Του Αλέξανδρου Νάρη, Συγγραφέα – Αξκου ε.α
Τρεις μήνες πέρασαν από την ώρα που Κτήνη της Χαμάς εισέβαλαν στο Ισραήλ και καταχειροκροτούμενα έσφαζαν, βίαζαν, ξεκοίλιαζαν εγκύους, αποκεφάλιζαν παιδάκια μπροστά στ’ αδελφάκια τους, γονείς μπροστά στα παιδιά τους, παιδιά μπροστά στις μάνες τους.
Επί τρεις μήνες βλέπουμε ένα πειθαρχημένο, στιβαρό έθνος να συνέρχεται από το σοκ του τρόμου, να αφήνει στην άκρη τις εσωτερικές αντιπαλότητες και να υπερασπίζεται όσια και ιερά, κι από την άλλη μεριά ανθρώπους που σύμφωνα με έναν άλλον ισλαμιστή ηγέτη, τον Ραμάλα, εδραιωμένο σε μία χώρα που κάποτε ήταν χριστιανική και μια πρωτεύουσα που κάποτε ήταν το “Παρίσι της Ανατολής”, να μην ακολουθούν κανένα νόμο, κανένα κανόνα, καμία αρχή και να μη δείχνουν κανένα έλεος.
Ρουκετοβόλα σε νηπιαγωγεία, όπλα σε νοσοκομεία, βάσεις όλμων σε σχολικές τάξεις, παιδάκια τοποθετημένα ως ανθρώπινες ασπίδες με την κάμερα έτοιμη να αποθανατίσει είτε τον τραυματισμό τους, είτε τον θάνατό τους. Πάνω από εκατό χιλιάδες πύραυλοι έχουν εκτοξευθεί από αυτούς τους δολοφόνους, με στόχευση όχι στρατιωτικές εγκαταστάσεις, αλλά πυκνοκατοικημένες πόλεις. Άλλωστε γι’ αυτούς δεν έχει σημασία ποιον σκοτώνουν, αρκεί να είναι Ισραηλινός. Ο μόνος λόγος που οι πόλεις του Ισραήλ δεν είναι ισοπεδωμένες, είναι η εκπληκτική προετοιμασία που έκανε αυτό το έθνος, γιατί σε πλήρη αντίθεση με εμάς ήξερε ΚΑΙ που βρισκόταν ΚΑΙ τι θα αντιμετώπιζε.
Και για να το ξεκαθαρίσουμε: Οι Ισραηλινοί δεν κατέκτησαν την Παλαιστίνη. Επέστρεψαν σ’ αυτή. Δεν αρέσει, δεν βολεύει, αλλά τι να κάνουμε, αυτή είναι η αλήθεια. Κι όχι μόνο επέστρεψαν, αλλά έκτισαν ένα έθνος – κράτος υπόδειγμα, όχι την δικιά μας καρικατούρα. Ένα έθνος – κράτος όπου οι 240.000 χιλιάδες Άραβες μουσουλμάνοι του 1948 έγιναν 2.500.000 που όχι μόνο απολαμβάνουν ΟΛΑ τα δικαιώματα του Ισραηλινού Πολίτη, όχι μόνο οι γυναίκες τους ζουν σε συνθήκες ελευθερίας αδιανόητες στην άλλη πλευρά του λόφου, αλλά μέχρι πριν δυο χρόνια συμμετείχαν και στην κυβέρνηση αυτού του έθνους – κράτους!!!
Γιατί βλέπεις φίλε αναγνώστη, το Ισραήλ είναι Δημοκρατία. Ζει, κινείται, αναπτύσσεται και ευημερεί μέσα σ’ έναν ωκεανό μεσαιωνικού σκοταδιού, μίσους και μισαλοδοξίας που έχει φάει τα λυσσακά του να το πνίξει, να το εξαφανίσει, να το σβήσει ακόμα κι ως μνήμη αν μπορέσει. Κι όσο δεν τα καταφέρνει τόσο σκυλιάζει. Για να καταλάβουμε το μέγεθος της διαφοράς που υπάρχει στην αντιμετώπιση του ενός από τον άλλον, αρκεί να βάλουμε σε αντιδιαστολή με τους μουσουλμάνους πολίτες του Ισραήλ, το σχεδόν ένα εκατομμύριο Εβραίων που κακήν κακώς εκδιώχθηκαν από όλες μα όλες τις μουσουλμανικές χώρες μετά το 1948. Δεν ξέρω αν αυτό θυμίζει κάτι σε λοβοτομημένους συμπολίτες μου σε σχέση με την Πόλη.
Γιατί καιρός είναι να βλέπουμε και κάποια άλλα πράγματα, κι όχι μόνο τους κακούς Εβραίους που εκτοπίζουν τους καλούς Παλαιστινίους. Τους καλούς Παλαιστινίους, που παρόλο που τους δόθηκε επανειλημμένα η δυνατότητα να έχουν το δικό τους κράτος, επανειλημμένα την αρνήθηκαν και που μόλις τους δόθηκε η δυνατότητα να εκλέξουν την ηγεσία τους, εξέλεξαν ό,τι πιο ναζιστικό μπορούσε να υπάρξει ως κόμμα στην περιοχή τους. Τους καλούς Παλαιστινίους που σκότωσαν συμπολίτες μας την δεκαετία του Ογδόντα μέσα στη χώρα μας, ξεπληρώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη βοήθεια που τους δώσαμε στην Βηρυτό, που πριν πανηγυρίσουν πάνω από σφαγμένα κορμιά, πανηγύριζαν για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί.
Πολλοί λένε ότι αυτός είναι ο πρώτος ξεκάθαρος πόλεμος πολιτισμών, αλλά στην πραγματικότητα είναι άλλος ένας πόλεμος για τον πολιτισμό. Στην μία πλευρά έχουμε πολεμιστές που μπαίνουν μπροστά από τα παιδιά τους και στην άλλη δολοφόνους που κρύβονται πίσω από αυτά. Κι ενώ από μόνο του ως γεγονός θα ήταν αρκετό για να μας φέρει όλους δίπλα στο Ισραήλ, η απόλυτη ιδεοληπτική τύφλωση, οι αριστεροί τενεκέδες και οι δεξιοί εμμονικοί, αρκούν για να παρασύρουν ή στην καλύτερη περίπτωση να σκεπάσουν μια πλειοψηφία που ακόμα και στο πιο προφανές φοβάται να εκδηλωθεί.
Ανεχόμαστε λοιπόν ανθρώπους που πανηγύριζαν την ώρα που εικοσάχρονα κορίτσια σφάζονταν ζωντανά μπροστά τους, να κλαίνε και να οδύρονται όταν οι άνεμοι που έσπειραν, επιστρέφουν ως θύελες. Ανεχόμαστε αθλητές που εκπροσωπούν το έθνος μας και όχι την αφεντομουτσουνάρα τους, να σηκώνουν την παλαιστινιακή σημαία φτύνοντας τους Εβραίους συμπολίτες μας που έχουν σταθεί πολύ περισσότερο από αυτούς στην πατρίδα μας, υπηρετώντας, προσφέροντας, πολεμώντας και πεθαίνοντας γι’ αυτή. Ανεχόμαστε τον νέο Δήμαρχο της Αθήνας να οργανώνει σόου με παλαιστινιακές σημαίες το βράδυ της πρωτοχρονιάς – φυσικά χωρίς ούτε μία ελληνική, τι είμαστε, τίποτα εθνίκια; – αδιαφορώντας για το ότι αυτή η σημαία είναι πρώτη μούρη στο καβούρι σε κάθε εκδήλωση των Τουρκοκυπρίων, σε κάθε παρέλαση, σε κάθε γιορτασμό. Ανεχόμαστε χωρίς ντροπή να ακούμε Ερντογανικά επιχειρήματα, πιστή μετάφραση για την ακρίβεια, από πολιτικά πρόσωπα της χώρας κι ανθρώπους που μετά βίας κρύβαν τη χαρά τους στις επτά Οκτωβρίου, να το παίζουν τώρα αλληλέγγυοι και ανθρωπιστές.
Δεν έχουμε καταλάβει ότι αν δεν ηττηθεί κατά κράτος όχι μόνο η Χαμάς, αλλά όλο εκείνο το σκοτάδι που αναδύεται ξανά μετά από αιώνες υποχώρησης, αυτό που γνωρίζουμε ως Δυτικός Πολιτισμός αργά και σταθερά θα καταρρεύσει, δίνοντας τη θέση του σε μια δυστοπία αδιανόητη για τον μέσο Πολίτη. Στην Γάζα δεν γίνεται πόλεμος, αλλά μια μάχη ενός πολύ ευρύτερου μετώπου, του οποίου δεν είμαστε απλώς μέρος, αλλά κυριολεκτικά πρώτη γραμμή. Ας το αντιληφθούμε ως γεγονός, γιατί σύντομα θα χρειαστεί να το αντιμετωπίσουμε.
Το Ισραήλ δεν είναι φίλος. Είναι παράδειγμα. Είναι αυτό που μπορούμε να γίνουμε, αρκεί να το θελήσουμε. Μαζί με την Ιαπωνία και δυο-τρεις άλλες χώρες, δείχνουν ότι η ευημερία για ένα έθνος – κράτος σαν αυτό που ακόμα είμαστε, δεν είναι άπιαστο όνειρο, ότι μπορεί να επιτευχθεί όταν οι Πολίτες αυτού του έθνους είναι διατεθειμένοι όχι μόνο να αναγνωρίσουν τα αυτονόητα, αλλά και να πολεμήσουν υπερασπίζοντάς τα.