Του Ηλία Παπαγεωργιάδη
… Μπήκαμε στον χώρο παραγωγής και περάσαμε από τα μηχανήματα. Φτάσαμε στο μικρό δωματιάκι που ήταν το «διευθυντικό» γραφείο. Εκεί μας περίμενε όλη η οικογένεια… Ο πατέρας του Α, ίδιος εμφανισιακά μαζί του, απλά είχε γκρίζα μαλλιά, +30 κιλά και μία ζώνη παντελονιού που έσφιγγε λάθος, κάνοντας την κοιλιά του να προεξέχει. Όταν μπήκα, ένιωσα το βλέμμα του να με εξετάζει από πάνω ως κάτω. Η μητέρα του ήταν και αυτή «εύσωμη», με το βλέμμα χαμηλωμένο μπροστά στον σύζυγο, αλλά με δύο μάτια που σε έκαναν να καταλάβεις ότι στο σπίτι αυτή έκανε το τελικό κουμάντο. Η αδερφή είχε έρθει εντελώς απεριποίητη, γεματούλα και αυτή, διάβαζε ένα περιοδικό και δεν έδειχνε να πολυενδιαφέρεται με το ζήτημα. Στα δεξιά του πατέρα αναγνώρισα και την εφημερίδα – σημείο αναφοράς του κόμματός του, φαινόταν να την έχει διαβάσει ενδελεχώς. Μετά τις συστάσεις, ο Α ξεκίνησε να μιλάει.
Α: «Αυτός είναι ο Ηλίας, σας έχω μιλήσει για αυτόν και τον αδερφό του τον Γρηγόρη. Μαζί του συνεργάζομαι και έχουμε κάνει όλες αυτές τις αλλαγές…»
– «… μάλιστα… αυτοί είναι που σου βάζουν τις ιδέες…» σχολίασε ο πατέρας του.
Α: «Ήδη φέτος έχουμε αλλάξει πολλά και έχουμε βελτιώσει πολύ την εικόνα της δουλειάς μας, κάτι που το οφείλουμε και στον Ηλία και τον Γρηγόρη. Πριν λίγο καιρό τους παρουσίασα τι έχουμε σκεφτεί στην οικογένειά μας για το μέλλον και δουλέψαμε μαζί, φτιάξαμε αυτή την παρουσίαση» είπε ο Α και τους μοίρασε τις σελίδες που είχαμε ετοιμάσει.
Α: «Από τις πέντε ιδέες διαλέξαμε την πέμπτη, γιατί είναι η μόνη που δεν χρειάζεται να υποστηριχθεί από μεγάλη επένδυση και μπορούμε εύκολα να τη βάλουμε σε εφαρμογή. Επειδή θα είναι μία πραγματική καινοτομία, στην αρχή θα έχουμε τη δυνατότητα να δουλέψουμε με μεγάλο περιθώριο κέρδους και να βγάλουμε γρήγορα πολλά χρήματα, πριν μας αντιληφθεί η αγορά».
– «Και μετά τι θα κάνουμε, αν βγάλουμε τα χρήματα που λες;» ρώτησε ο πατέρας.
Α: «Θα αποπληρώσουμε όλα τα χρέη που εντοπίσαμε φέτος, θα μπορούμε να επενδύσουμε στη δουλειά ένα μέρος των χρημάτων και φυσικά να ζήσουμε πολύ καλύτερα…»
Η: «… ή και να πουλήσετε την επιχείρηση την ώρα που θα είναι στα πάνω της, βγαίνοντας με ένα τεράστιο ποσό» συμπλήρωσα εγώ.
– «Και τι θέλεις από εμάς, γιε μου, για να τα κάνουμε όλα αυτά;» είπε ο πατέρας που δεν γύρισε καν να με κοιτάξει.
Α: «Να δουλέψουμε όλοι μαζί σκληρά για 6 – 12 μήνες. Αν το κάνουμε, θα δούμε στα χέρια μας λεφτά που δεν έχουμε ξαναδεί!»
Η αδερφή του σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε κατάματα, όταν άκουσε τα λόγια αυτά. Η μητέρα του πήρε το βλέμμα της από τον σύζυγό της και επικεντρώθηκε και αυτή στον γιο.
– «Να δουλέψουμε σκληρά για να βγάλουμε λεφτά λοιπόν…»
Α: «Είναι η ευκαιρία που περιμέναμε, πατέρα. Δεν μου λέτε εδώ και τόσα χρόνια πως αν βρούμε τη μεγάλη ευκαιρία, θα πέσουμε όλοι με τα μούτρα στη δουλειά για να αλλάξουμε για πάντα τη ζωή μας;» συμπλήρωσε ο Α και τους κοίταξε έναν έναν με τη σειρά… «ε λοιπόν, έφτασε η ώρα αυτή!»
…
Αθήνα, 1995
Κατεβαίνω στην Αθήνα για δουλειές από το 1993. Το 1995, τότε που είχα δημιουργήσει στην Πιερία ένα από τα πρώτα free press περιοδικά στην Ελλάδα, ήταν η χρονιά που γνώρισα εκεί αρκετούς ανθρώπους, μεταξύ των οποίων και μία παρέα. Ένας από αυτούς παρέμεινε φίλος μου ως και σήμερα, ο εξαιρετικός Παναγιώτης, με άλλους έχω χαθεί, ένας αποδείχθηκε επαγγελματίας ψεύτης (και θαυμάζω την ικανότητά του να συνεχίζει να κοροϊδεύει τους ανθρώπους σε εθνικό επίπεδο, κυκλοφορώντας με άνεση μεταξύ Ελλάδας, ΗΠΑ και άλλων χωρών μην έχοντας δουλέψει ούτε ώρα στη ζωή του). Ένας από τους ανθρώπους της παρέας αυτής με τον οποίο χαθήκαμε εδώ και πολύ καιρό, μου σύστησε λίγα χρόνια μετά τον Α, έναν περίπου συνομίληκό μου από τη Νότια Ελλάδα…
Αθήνα, αρχές του 2002. Kεντρικό ξενοδοχείο κοντά στην Ομόνοια
Το 1998 σταματήσαμε με τον Γρηγόρη το περιοδικό και εκδώσαμε μία τοπική εφημερίδα που γρήγορα έγινε η μεγαλύτερη στον νομό μας. Όντας δημοσιογράφος και ιδιοκτήτης εφημερίδας (εκτός από σύμβουλος επιχειρήσεων), συναντούσα εκείνη την περίοδο πολλούς πολιτικούς όλων των παρατάξεων. Στην Αθήνα αλλού έβλεπα τους πολιτικούς της ΝΔ, ενώ οι περισσότεροι προερχόμενοι από τον χώρο του ΠΑΣΟΚ μου έκλειναν ραντεβού σε ένα συγκεκριμένο ξενοδοχείο κοντά στην Ομόνοια, σημείο όπου είχαν λάβει χώρα πολλά και διάφορα περιστατικά (η άλλη τους επιλογή ήταν ένα ξενοδοχείο πίσω από το Χίλτον, με αντίστοιχο «ιστορικό αποτύπωμα»). Έτσι και εγώ, συνηθισμένος ων, εκεί πρότεινα να συναντηθούμε με τον Α, που ήθελε να με γνωρίσει. Οι συστάσεις είχαν γίνει από τον κοινό μας Αθηναίο φίλο, εμείς ήμασταν και οι δύο νέοι από την επαρχία που ερχόμασταν στην Αθήνα για δουλειές. Ο κοινός μας φίλος είχε τύχει να γνωρίσει δύο ανθρώπους που συμβουλεύαμε μαζί με τον Γρηγόρη, είχε εντυπωσιαστεί από τα λόγια τους για εμάς και είπε στον Α ότι ήμασταν αυτό που χρειάζονταν.
Ο Α ήταν ένας ανήσυχος 30άρης, στρουμπουλός, σχετικά ψηλός, με βαθείς κροτάφους και μάτια γεμάτα καλοσύνη, προερχόμενος από πρωτεύουσα νομού της Νότιας Ελλάδας, από οικογένεια γνωστή στην πόλη για την πολιτική της τοποθέτηση. Ο πατέρας του ήξερε πρόσωπα και πράγματα, η μητέρα του είχε άπειρες γνωστές και φίλες, η αδερφή του ήταν πιο χαμηλών τόνων. Είχαν μία μικρή οικογενειακή επιχείρηση, όμως από τη συζήτηση μαζί του καταλάβαινες πως κάτι ενδιαφέρον συνέβαινε με αυτή. Έκαναν κάτι που ερχόταν σε ανταγωνισμό με μεγάλες εταιρείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό και φαινόταν ότι είχαν ιδέες για να αναπτύξουν τη δουλειά τους. (Ήταν ακόμη η περίοδος που κάποιος μικρομεσαίος στη χώρα μας μπορούσε να βγάλει χρήματα χωρίς ανάγκη να κλέψει την Εφορία).
Περάσαμε με τον Α περισσότερες από 2 ώρες συζητώντας, μου άρεσε πολύ η προσέγγισή του για τη δουλειά και τη ζωή, στην αμοιβή μας τα βρήκαμε εύκολα και συμφώνησα να συνεργαστούμε. Ο πατέρας του θύμωσε λίγο όταν άκουσε για εμένα, μιας και «δεν έχει τις ίδιες πεποιθήσεις με εμάς», αλλά τελικά συμφώνησε…
Το κλασσικό… χάος μίας μη οργανωμένης μικρομεσαίας οικογενειακής επιχείρησης στην Ελλάδα
Με τον Α συμφωνήσαμε σε έναν τρόπο δουλειάς που μας επέτρεπε η τεχνολογία της εποχής: Τηλέφωνο, email και συναντήσεις στην Αθήνα κάθε μήνα. Γρήγορα κατάλαβα ότι τα πράγματα δεν ήταν όπως θα έπρεπε και είχα μπροστά μου άλλη μία «κλασσική» περίπτωση μη οργανωμένης Ελληνικής μικρομεσαίας οικογενειακής επιχείρησης:
Ο πατέρας δεν πολυασχολούνταν με τη δουλειά. Η αγάπη του ήταν τα μαστορέματα και οι ιδέες. Ήταν ας πούμε το τμήμα Έρευνας και Ανάπτυξης της εταιρείας, όμως δεν ήθελε να τη διοικήσει. Προτιμούσε τις ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις στο καφενείο και ήθελε όλα να λειτουργούν τέλεια χωρίς να αφιερώσει χρόνο για να τα οργανώσει.
Η μητέρα υποτίθεται ότι δούλευε και αυτή στην επιχείρηση, έλεγε με καμάρι πως ήταν «η ψυχή της», όμως η προτεραιότητά της ήταν οι καφέδες σε διάφορα σπίτια. Είχε πάντα μία έτοιμη δικαιολογία γιατί δεν είχε χρόνο να αφιερώσει στη δουλειά (που δεν ήταν κάτι το δύσκολο, δεν ήταν βαρειά ως αντικείμενο).
Η αδερφή του Α είχε κληρονομήσει τον συνδυασμό της μητέρας και του πατέρα. Βαριόνταν υπερβολικά, ήταν στη νεολαία του κόμματος και μπορούσε να κάνει τα πάντα, αρκεί να αποφύγει τη δουλειά. Είχε γνωρίσει και έναν καινούργιο φίλο, τεμπέλη όπως και αυτή, και περνούσε τον καιρό της μαζί του, χρησιμοποιώντας τον ως δικαιολογία κάθε φορά που καλούνταν να βοηθήσει στη βιοτεχνία.
Ο Α ουσιαστικά ήταν «ο άνθρωπος ορχήστρα». Δούλευε όλη μέρα, έτρεχε προς κάθε κατεύθυνση και μιλούσε με πελάτες, συντόνιζε την παραγωγή κλπ.
Η δουλειά τους είχε έναν μόνιμο υπάλληλο, που ο Α αποκαλούσε «Πασχάλη της γιαγιάς Ντακ». Ήταν ράθυμος και τεμπέλης, με μόνο του ενδιαφέρον πώς θα λουφάρει από τη δουλειά και πώς θα καλοπιάσει τον πατέρα του, για να μην τον διώξουν.
Ο λογιστής τους ήταν συνεργάτης εδώ και δεκαετίες. Όποτε συμφωνούσα με τον Α να μου στείλει συγκεκριμένα στοιχεία, ο Α τα ζητούσε από τον λογιστή, αυτός αντιδρούσε, έπαιρνε τηλέφωνο τον πατέρα του και του έλεγε πως δεν είναι σωστό να τον προσβάλλει και να τον ελέγχει ο γιος του. Υπήρχε πρόβλημα, όμως ο πατέρας έλεγε πως δεν μπορεί να μαλώσει με τον λογιστή μετά από τόσα χρόνια συνεργασίας…
Εϊχα αρχίσει να ντρέπομαι για τα χρήματα που πληρωνόμασταν, μιας και ουσιαστικά είχαμε γίνει με τον Γρηγόρη οι κακοί της υπόθεσης. Ζήτησα από τον Α να σταματήσουμε. Στς μάτια μας έπρεπε να αλλάξουν τα πάντα για να σωθεί η επιχείρησή τους και η οικογένειά του δεν θα συναινούσε, όμως ο Α δεν συμφωνούσε με κανέναν τρόπο.
«Όλα θα αλλάξουν, όλα θα γίνουν. Όλοι θα πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά όταν υπάρξει η μεγάλη ευκαιρία, αυτή ψάχνουμε ως οικογένεια μία ζωή» μου έλεγε κάθε φορά…
Δεκέμβριος 2002. Οι πέντε επιλογές…
Τον Οκτώβριο του 2002 στις δημοτικές και νομαρχιακές εκλογές είχαμε κάνει την εκλογική καμπάνια 13 υποψηφίων δημάρχων στους 13 δήμους της Πιερίας. Είχαν εκλεγεί… και οι 13, όπως και ο νομάρχης που υποστηρίξαμε, καθώς και άλλοι τρεις υποψήφιοι σε άλλους νομούς. Είχα πάει για πρώτη φορά σε παγκόσμια έκθεση τροφίμων (αλλά αυτή είναι μία άλλη ιστορία) και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς είχα λάβει πρόσκληση για την ετήσια δεξίωση του Προέδρου της Δημοκρατίας για τον τύπο. Σε συνδυασμό με τα καλά μας οικονομικά αποτελέσματα, θα μπορούσα να πω ότι η χρονιά έκλεινε καλά, ίσως καλύτερα από κάθε άλλη ως τότε για κάποιον με «περιορισμένο ορίζοντα».
Συνδυάζοντας το ταξίδι μου για τη δεξίωση στο Προεδρικό Μέγαρο, κανόνισα να βρεθώ ξανά με τον Α. Παρά τις τεράστιες δυσκολίες και τα εσωτερικά προβλήματα της δουλειάς του, ήθελε να μου παρουσιάσει τις 5 επιλογές στις οποίες είχε καταλήξει για την ανάπτυξη της εταιρείας τους, μετά τη δικιά μας καθοδήγηση. Καθήσαμε σε μία γωνία στο ίδιο ξενοδοχείο κοντά στην Ομόνοια και έμεινα με το στόμα ανοικτό από αυτά που είδα…
Ο Α είχε καταφέρει να βάλει τον πατέρα του να δουλέψει λίγο το καλοκαίρι, ενώ μετά τις δημοτικές εκλογές (στις οποίες και έτρεξε για τους υποψηφίους του κόμματος στην περιοχή) οι ιδέες του καλοκαιριού πήραν μία πιο ξεκάθαρη μορφή. Όλες είχαν μεγάλο ενδιαφέρον, όμως οι 4 από τις 5 απαιτούσαν μεγάλη επένδυση και πρόσληψη πολλών νέων υπαλλήλων. Αυτό δεν ήταν κατ’ ανάγκη κακό, αν υπήρχε κάποιος ικανός να τους ελέγξει και να τους καθοδηγήσει. Η οικογένεια του Α σίγουρα δεν είχε αυτή την ικανότητα και ο ίδιος μόλις είχε καταφέρει να βάλει σε σειρά τα οικονομικά της εταιρείας, κόβοντας κακοπληρωτές, στηρίζοντας καλοπληρωτές και δίνοντας εκπτώσεις για να πληρώνεται πιο γρήγορα.
Η μεγάλη ιδέα
Η πέμπτη ιδέα δεν ήταν απλώς η μόνη που μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς μεγάλες επενδύσεις, ήταν και η μόνη ρεαλιστικά επαναστατική!
Έπαιρνε ένα υπάρχον προϊόν που γνώριζαν όλοι και προσθέτοντας ένα στοιχείο το μετέτρεπε σε κάτι εντελώς διαφορετικό
Άνοιγε μία τεράστια νέα αγορά!
Μπορούσε να υποστηριχθεί με επένδυση σε εξοπλισμό κάτω των 20.000 Ευρώ (παρά τις γκρίνιες του πατέρα ότι ήταν λάθος να «ξοδευτούν» λεφτά σε εξοπλισμό και να μην περιμένει η οικογένεια κάποιο εθνικό ή ευρωπαϊκό πρόγραμμα προκειμένου να πάρουν δωρεάν το μηχάνημα και ας αργούσε ένα δύο χρόνια).
Δεσμευόμενος από την εχεμύθεια που τηρούμε πάντα στις σχέσεις με τους πελάτες μας, δεν μπορώ να περιγράψω ακριβώς το προϊόν. Μπορώ να δώσω όμως ένα άσχετο παράδειγμα: Όταν μία εταιρεία πήρε το υγρό μαντηλάκι και προσέθεσε το στοιχείο της απολύμανσης σε αυτό, άνοιξε μία νέα αγορά προϊόντων. Κάτι τέτοιο ήταν η πέμπτη ιδέα του Α, σε εντελώς διαφορετικό τομέα παραγωγής.
Μπορεί στις γιορτές του 2002 η τότε αρραβωνιαστικιά μου να μου μιλούσε συνεχώς για τον επερχόμενο γάμο μας, όμως το δικό μου μυαλό ήταν πρώτα και πάνω από όλα στην ιδέα του Α και στην τεράστια ευκαιρία να κάνει κάτι μεγάλο, να αλλάξει για πάντα τη ζωή του. Ήταν κάτι νέο για μένα να συμμετέχω σε κάτι εν δυνάμει τεράστιο…
Ιανουάριος 2003. Τρεις τεμπέληδες και ένας εργατικός μπροστά στην ευκαιρία της ζωής τους
Τον Ιανουάριο του 2003 ο Α μου έστειλε το επιχειρηματικό σχέδιο που του είχα ζητήσει να ετοιμάσει μέσα στις γιορτές. Το διορθώσαμε μαζί, συμφωνήσαμε σε κάθε του λεπτομέρεια και στη συνέχεια μου ζήτησε να κατέβω στην πόλη του, για να συζητήσουμε όλοι μαζί με την οικογένειά του: «Σε αυτό σε θέλω δίπλα μου, θα στο χρωστάω χάρη» μου είπε. Παρά το ότι επέμεινα ότι θα κάνω κακό με την παρουσία μου, τελικά λίγες μέρες αργότερα βρέθηκα εκεί.
Μπήκαμε στον χώρο παραγωγής και περάσαμε από τα μηχανήματα. Φτάσαμε στο μικρό δωματιάκι που ήταν το «διευθυντικό» γραφείο. Εκεί μας περίμενε όλη η οικογένεια… Ο πατέρας του Α, ίδιος εμφανισιακά μαζί του, απλά είχε γκρίζα μαλλιά, +30 κιλά και μία ζώνη παντελονιού που έσφιγγε λάθος, κάνοντας την κοιλιά του να προεξέχει. Όταν μπήκα, ένιωσα το βλέμμα του να με εξετάζει από πάνω ως κάτω. Η μητέρα του ήταν και αυτή «εύσωμη», με το βλέμμα χαμηλωμένο μπροστά στον σύζυγο, αλλά με δύο μάτια που σε έκαναν να καταλάβεις ότι στο σπίτι αυτή έκανε το τελικό κουμάντο. Η αδερφή είχε έρθει εντελώς απεριποίητη, γεματούλα και αυτή, διάβαζε ένα περιοδικό και δεν έδειχνε να πολυενδιαφέρεται με το ζήτημα. Στα δεξιά του πατέρα αναγνώρισα και την εφημερίδα – σημείο αναφοράς του κόμματός του, φαινόταν να την έχει διαβάσει ενδελεχώς. Μετά τις συστάσεις, ο Α ξεκίνησε να μιλάει.
Α: «Αυτός είναι ο Ηλίας, σας έχω μιλήσει για αυτόν και τον αδερφό του τον Γρηγόρη. Μαζί του συνεργάζομαι και έχουμε κάνει όλες αυτές τις αλλαγές…»
– «… μάλιστα… αυτοί είναι που σου βάζουν τις ιδέες…» σχολίασε ο πατέρας του.
Α: «Ήδη φέτος έχουμε αλλάξει πολλά και έχουμε βελτιώσει πολύ την εικόνα της δουλειάς μας, κάτι που το οφείλουμε και στον Ηλία και τον Γρηγόρη. Πριν λίγο καιρό τους παρουσίασα τι έχουμε σκεφτεί στην οικογένειά μας για το μέλλον και δουλέψαμε μαζί, φτιάξαμε αυτή την παρουσίαση» είπε ο Α και τους μοίρασε τις σελίδες που είχαμε ετοιμάσει.
Α: «Από τις πέντε ιδέες διαλέξαμε την πέμπτη, γιατί είναι η μόνη που δεν χρειάζεται να υποστηριχθεί από μεγάλη επένδυση και μπορούμε εύκολα να τη βάλουμε σε εφαρμογή. Επειδή θα είναι μία πραγματική καινοτομία, στην αρχή θα έχουμε τη δυνατότητα να δουλέψουμε με μεγάλο περιθώριο κέρδους και να βγάλουμε γρήγορα πολλά χρήματα, πριν μας αντιληφθεί η αγορά».
– «Και μετά τι θα κάνουμε, αν βγάλουμε τα χρήματα που λες;» ρώτησε ο πατέρας.
Α: «Θα αποπληρώσουμε όλα τα χρέη που εντοπίσαμε φέτος, θα μπορούμε να επενδύσουμε στη δουλειά ένα μέρος των χρημάτων και φυσικά να ζήσουμε πολύ καλύτερα…»
Η: «… ή και να πουλήσετε την επιχείρηση την ώρα που θα είναι στα πάνω της, βγαίνοντας με ένα τεράστιο ποσό» συμπλήρωσα εγώ.
– «Και τι θέλεις από εμάς, γιε μου, για να τα κάνουμε όλα αυτά;» είπε ο πατέρας που δεν γύρισε καν να με κοιτάξει.
Α: «Να δουλέψουμε όλοι μαζί σκληρά για 6 – 12 μήνες. Αν το κάνουμε, θα δούμε στα χέρια μας λεφτά που δεν έχουμε ξαναδεί!»
Η αδερφή του σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε κατάματα, όταν άκουσε τα λόγια αυτά. Η μητέρα του πήρε το βλέμμα της από τον σύζυγό της και επικεντρώθηκε και αυτή στον γιο.
– «Να δουλέψουμε σκληρά για να βγάλουμε λεφτά λοιπόν…»
Α: «Είναι η ευκαιρία που περιμέναμε, πατέρα. Δεν μου λέτε εδώ και τόσα χρόνια πως αν βρούμε τη μεγάλη ευκαιρία, θα πέσουμε όλοι με τα μούτρα στη δουλειά για να αλλάξουμε για πάντα τη ζωή μας;» συμπλήρωσε ο Α και τους κοίταξε έναν έναν με τη σειρά… «ε λοιπόν, έφτασε η ώρα αυτή!»
– «Θα δούμε, εντάξει. Ας ξεκινήσουμε και βλέπουμε μετά πώς θα πάει το πράγμα» απάντησε ο πατέρας του. Στη συνέχεια ρώτησε πάνω από τριάντα ερωτήσεις για το επιχειρηματικό πλάνο που του παρουσίασε ο γιος του και έβγαλε έναν μεγάλο αναστεναγμό πριν προτείνει να πάμε όλοι μαζί για φαγητό. Εκεί το ενδιαφέρον του επικεντρώθηκε στο να προσπαθήσει να με πείσει ότι δεν είχα σωστή πολιτική αντίληψη και δεν καταλάβαινα τα πλεονεκτήματα της δικιάς του θεωρίας. Ο Α με παρακολουθούσε με προσοχή να προσπαθώ για τρεις ώρες να αποφύγω να στεναχωρήσω τον πατέρα του, χωρίς να αποδεχθώ ότι «η ημέρα έχει 37 ώρες»…
Η αντίδραση της αγοράς
Μέσα σε δύο εβδομάδες είχαμε καταλήξει στο κόστος του προϊόντος και την εμπορική πολιτική που θα ακολουθούσε ο Α και ξεκίνησε να συζητάει με υποψήφιους πελάτες. Οι αντιδράσεις ήταν εντυπωσιακές, η σωστή έρευνα αγοράς που είχε προηγηθεί μας βοήθησε να παρουσιάσουμε το προϊόν όπως ακριβώς έπρεπε για να μας «ακούσουν» με προσοχή οι υποψήφιοι πελάτες.
Η πρώτη παραγγελία ήρθε από μία από τις μεγαλύτερες Ελληνικές εταιρείες του κλάδου. Ξέροντας πως η μικρή οικογενειακή επιχείρηση είχε καλό όνομα (σε συνδυασμό με μία έκπτωση, που πάντα βοηθάει) δέχτηκε να προπληρώσει ένα μεγάλο μέρος του ποσού, για να αγοράσουν οι παραγωγοί τις πρώτες ύλες.
Η δεύτερη παραγγελία ήταν διπλάσια από την πρώτη και με αυτή η υπάρχουσα παραγωγική δυνατότητα της βιοτεχνίας είχε φτάσει στα όριά της. Ο «Πασχάλης της γιαγιάς Ντακ» ζήτησε ιατρική άδεια, αποκαμωμένος από τα συνεχόμενα… οκτάωρα δουλειάς για έναν ολόκληρο μήνα.
Η τρίτη παραγγελία ήρθε από τη Γερμανία, μέσω κάποιου που είδε το προϊόν και ενημέρωσε έναν Γερμανό. Ο Γερμανός τοποθέτησε το θέμα σε διαφορετική βάση:
Αρνήθηκε την έκπτωση, ζήτησε να πάρει την παραγγελία του στο μισό του συμφωνηθέντος χρόνου
Τους πρότεινε συμβόλαιο αποκλειστικότητας για την Ευρώπη εκτός της Ελλάδας
Τους ρώτησε αν θα ήθελαν να αγοράσει ποσοστό της εταιρείας τους και να επενδύσει για να αγοραστούν αμέσως μηχανήματα που θα δεκαπλασίαζαν την παραγωγή.
Ο Α πετούσε από τη χαρά του όταν ανακοίνωσε τα νέα στον πατέρα του…
Μην ακούς τα λόγια του τεμπέλη, κοίτα μόνο τις πράξεις του
Δύο μέρες μετά, η οικογένεια μαζεύτηκε στο σπίτι τους για να μιλήσουν…
Ο πατέρας είπε στον Α ότι δεν ήταν δυνατόν να αποδεχθεί τέτοιους όρους του ξένου. Ήδη ήταν θυμωμένος από την πίεση του Α να δουλέψουν όλοι μαζί 6 μέρες την εβδομάδα, 12 – 14 ώρες τη μέρα για να «βγουν» οι παραγγελίες. Αν ήθελε ο ξένος, ας τους έδινε δάνειο για τα μηχανήματα, γιατί να του δώσουν μετοχές; Και γιατί να βιαστούν; Είχαν παραγγελίες, μπορούσαν να δουλέψουν με τον ρυθμό τους και να τις παραδώσουν όταν μπορούσαν.
Η μητέρα του ήταν πιο ξεκάθαρη: «Εγώ κοντεύω τα 50, δεν θέλω να δουλεύω τόσο πολύ, οι μισές μου φίλες είναι ήδη στη σύνταξη!» Μάταια ο Α προσπάθησε να της εξηγήσει πως όλο αυτό ήταν προσωρινό…
Η αδερφή του ανακοίνωσε ότι δεν είχε σκοπό να χάσει τον φίλο της για τη δουλειά και ένιωθε ότι θα είχε προβλήματα υγείας λόγω της πίεσης που της ασκούσε να ξυπνάει νωρίς το πρωί και να δουλεύει όλη μέρα. «Είμαι η κόρη του αφεντικού, όχι καμιά εργάτρια» είπε, ενοχλώντας τον πατέρα της και πληγώνοντας τον αδερφό της.
Μάταια ο Α τους υπενθύμιζε ότι έβγαζαν τεράστια κέρδη…
– «Τι να τα κάνω τα λεφτά αν δεν μπορώ να τα χαρώ;» ήταν η απάντηση που έλαβε…
Α: «Από την ώρα που το προϊόν βγήκε στην αγορά, αν δεν πάρουμε εμείς τη δουλειά, θα την πάρουν άλλοι και θα χάσουμε την ευκαιρία! Ας εκτελέσουμε τουλάχιστον αυτά τα δύο συμβόλαια στην Ελλάδα και τη συμφωνία με τον Γερμανό! Μετά ας σταματήσουμε! Εϊναι πολλά τα λεφτά!»
Αργά το βράδυ ο Α με πήρε τηλέφωνο… ήταν βουρκωμένος… μου περιέγραψε τις δικαιολογίες που του είπε κάθε μέλος της οικογένειάς του… ντρεπόταν για αυτούς, ντρεπόταν για το τι θα πει στους πελάτες… ένιωθε να πνίγεται σκεπτόμενος ότι «ο Θεός μας έδωσε αυτό που ζητούσαμε και ευχόμασταν και εμείς το κλωτσάμε! Άλλα μου έλεγαν πριν και άλλα κάνουν τώρα!»
Του πρότεινα να παλέψει το θέμα μόνος του, αλλά μου εξήγησε πως δεν είχε πολλές δυνατότητες, ούτε του ανήκαν οι μετοχές της ΟΕ της οικογένειας. Συμφωνήσαμε στο να κρατήσει τις παραγγελίες που μπορούσε να εκτελέσει και να αρνηθεί τις υπόλοιπες, αν δεν δεχόντουσαν να παραδοθούν με σημαντική καθυστέρηση. Ξέραμε ότι αυτή η πρόταση δεν αντιπροσώπευε μία βιώσιμη λύση, όμως τουλάχιστον θα κρατούσε την αξιοπρέπειά του και δεν θα χαλούσε το όνομά του.
Στα εξ ων συνετέθη…
Γρήγορα η οικογενειακή επιχείρηση διαλύθηκε στα εξ ων συνετέθη…
Ο Α φρόντισε να δουλέψει μόνος του και να παραδώσει όλες τις παραγγελίες για να κρατήσει το καλό του όνομα. Στη συνέχεια αποχώρησε από την εταιρεία και έπιασε δουλειά αλλού. Λίγο αργότερα μετακόμισε στην Αθήνα, στεναχωρημένος από την οικογένειά του. Σήμερα μαθαίνω ότι είναι ανώτερο στέλεχος στην εταιρεία του, με εντυπωσιακή καριέρα και απολαβές, ευτυχισμένος οικογενειάρχης.
Η επιχείρηση έχασε την ευκαιρία. Ο Γερμανός βρήκε άλλον στην Ελλάδα. Όλα κυλούσαν μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μέχρι που η Εφορία κτύπησε την πόρτα τους για τακτικό έλεγχο. Εκεί αποδείχθηκε ότι ο λογιστής τους ήταν απαράδεκτος και ότι και οι ίδιοι είχαν κάνει πολλά λάθη μετά τη φυγή του Α. Ο πατέρας και η μητέρα του «σύρθηκαν» για χρόνια τρέχοντας πίσω από τις υποχρεώσεις, μέχρι να βγουν στη σύνταξη. Σήμερα ο πατέρας του Α αγορεύει στα καφενεία και συνεχίζει να «συμμετέχει δυναμικά» σε όλες τις εκδηλώσεις του κόμματός του. Η αδερφή του δούλεψε σε σούπερ μάρκετ και άλλες δουλειές, μέχρι που δεν ξαναβρήκε δουλειά. Κανείς δεν ήθελε μία τόσο αργή και τεμπέλα υπάλληλο. Ακόμη και σήμερα βολεύεται με συμβάσεις στον δήμο της περιοχής και βρίζει τους πολιτικούς που φταίνε για την κατάστασή της. Ο «Πασχάλης της γιαγιάς Ντακ» βρήκε τρόπο να συνεχίσει να ζει χωρίς να δουλεύει πολύ…
Στα χρόνια που έχω ζήσει, έχω δει πολλούς ανθρώπους να βρίσκονται μπροστά στην ευκαιρία της ζωής τους, σε αυτό που έψαχναν και παρακαλούσαν να τους συμβεί. Όμως οι περισσότεροι από αυτούς έλεγαν ψέματα, πρωτίστως στον εαυτό τους. Για αυτό και η ανέλπιστη τύχη τους γρήγορα μετατράπηκε σε κατάρα, που διέλυσε τα πάντα, αποκάλυψε την ανεπάρκεια και τεμπελιά τους και τους οδήγησε σε αδιέξοδο, στην καταστροφή.
Λιγότεροι είναι αυτοί που πάλεψαν για να τα καταφέρουν, με μοιρασμένα ποσοστά επιτυχίας, μιας και ποτέ μας δεν ξέρουμε τι ξημερώνει στον ιδιωτικό τομέα. Λέγεται «επιχειρείν» και όχι «επιτυχείν», ακριβώς επειδή το αποτέλεσμα είναι πάντα αβέβαιο, ακόμη και αν τα κάνουμε όλα σωστά. Είναι πάντως ξεκάθαρο πως όσοι «άρπαξαν την ευκαιρία από τα μαλλιά», είτε πέτυχαν και άλλαξαν δραστικά τη ζωή τους, είτε έκαναν βήματα προς τα εμπρός και σήμερα ζουν πιο καλά από πριν.
Στους περισσότερους ανθρώπους η ευκαιρία θα κτυπήσει την πόρτα της ζωής τους. Είναι στο χέρι τους αν θα την αξιοποιήσουν ή όχι, πάντα με πολλή δουλειά και ακόμη περισσότερη οργάνωση και σχέδιο. Αν όμως απλώς βαρεθούν και ψάξουν δικαιολογίες για να μην κουραστούν, συνήθως η ίδια η ζωή θα τους τιμωρήσει σκληρότερα.
Εσύ τι γνώμη έχεις;