υπήρχε τίποτε πάνω του που να τους τραβήξει την προσοχή. Μετά από 2 ώρες έφτασε η σειρά του. Άκουσε το όνομά του και του ζητήθηκε να παρουσιαστεί μπροστά στους καθηγητές για να υποστηρίξει την αίτησή του για τη θέση του βοηθού. Τα μάτια του τους περιεργάστηκαν ξανά… αυστηροί, απόμακροι… ο νεώτερός τους ήταν 45 – 50 ετών. Όταν άκουσε την πρώτη ερώτηση, η γλώσσα του απάντησε υπακούοντας στις εντολές του μυαλού. Το άγχος και οι φόβοι έμειναν κρυμμένοι στην καρδιά του.
– «Λοιπόν, κύριε Μ, ποια είναι η γνώμη σας για τη δουλειά του καθηγητή Χ;»
Κοίταξε στα μάτια τον καθηγητή που του απηύθυνε την ερώτηση, έλεγξε πως η φωνή του ήταν αρκετά δυνατή έτσι ώστε να ακουστεί στη μεγάλη αίθουσα και απάντησε…
– «Δεν μου πολυαρέσει η δουλειά του, νομίζω πως έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης. Προσωπικά προτιμώ τη δουλειά του καθηγητή Υ».
Ξαφνικά όλα τα πρόσωπα γεμάτα βαρεμάρα είχαν ξυπνήσει και όλα τα μάτια καρφώθηκαν πάνω του.
– «Με συγχωρείτε, τι ακριβώς είπατε, κύριε Μ;»
– «Είπα πως δεν μου αρέσει η δουλειά του καθηγητή Χ, προτιμώ το έργο του καθηγητή Υ».
– «Με βάση ποια κριτήρια κατηγορείτε τον καθηγητή;» κάποιος από τις καρέκλες των καθηγητών σηκώθηκε όρθιος και έφτυσε την ερώτηση, κατακόκκινος από θυμό.
– «Δεν κατηγορώ κανέναν, απλώς λέω τη γνώμη μου». Συνέχισε με επιχειρήματα, πάντα ήρεμος και κοιτώντας κατάματα τους ανθρώπους μπροστά του.
Τα 14 λεπτά της συνέντευξής του ακολούθησαν άλλα 32 λεπτά διαλείμματος, για να συζητήσουν οι καθηγητές και να λάβουν τις αποφάσεις τους. Όλοι οι υποψήφιοι περίμεναν υπομονετικά έξω. Ο Μ ένιωσε τον χρόνο αυτόν ως μία αιωνιότητα… ήταν σίγουρος πως τον είχαν απορρίψει. «Η αλήθεια δεν εκτιμάται στη Ρουμανία, ίσως να το παρατράβηξα, όμως έτσι είμαι εγώ και είπα την αλήθεια».
Κάποια στιγμή σηκώθηκε και άρχισε να περπατά προς την έξοδο, όταν η πόρτα άνοιξε πίσω του και άκουσε κάποιον να φωνάζει…
– «Ο κύριος Μ.. ποιος είναι ο κύριος Μ… α, εσείς είστε κύριε. Παρακαλώ, ελάτε εδώ!»
Μία νέα ζωή
Ένας καθηγητής βγήκε από την αίθουσα και πήρε στην άκρη τον Μ…
– «Τους εντυπωσίασες όλους εκεί μέσα»
– «Απλά είπα τη γνώμη μου»
– «Λοιπόν… προσλαμβάνεσαι εδώ ως βοηθός καθηγητή. Μπορείς να έρθεις και να μείνεις στα διαμερίσματα του πανεπιστημίου και φυσικά θα έχεις όλα τα πλεονεκτήματα που τυγχάνουν και οι άλλοι συνάδελφοι. Δεν είναι πολλά, όμως για το ξεκίνημα νομίζω πως είναι και για εσένα μία νέα, μία καλύτερη αρχή».
Όντως ήταν μία καλή αρχή και μία νέα ζωή. Δούλευε σαν τρελός έτσι ώστε να διασφαλίσει πως κανείς δεν θα σχολίαζε την πρόσληψή του. Γρήγορα του ζητήθηκε να αρχίσει να προσφέρει ιδιαίτερα μαθήματα σε φοιτητές, μετά και μαθητές… μετά να συμβουλεύει εταιρίες… Σε λιγότερα από 5 χρόνια, η σκληρή δουλειά του, η επιμονή του στο αποτέλεσμα και η σοβαρότητά του είχαν αποδώσει. Είχε αλλάξει εντελώς τα οικονομικά του δεδομένα και είχε ανοίξει δεκάδες «πόρτες», χρήσιμες για το μέλλον του. Πλέον τον σύστηναν ως «ο άνθρωπος που θα σου πει την αλήθεια και θα σου λύσει το πρόβλημα».
Ο Μ όμως ήταν πιο φιλόδοξος. Δεν ήθελε να παραμείνει σε αυτό το επίπεδο, ήθελε περισσότερα από τη ζωή. Για αυτό και αποφάσισε παράλληλα με την πανεπιστημιακή καριέρα να ιδρύσει τη δικιά του λογιστική εταιρία. Αποφάσισε να προχωρήσει μαζί με μία άλλη κυρία, «σοβαρή σε βαθμό κακουργήματος και δουλεύει σκληρά όπως και εγώ», όπως αιτιολόγησε την επιλογή του. (Η κυρία αυτή είναι και λίγο πιο σεμνή, όμως στη ζωή οι επιτυχημένες συνεργασίες γίνονται συνήθως από ανθρώπους που δεν είναι 100% ίδιοι μεταξύ τους). Άρχισαν από το μηδέν και σε 10 χρόνια έφτασαν τις πρώτες θέσεις στη χώρα τους, τη Ρουμανία. Σήμερα είναι το μεγαλύτερο γραφείο, με 160+ λογιστές, πάνω και από τις πολυεθνικές.
Το κορίτσι του Μ έγινε η γυναίκα του και η οικογένειά τους έχει σήμερα 2 αγόρια. «Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα λόγια της εκείνο το βράδυ» συνεχίζει να εξομολογείται σε φίλους του… ο άνθρωπος στον οποίο εμπιστευόμαστε τα λογιστικά βιβλία της εταιρείας μας στη Ρουμανία. Πληρώνουμε τα διπλάσια από την αγορά, αλλά σε 3 μεγάλους φορολογικούς ελέγχους η Εφορία έφυγε δίνοντάς μας συγχαρητήρια…
Μπορεί ένας φτωχός να αλλάξει τη μοίρα του;
Αν κάποιος συναντήσει σήμερα τον Μ, δεν υπάρχει τίποτε πάνω του που σου επιτρέπει να φανταστείς τι έχει περάσει στη ζωή του. Γελάει πολύ, λατρεύει την Ελλάδα και τα ανέκδοτα, ντύνεται πολύ καλά, έκλεισε ένα ακριβό εστιατόριο, κάλεσε τους 160 υπαλλήλους του και γιόρτασε τα 40α του γενέθλια φέρνοντας από την Ελλάδα έναν τραγουδιστή «και 3 φίλους» (μεταξύ των οποίων και ο υποφαινόμενος).
Είναι εύκολο να πεις ότι «ίσως είναι κάποιος που κατάγεται από πλούσιο πατέρα, ή από γονείς που είχαν μεγάλη θέση στο παλιό καθεστώς, για αυτό πέτυχε, χωρίς πολλή δουλειά» κλπ. Όμως δεν είναι έτσι. Δουλεύει σκληρά, βρίσκει λύσεις, διασφαλίζει πως όλα γίνονται σωστά, εγγυάται το αποτέλεσμα.
Όπως και εμείς οι Έλληνες, έτσι έχουν και οι Ρουμάνοι τους δικούς τους ήρωες, με αρχές, αξίες, αυτοσεβασμό και δύσκολες αποφάσεις στο παρελθόν τους, τις δουλειές ή την κοινωνία γενικότερα. Αν δεν τους βρήκε κάποιος ως τώρα, αυτό απλά σημαίνει πως πρέπει να συνεχίσει να ψάχνει.
Οι Αμερικάνοι μιλάνε για το «Αμερικάνικο Όνειρο», το να δουλέψει κάποιος και να αλλάξει τη ζωή του γρήγορα. Μεταξύ μας, παρά το ότι σήμερα η Ρουμανία έχει πλέον ανέβει πολύ οικονομικά, συνεχίζει να επιτρέπει σε όποιον το επιθυμεί να δημιουργήσει το δικό του «Ρουμανικό Όνειρο». Αρκεί να είναι σοβαρός, να δουλέψει σκληρά και με σχέδιο για να φτιάξει το δικό του θαύμα. Ιστορίες σαν του Μ επαναλαμβάνονται καθημερινά, μιας και στη ζωή ο ανοιχτόμυαλος, σοβαρός και εργατικός συνήθως ανταμοίβεται.
Και αν κάποιος θέλει να ακολουθήσει το παράδειγμα του Μ, καλό είναι να θυμάται πως ο φτωχός δεν μπορεί να αλλάξει τη ζωή του χωρίς δουλειά και επιμονή και ότι ο σεβασμός δεν χαρίζεται, αλλά κερδίζεται. Για αυτό και είναι τόσο γλυκιά η αίσθηση να τον απολαμβάνεις…
Εσύ τι γνώμη έχεις;